Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός
Ελαφονήσι, 24 Απριλίου 1824
Γιάντα ’ναι μαύρα τα βουνά κι οι κάμποι χλωμιασμένοι;
Γιάντα δεν τραγουδούν πουλιά στα Εννιά Χωριά στα δάση;
ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΗΣ ΚΙΣΣΑΜΟΥ
Χαμηλό ήταν το νησάκι
με χόρτα και θάμνα στην άμμο του
κι η απόσταση από τη στεριά μικρή.
Όμως εκεί κατάφυγαν οι εφτακόσιοι
άμαχοι προσδοκώντας το πέρασμα καραβιού.
Μαζί τους και σαράντα αρματωμένοι.
Σαν είδανε τους καβαλάρηδες
του Χουσεΐνμπεη αντίκρυ τους τρομάξανε.
Το ’ξεραν πως η θάλασσα
που τους εχώριζε ήτανε ρηχή.
Οι σαράντα οπλοφόροι άντεξαν
όσο μπορέσανε. Κι όταν το πρώτο
άλογο προχώρησε, είδαν πως το νερό
δεν έφτανε μηδ’ ως τις ρίζες των ποδιών του.
Κι ήτανε ν’ απορεί κάθε άνθρωπος
πώς το μικρό Ελαφονήσι
που φαίνουνταν να πλέει στη θάλασσα
σήκωνε τόσους πάνοπλους καβαλαραίους.
Το θάνατο των άμαχων αρχίσανε
πρώτα τ’ αλόγατα. Τα πέταλά τους θρυμματίζανε
τα κεφαλάκια των παιδιών, τρυπούσαν
τις κοιλιές των έγγυων γυναικών, συντρίβανε
τις ραχοκοκκαλιές των γερόντων. Τα σπαθιά
είχανε βγει από το θηκάρι τους.
Με μια τους κίνηση κόβαν τα χέρια
που απλώνουνταν προς τους σπαχήδες
ικετευτικά, ανοίγανε στα δυο τα κεφάλια
που κοιτάζανε τρομαγμένα
κι αν κανένας κατέβαινε στη θάλασσα
ένας στρατιώτης τον έπαιρνε από πίσω
τον έφτανε και τον εμοίραζε στα δυο
καθώς το κρεμασμένο αρνί του ο μακελάρης.
Πόση ώρα να κράτησε η σφαγή;
Κι όταν τα εξακόσια γυναικόπαιδα
κι οι γέροντες εκείτουνταν ασάλευτοι
στην άμμο, οι καβαλάρηδες του Χουσεΐν
μπήκανε πάλι στ’ άβαθο νερό
που ’χε απ’ το αίμα κοκκινίσει
και βγήκαν στη στεριά. Μαζί τους έσερναν
πάνω από εκατό γυναίκες και παιδιά
που η σπλαχνοσύνη τους έσωσε από το θάνατο
σίγουρο λάφυρο για σκλαβοπάζαρα.
Ένα αεράκι πήρε να φυσά
κι έπαιζε με τα ξέπλεκα μαλλιά
των κορασίδων και με τα λευκά
κρινάκια που ’χανε γλιτώσει
απ’ των αλόγων το πάτημα.
Ήτανε μέρα της Λαμπρής.