Σκέψεις για τις αρνητικές ψήφους
του Τάσου Βαρούνη
Υπάρχει μια αμηχανία πολλών ανθρώπων απέναντι στις εκλογές της 20ής Σεπτέμβρη. Σαν να είναι σχετικά ανούσιες. Σαν να είναι ανίκανες να καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό την «επόμενη μέρα». Και ο βαθμός αυτός δεν έχει τόσο να κάνει με την κοινοβουλευτική διάταξη της επόμενης μέρας, όσο με την επόμενη μέρα «καθεαυτή». Κι αν είναι προφανές ότι την 21η Σεπτέμβρη θα δρομολογηθούν εξελίξεις, είναι ένα ερώτημα αν σε αυτές μπορεί να ανακαλυφθεί ένα ρήγμα για να τρυπώσουν ξανά οι ανάγκες και οι πόθοι των «πολλών».
Η άποψη ότι το «σύστημα» ενισχύει την αρνητική ψήφο, την αποχή κ.λπ. είναι συζητήσιμη. Περισσότερο φαίνεται να αναζητείται ένα νέο σημείο ισορροπίας ανάμεσα σε εκπροσώπους και εκπροσωπούμενους. Μια νέα συναίνεση που θα επιτρέπει να προχωρούν οι σχεδιασμοί για το πειραματόζωο Ελλάδα, με τις μικρότερες δυνατές αναταράξεις. Ο διπολισμός ΣΥΡΙΖΑ-Ν.Δ. είναι το εργαλείο που δοκιμάζεται για να εγκλωβίσει στη συνέχεια «οικουμενικώς» και εκ νέου τις δυναμικές που ξεμύτισαν όλα αυτά τα χρόνια και αμφισβήτησαν συνολικά το πολιτικό σύστημα.
Η ψήφος καταδίκης του πολιτικού συστήματος –σε διάφορες εκδοχές, άκυρο, αποχή, λευκό– υπήρξε προάγγελος και αφετηρία σημαντικών αγώνων. Δεν ήταν άχρωμη και ουδέτερη. Δεν ήταν ψήφος παραίτησης και αδιαφορίας. Ήταν ο ενεργητικός δρόμος που ο λαός «επέλεξε» για να βγει στο προσκήνιο. Χρωμάτισε το αντιμνημονιακό κίνημα με το αίτημα της δικαιοσύνης και της δημοκρατίας. Φοβάσαι την καταδίκη όταν νιώθεις κομμάτι αυτού που καταδικάζεται. Και το άγχος, το κράτημα, το «ναι μεν αλλά» με τα οποία η Αριστερά αντιμετωπίζει αυτό το φαινόμενο, μαρτυρά –δυστυχώς– και μια ορισμένη αυτογνωσία.
Οι σημαντικές, ταχύτατες και «παράξενες» εκλογικές μετατοπίσεις δείχνουν ότι η κοινωνία είναι περισσότερο φειδωλή σε «λευκές επιταγές» προς τα πολιτικά κόμματα. Είναι πιο αυστηρή, πιο απαιτητική και δεν ξεχνά τόσο εύκολα. Επιλέγει τις στιγμές που θα υποστηρίξει ή θα καταδικάσει, αναγνωρίζει με το δικό της τρόπο τα διλήμματα κι έχει μια σχετική αυτονομία από τον τρόπο που οι πολιτικοί θέτουν την ατζέντα.
Η δυσπιστία και οι «αποστάσεις» που κρατά από τη συνολική καταδίκη του πολιτικού συστήματος η Αριστερά είναι που δημιουργούν ευνοϊκούς «χώρους» για να ανθίσουν άλλες πολιτικές λογικές όπως η Ακροδεξιά και ο φασισμός. Όσο δεν προσφέρεται ουσιαστική εναλλακτική στο συσσωρευμένο θυμό, αυτός θα σκορπά, θα γεμίζει με αντιδραστικά περιεχόμενα, θα οδηγεί σε πάσης φύσεως μηδενισμούς. Δεν είναι εύκολο γιατί ο νεοφιλελευθερισμός έχει εγγράψει «κουσούρια» στους ανθρώπους. Το πρόβλημα είναι ότι ούτε καν δοκιμάζεται μια τέτοια συνάντηση.
Για την ελληνική Αριστερά, ο «αντιλαϊκισμός» λειτουργεί ως όχημα ανέλιξης στην εξουσία. Οι φτωχοί, οι εξαθλιωμένοι, οι «λαϊκοί άνθρωποι» είναι καλοί ως ψηφοφόροι αλλά μάλλον παρεκτρέπονται όταν αρχίζουν τις μούντζες ή όταν οι αντιδράσεις τους ξεπερνούν τα κόσμια ήθη της υπαρκτής πολιτικής σφαίρας. Όταν βάζουν στο ίδιο τσουβάλι «αριστερούς» και «δεξιούς» είναι δικό τους πρόβλημα και όχι των πολιτικών δυνάμεων που παρά τις προθέσεις και τις εξαγγελίες μοιάζουν ανησυχητικά.
Δεν είναι μικρό πράγμα να ψηφίζεις το α’ και να προκύπτει το β’. Η απαξίωση της ψήφου ως «όπλο» εντοπίζει αυτό το γεγονός καλύτερα από πολλές αναλύσεις. Ζούμε τη μεταδημοκρατία, την πολιτική ως διαχείριση, το εκ δεξιών και εξ αριστερών ΤΙΝΑ («δεν υπάρχει εναλλακτική»). Η εκ νέου νοηματοδότηση της εκλογικής διαδικασίας δεν είναι «εσωτερικό ζήτημα» μιας άψογης κοινοβουλευτικής παρουσίας, αλλά οικοδόμησης εγχειρημάτων, μορφών και τρόπων συγκρότησης της κοινωνίας.
Η Αριστερά δεν αντιλαμβάνεται τη μη θετική ψήφο γιατί έχει εθιστεί στην πολιτική ως κοινοβουλευτική δράση. Το πεδίο της είναι κυρίως οι εκλογές και η δύναμή της προκύπτει από τις βουλευτικές έδρες. Το πολιτικό σύστημα δεν είναι ο αντίπαλός της αλλά ο φυσικός χώρος ύπαρξής της, έστω σε μια αριστερή γωνιά του. Το κράτος με τους νόμους και τη νομιμότητά του είναι το βασικό της «εργαλείο». Και το πολιτικό προσωπικό της «ολοκληρώνεται» πρωτίστως όσο εισχωρεί σε κάθε είδους κυβερνητικούς θεσμούς.
Η κεντρική πολιτική σκηνή δεν αποτελεί θέατρο των κοινωνικών και πολιτικών διεργασιών, αλλά παρωδία τους. Εδώ ρουφιούνται και διαστρεβλώνονται παρά εκφράζονται οι ανάγκες και τα «θέλω» της κοινωνίας. Η κομματοκρατία προσφέρεται ως η απόλυτη διαμεσολάβηση, ως ο μοναδικός τρόπος συμμετοχής του λαού στις «μεγάλες αποφάσεις» και τα «κοινά». Κόμμα για να ψηφίσεις, κόμμα για να γίνεις μέλος κ.ο.κ. Μόνο όσοι ταυτίζουν την πολιτική με τα υπαρκτά κόμματα εξανίστανται με όσους «δε γουστάρουν τα κόμματα». Ομοίως όσοι στενεύουν την ιδιότητα του πολίτη σε αυτήν του ψηφοφόρου.
Αφού η Αριστερά ακυρώνει δυνατότητες, έρχεται εκ των υστέρων να ζητήσει το λόγο. «Αυτό έχουμε τώρα, τι να κάνουμε». Το «δυνάμει» έχει καταργηθεί υπέρ του «υπαρκτού». Και το υπαρκτό περισσότερο σχετίζεται με την αναπαραγωγή και τη διάσωση μηχανισμών παρά έστω και με το στοιχειώδες και ελάχιστο άνοιγμα κάποιων δρόμων. Και αν έχουμε μια μνημονιακή Βουλή καήκαμε; Τελείωσαν όλα; Λες και η αντιμνημονιακή Βουλή διέπρεψε.
Τέλος, η ερμηνεία της αποχής, του άκυρου, του λευκού, θα έπρεπε να οδηγεί σε μια συνολική αλλαγή φυσιογνωμίας της Αριστεράς κατά ανάλογο τρόπο. Όχι μόνο στο «πρόγραμμα» και τη «θέση». Αλλά στη συνέπεια λόγων και πράξης, στη μαχητικότητα και το «κόστος» της, στην οργάνωση και όχι «απλά» την εκπροσώπηση της κοινωνίας. Εκτός αν αυτά που καταλογίζει ο λαός στην Πολιτική είναι καθυστερημένα και χρήζουν ανάνηψης και αναμόρφωσης «απ’ αυτούς που ξέρουν».
Τι θα καταδικάσει σε αυτές τις εκλογές ο κόσμος; Το δούλεμα; Την έλλειψη εναλλακτικής; Το ΤΙΝΑ; Τους «ίδιους»; Αρκετά απ’ αυτά. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι η κυρίαρχη Αριστερά δεν θεωρεί πρόοδο αυτές τις καταδίκες.