Ανθολόγος: Λουκάς Αξελός

  

Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι

Ξυπνάς το αιώνιο καλοκαίρι
Ανατέλλοντας έναν άλλο ήλιο
Κάνοντας πιο όμορφα πιο θαυμαστά τα μάτια
Καθώς ελπίζουν να σε ιδούν κρεμώντας μια λευκή αντηλιά

Κι είναι η σκιά σου αυτό το φως το ειρηνικό που πέφτει
Στους κάμπους στεφανωμένους με πορφυρήν αιωνιότητα

Κ’ είναι η σκιά σου αυτό το φως που με τυλίγει
Και με σηκώνει με κρεμνάει ψηλά
Στην άνοιξη του κόρφου του

 

Γυάλινο Μάτι

Εγκαταλειμμένο πορεύεται το λείψανο
Φρόντισα να σταλεί μια πρόστυχη κάσα
(Είναι κάτι ντροπές που δε λέγονται
Κάτι αμαρτίες που φοβάσαι τον ίσκιο σου)

Εγκαταλειμμένο πορεύεται το λείψανο
Σηκώνονταν τη νύχτα και φώναζε:
«Πάμε να πέσουμε στο ποτάμι…»
Έβλεπε ουρανούς λευκούς αγγέλους

Είν’ ένα γυάλινο μάτι που με βλέπει στον ύπνο του

Φρόντισα να σταλεί μια πρόστυχη κάσα
Στητά κοτρώνια μέσα σε χορτάρι
Έρμο δυσώνυμο φτωχικό κοιμητήρι
Αναπαύονται όσοι περπάτησαν πεθαμένοι.

 

Από το Σκηνές από την έκπτωση

Γύρισα πίσω, ξανάζησα,
Ξανάκαμα τα βήματά μου.
Ξεγύμνωσα τη σάρκα μου, έγινα θέαμα,
Να με βλέπουν οι άνθρωποι, να με κοιτούν τα ζώα
Και να φοβούνται, να τρέμουν οι Άγγελοι.

Είμαστε ωραίοι και τρομεροί.
Είμαστε τρομεροί μέσα στη γύμνια,
Την ανθρώπινη γύμνια, τη θεϊκή.

 

Αναπνέω και κοιτάζω

Αναπνέω και κοιτάζω τους δρόμους
Τ’ ουρανού και τ’ ανέμου
Κοιτάω τα παράθυρα τα βαθουλωμένα πρόσωπα
Το φως που τρυπάει τα ερημικά μου χέρια

Ακούω τους χτύπους του σφυριού της καρδιάς μου

Πότε θ’ ανάψουνε τα βλέφαρά μου ανταύγειες
Σε δειλινή αποθέωση πότε θα στρώση
Τα βήματά σου ο άνεμος με πρώιμη άνοιξη
Πλημμυρισμένη από χλωρή αγωνία

Έζησα καρτερώντας μέσα στο μαρτύριο
Σαν ανοιχτό παράθυρο σε βαθύ καλοκαίρι

Έζησα μέσα στην ηχώ από κάποια βήματα
Που περπατούν σε κάποιο παγερό ουρανό

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!