Από την αντιμνημονιακή στη σοσιαλιστική επιλογή. Του Ανέστη Ταρπάγκου

Ολόκληρη η επόμενη περίοδος σημαδεύεται από την διεξαγωγή εκλογικών αναμετρήσεων, στα σίγουρα, σε μερικούς μήνες των Ευρωεκλογών και των αυτοδιοικητικών εκλογών και από ό,τι φαίνεται από τη διεξαγωγή των εθνικών κοινοβουλευτικών εκλογών, όπου το επίδικο ζήτημα πλέον είναι ο σχηματισμός αριστερής ριζοσπαστικής διακυβέρνησης.
Η διαφαινόμενη εκλογική πρωτοκαθεδρία του ΣΥΡΙΖΑ, όπως προκύπτει από όλες τις τελευταίες σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης, είναι αυτή που θέτει αντικειμενικά το ζήτημα της ανάληψης της πολιτικής διακυβέρνησης από τις αριστερές δυνάμεις. Και σ’ αυτό ακριβώς το επίπεδο τίθεται το θέμα του χαρακτήρα της ψήφου που διεκδικεί η Ριζοσπαστική Αριστερά στην προοπτική των εθνικών βουλευτικών εκλογών.
Για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, άλλος ήταν ο χαρακτήρας της ψήφου που διεκδικήσαμε από τον κόσμο των εργαζομένων, της νεολαίας και των ανέργων στη διπλή εκλογική αναμέτρηση του Μαΐου-Ιουνίου 2012 και διαφορετική η φυσιογνωμία της στην επερχόμενη εθνική κοινοβουλευτική αναμέτρηση. Στην πρώτη περίπτωση, ο ΣΥΡΙΖΑ ως περιορισμένης πολιτικής εμβέλειας σχηματισμός της ριζοσπαστικής και αντινεοφιλελεύθερης πολιτικής, διεκδίκησε την αντιμνημονιακή εκλογική προτίμηση, στη βάση των συσσωρευμένων οξύτατων συνεπειών της καπιταλιστικής κρίσης και της κυβερνητικής πολιτικής των αλλεπάλληλων μνημονίων. Επρόκειτο για ψήφο αντιπολιτευτικού χαρακτήρα, προϊόν των ευρύτατων λαϊκών πανεθνικών απεργιακών κινητοποιήσεων της πρώτης μνημονιακής διετίας (2010-12), όπου η κύρια μεταβολή που σημειώθηκε ήταν η προς τα «αριστερά» μετατόπιση σημαντικών δυνάμεων της εργατικής βάσης της σοσιαλδημοκρατίας.
Και βέβαια, καθοριστικός ήταν ο ρόλος της πολιτικής γραμμής που προβάλαμε για την ανάδειξη της δυνατότητας σχηματισμού κυβέρνησης της Αριστεράς ως προϋπόθεσης για την αντιμετώπιση του επερχόμενου κοινωνικού ολοκαυτώματος και της οικονομικής καταστροφής. Αυτή ακριβώς η κυβερνητική προοπτική, που αποτέλεσε και το κίνητρο της ευρείας εκλογικής μας επιδοκιμασίας, και που σήμερα αρχίζει πλέον να φαίνεται εφικτή, που υπερβαίνει την ιστορική καθήλωση του αριστερού και κομμουνιστικού μας κινήματος στο πεδίο μιας μακροχρόνιας αντιπολίτευσης, είναι εκείνη που σήμερα επιβάλλει τον μετασχηματισμό της ίδιας της αντίληψης για την ψήφο στη Ριζοσπαστική Αριστερά.

Από την άρνηση στη θέση
Μ’ αυτά τα επιχειρήματα δεν εννοούμε ότι ο αντιμνημονιακός-αντινεοφιλελεύθερος προσανατολισμός, που συσπείρωσε πολιτικά πληβειακές λαϊκές δυνάμεις, θα πρέπει να τεθεί στο περιθώριο, και να αντικατασταθεί από τον «λόγο περί του κομμουνισμού», όπως συμβαίνει με άλλες δυνάμεις του ελληνικού αριστερού κινήματος, έξω και πέρα από τους υπάρχοντες ταξικούς και πολιτικούς συσχετισμούς και τα συγκεκριμένα υλικά πεδία των κοινωνικών ανταγωνισμών. Απεναντίας, χρειάζεται να αντιμετωπίσουμε τη μέχρι τώρα αντιπολιτευτική μας στάση (αντι-νεοφιλελεύθερη, αντι-μνημονιακή) που ήταν η «άρνηση» (αποτροπή των ιδιωτικοποιήσεων, ματαίωση της μείωσης μισθών και συντάξεων, κατάργηση των ισχυρών φορολογικών επιβαρύνσεων κ.λπ.), με τη «θέση» των προταγμάτων μιας ριζοσπαστικής οικονομικής, κοινωνικής και παραγωγικής αναδιοργάνωσης.
Έτσι προσεγγίζουμε στην καρδιά του σύγχρονου κοινωνικού ζητήματος που επιτάσσει ρηξικέλευθες απαντήσεις και τομές.
• Η κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, συνεπάγεται την αποκατάσταση των μισθών των ΣΣΕ (εθνικών και κλαδικών) που έχουν καταργηθεί.
• Την ισχυρή φορολόγηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, τουλάχιστον του τομέα που εμφανίζει σημαντικά κέρδη μέσα στην κρίση («να πληρώσουν οι πλούσιοι»).
• Την καταπολέμηση της εισφοροδιαφυγής των ασφαλιστικών υποχρεώσεων των επιχειρήσεων και της εκτεταμένης «μαύρης» αγοράς εργασίας κ.λπ.
Το σύνολο αυτών των άμεσων μέτρων μιας κυβέρνησης της Αριστεράς, που αποτελεί και την κύρια προσδοκία των λαϊκών τάξεων που έχουν επενδύσει πολιτικά στον ΣΥΡΙΖΑ, επιφέρει εκ των πραγμάτων μια πολυσήμαντη αποκατάσταση του εργατικού κόστους και του κοινωνικού μισθού στα προηγούμενα ιστορικά επίπεδα. Αυτή είναι η υλική πραγμάτωση του αντι-νεοφιλελευθερισμού, της αντι-μνημονιακής πολιτικής, που έχουμε προβάλλει στο προσκήνιο.
Μια τέτοια αύξηση του εργατικού κόστους και του κοινωνικού μισθού, επόμενο είναι ότι θα περιορίσει σημαντικά την καπιταλιστική κερδοφορία, και θα προσαυξήσει τα ζημιογόνα αποτελέσματα των επιχειρήσεων του εταιρικού τομέα της οικονομίας. Στην τελευταία πενταετία της κρίσης υπερσυσσώρευσης, η οικονομική συμπεριφορά της επιχειρηματικής εργοδοσίας ήταν εντελώς αρνητική σε οποιαδήποτε επενδυτική κίνηση, εξαιτίας της αρνητικής αποδοτικότητας του κεφαλαίου και της επικράτησης των ζημιών έναντι των κερδών. Κι αυτό, μάλιστα, όταν τα μέτρα των μνημονιακών πολιτικών έχουν επιφέρει μείωση της αμοιβής της μισθωτής εργασίας κατά 40% και μείωση του ΑΕΠ κατά 25%. Άρα, στην περίπτωση εφαρμογής της αντιμνημονιακής αριστερής πολιτικής, τα φαινόμενα αυτά θα ενταθούν και η κρίση υπερσυσσώρευσης θα βαθύνει περαιτέρω. Σ’ αυτή την περίπτωση μόνον μια κοινωνική και οικονομική αναδιοργάνωση της χώρας, που τοποθετείται στον αντίποδα της κυρίαρχης αστικής πολιτικής, στο έδαφος δηλαδή της «ιστορικής επικαιρότητας» του σοσιαλισμού, μπορεί να εγγυηθεί την οικονομική ανάπτυξη με γενναία μέτρα κοινωνικής ισότητας.
Να γιατί η αντιμνημονιακή ψήφος της οποίας έχουμε γίνει αποδέκτες οδηγεί στον γόνιμο μετασχηματισμό της σε σοσιαλιστική ψήφο, αν θέλει να έχει την αναγκαία αποτελεσματικότητά της.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!