Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Το Μαρτύριο
Μοσχοβολούσε το φεγγάρι
σκύλοι μ’ άσπρα λουλούδια στο κεφάλι
περνούσανε στο δρόμο εκστατικοί
κι ο δρόμος κάτω έφεγγε από κρύσταλλο
και μέσα φαίνονταν
τα σφυριά και τα μαχαίρια
Μέσα στα χέρια μου έσπασα το κρύσταλλο
Και τότε είδα το κόκκινο το σύννεφο
να μεγαλώνει ν’ ανάβει την καρδιά μου
και τ’ άλλο το γκρίζο σαν καπνός
ν’ αδειάζει από μέσα μου
να φεύγει
Το Γραμματόσημο
Κρύα βλαστάρια παράξενου
θανάτου
φύτρωσαν στον Ουρανό
ναι, δίχως ύπνο
κι ανοίγανε τα χέρια
και πέφταν και σκορπίζανε
χιλιάδες τα μαργαριτάρια
αντίκρυ στεκόταν ένα μανιτάρι
δηλητηριασμένο και τα κοίταζε
το πιο ωραίο γραμματόσημο
Η Σκηνή
Απάνω στο τραπέζι είχαν στήσει
ένα κεφάλι από πηλό
τους τοίχους τους είχαν στολίσει
με λουλούδια
απάνω στο κρεβάτι είχανε κόψει από χαρτί
δύο σώματα ερωτικά
στο πάτωμα τριγύριζαν φίδια
και πεταλούδες
ένας μεγάλος σκύλος φύλαγε
στη γωνιά
Σπάγγοι διασχίζαν το δωμάτιο απ’ όλες
τις πλευρές
δε θάτανε φρόνιμο κανείς
να τους τραβήξει
ένας από τους σπάγγους έσπρωχνε τα σώματα
στον έρωτα
Η δυστυχία απ’ έξω
έγδερνε τις πόρτες.