Ζούμε σε καιρούς όπου η πολυπλοκότητα, η μετάβαση και η κυοφορία πάνε χέρι-χέρι και οι προβλέψεις μοιάζουν να μην στηρίζονται σε πραγματικά δεδομένα. Όλοι μπορούν να πέσουν έξω.
Επανεκκίνηση, επιστροφή, μερική κανονικότητα και άλλα σλόγκαν προσπαθούν να συμμαζέψουν κάπως μια χαοτική κατάσταση που μπορεί να πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις. Πίσω από την επιδημία κρύβεται μια μεγάλη (κι αυτή αναγγελλόμενη από καιρό) κρίση. Και πίσω από όλα αυτά κυβερνήσεις, ελίτ, χρηματιστική ολιγαρχία και σκληρότατοι ανταγωνισμοί (π.χ. ΗΠΑ-Κίνας) επιχειρούν να ελέγξουν έναν οδοστρωτήρα που είναι σε ελεύθερη πορεία. Για να μην ξεχνιόμαστε, ορισμένοι μεγιστάνες (Τζεφ Μπέζος, Μπιλ Γκέιτς κ.ά.) είδαν μέσα στην πανδημία τα εισοδήματά τους να αυξάνονται κατά μερικές δεκάδες δισεκατομμύρια δολάρια…
Στην Ευρώπη, η Γερμανία βγήκε πάλι παγανιά και θέλει να «σώσει», δηλαδή να υποδουλώσει κάτω από την μπότα της, ολόκληρη την Ευρώπη – και ιδιαίτερα τη Νότια.
Η Τουρκία, παρά τα προβλήματά της, κλιμακώνει τα επεκτατικά της σχέδια και δηλώνει με όλους τους τρόπους ότι θα καθίσει στα τραπέζια των διευθετήσεων ως μεγάλος παίκτης κι όχι ως δευτερεύουσα δύναμη.
Στη χώρα μας το κλίμα είναι παράξενο. Δεν πληγήκαμε πολύ από την πανδημία, και μοιάζει να μην έχουμε καταλάβει τι έρχεται όσον αφορά την οικονομία. Ζαλισμένη και κουρασμένη, η κοινωνία επιζητά μια ανάσα ηρεμίας, δροσιάς, λίγης έστω ξεγνοιασιάς, για να γεμίσει μπαταρίες και να μαζέψει δυνάμεις για όσα έρχονται: ύφεση της οικονομίας 10% και πάνω, αύξηση της ανεργίας, θηλιά στο λαιμό από λογαριασμούς, δάνεια, ανατιμήσεις.
Οι ελίτ όμως είναι σε εγρήγορση. Ένας μεγάλος καυγάς έχει ξεσπάσει μέσα στις οικογένειες της ολιγαρχίας για το ποιες θα ωφεληθούν από τα «πακέτα» (που θα είναι μικρά και δεν θα έχει για όλους) και ποιοι θα πλασαριστούν καλύτερα σε όσα σχεδιάζονται από πιο μεγάλους παίκτες. Η περίεργη σιωπή για τα ελληνοτουρκικά, οι γκρίνιες και οι ψιλοσφαγές μέσα στα κόμματα, οι εκβιασμοί και οι αποκαλύψεις, έχουν τη βάση τους στις διεργασίες που γίνονται.
Η συζήτηση περί εκλογών, πρόωρων και αιφνιδιαστικών, αντανακλά σχεδιασμούς. Και στα κόμματα είναι έκδηλη η αίσθηση ότι κάτι προετοιμάζεται για τις καταιγίδες που έρχονται. Γίνονται συζητήσεις για κυβερνήσεις συνεργασίας και για διάφορα σχήματα συναίνεσης. Η κουτάλα γυρίζει, ανακατεύει. Δεν είναι όλοι ευθυγραμμισμένοι ακόμα, αλλά ορισμένοι έχουν μηνύματα και επαφές.
Επομένως η πανδημία φαινομενικά, αλλά στο βάθος οι γεωπολιτικές ανακατατάξεις και τα επεισόδια σε Ευρώπη και Ν.Α. Μεσόγειο, καθώς και η κρίση που θα εξελιχθεί αγκαλιάζοντας την οικονομία και την κοινωνία, θα καθορίσουν τις εξελίξεις.
Οι «σχεδιαστές» πάλι δεν υπολογίζουν καθόλου τον λαϊκό παράγοντα. Έστω και έμμεσα πάντως αυτός υπάρχει. Δυσπιστεί, πιέζεται, νοιώθει σύγχυση, προσπαθεί να αυτοπροστατευθεί, βγάζει ορισμένα συμπεράσματα, ξεχνιέται για λίγο. Οι ελίτ όμως δεν έχουν λαϊκό ρεύμα υποστήριξης (αυτό είναι παγκόσμιο φαινόμενο), και δεν μπορούν να πουν ολόκληρο και καθαρά το σχέδιό τους, επειδή νιώθουν τη δυσπιστία. Καταφεύγουν λοιπόν σε έναν τεχνοκρατικό «λαϊκισμό» και σε μια πολιτική ελέγχου κι αστυνόμευσης, με καραντίνα μόνιμη προς τον λαό. Σε κάθε περίπτωση, οι ελίτ ξέρουν ότι είναι απέναντί τους ο «εχθρός λαός».
Η προαγωγή και η συγκρότηση του λαού σε σώμα, σε υποκείμενο που θα πατά σε μια νέα συνείδηση, είναι ο μόνος δρόμος για τη διέξοδο της χώρας, την επιβίωση της κοινωνίας και την κατάκτηση της Δημοκρατίας σε καιρούς πολυπλοκότητας, μετάβασης και κυοφορίας. Αυτήν τη θέση προσπαθεί να υπηρετήσει ο Δρόμος στη νέα περίοδο που έχει ανοίξει.