του Γιάννη Σχίζα
Ως γνωστόν, οι εφημερίδες και ο Τύπος γενικότερα πρέπει να υπακούουν στην «ποσοτική συνταγή», να περιλαμβάνουν δηλαδή «καλά» άρθρα, γιατί το «κακό» άρθρο συνεπάγεται «παράπλευρες απώλειες» στο έντυπο που «χωροθετείται», δεδομένου ότι καταπονεί τον αναγνώστη και τον κάνει απρόθυμο για παραπέρα ανάγνωση… Η κρίση της αναγνωσιμότητας οφείλεται σε έναν βαθμό στην έλλειψη «οικονομίας» στον συνολικό εφημεριδικό και περιοδικό λόγο – κοντολογίς στη φλυαρία: Μικρής σημασίας πράγματα λέγονται με πολλά λόγια και πολλά λόγια επιστρατεύονται για να εκφράσουν το τίποτα. Ένα έντυπο του ριζοσπαστικού κοινωνικού λόγου πρέπει να καλλιεργεί την «κριτική ένταση» μεταξύ των συντελεστών του, αποφεύγοντας όπως ο διάβολος το λιβάνι το ημετεροκρατικό πνεύμα και τις «χαριστικές» ψιλοδιαπλοκές. Εάν δεν στοχεύει σε ένα καινούργιο χαλιφάτο στη θέση των υπαρκτών χαλιφάτων της ενημέρωσης, εάν αποβλέπει στο να είναι εστία εμπνεύσεων, χρειάζεται να προπονείται διαρκώς στην «άνευ ορίων-άνευ όρων» κριτική, θα έλεγα με όρους του ποιητή Εμπειρίκου.
Όμως εκτός από την ποσοτική υπάρχει και η «ποιοτική» συνταγή: Ένα έντυπο είναι υποχρεωμένο να φέρνει στην επιφάνεια εκείνες τις καταστάσεις και τις αντίστοιχες εκφράσεις που εκτοπίζονται από τον δημόσιο λόγο εν ονόματι της ευπρέπειας. Οι ύβρεις και η ευρεία υβριστική συμπεριφορά συνιστούν μια σημαντική περίπτωση αυτής της πρακτικής, που συνδέεται με τον ρατσισμό, τον σωβινισμό, την ανδροκρατική έπαρση, την αλλοτρίωση του ατόμου από την ερωτική του υπόσταση. Λόγου χάρη το σημαίνον «γυφτιά», που έχει χρησιμοποιηθεί για να υποδηλώσει την κακογουστιά, τη βρώμα, την αποδιοργάνωση, την έλλειψη φιλότιμου – θίγοντας όμως από την άλλη πλευρά τους Ρομά. Ή το σημαίνον «κάφρος», που παραπέμπει στον γνωστό αφρικανικό λαό αλλά συμβαίνει και να ενδημεί στις στήλες αθλητικών εντύπων, κυρίως ως μέσο απαξίωσης διαφόρων καταστροφολάγνων . Ή το σημαίνον «Βούλγαροι», που καταχωρήθηκε μάλιστα και στο λεξικό Μπαμπινιώτη ως υβριστικός χαρακτηρισμός εναντίον των Βορειοελλαδιτών, με αποτέλεσμα να προκληθούν χίλιες-μύριες παρανοϊκές αντιδράσεις από τους Μακεδονο-αμύντορες, που όμως αδιαφορούσαν για την εκ μέρους ημών προσβολή του γειτονικού λαού μέσω της «κακοδιαχείρισης» του ονόματός του. Επανέρχομαι σε αυτή την παλιά ιστορία για να υπενθυμίσω κάτι ακόμη παλιότερο –όπως ήταν η καταχώρηση του λήμματος «grec» σε κάποιο γαλλικό λεξικό, για την υποδήλωση του μικροκλέφτη και μικροαπατεώνα– πράγμα που είχε προκαλέσει αντιδράσεις σε Έλληνες του εξωτερικού, που προφανώς προσβάλλονταν από τη χρήση του ονόματός μας ως «βλήματος» για υβριστικές στοχεύσεις…
Nα αποφεύγουμε τον πειρασμό των κατεστημένων «σημάνσεων» και να εκφράζουμε την αρνητική μας διάθεση με ευρηματικότητα, διαμορφώνοντας ένα εναλλακτικό βρισίδι…
Οι βρισιές
Οι βρισιές που αναφέρονται στη «γενετήσια σφαίρα» είναι σε γενικές γραμμές απαξιωτικές της γυναικείας και της ομοφυλόφιλης προσωπικότητας, ενώ επίσης εκδηλώνουν απόρριψη του αυνανισμού. Σε ένα όμως βαθύτερο επίπεδο, οι υβριστικές εκφράσεις αυτού του είδους, πέρα από τους άμεσα θιγόμενους θίγουν και τη σεξουαλικότητα γενικώς, υποβαθμίζοντάς την στο επίπεδο μιας αναγκαστικής και ετεροβαρούς «έκκρισης», όπως είναι η ούρηση ή η αφόδευση. Όταν τα στίφη των οπαδών μιας «ακατανόμαστης» ομάδας κραυγάζουν ρυθμικά «Γαμιέται –Ο ΠΑΟ– Κι η Λεωφόρος», προφανώς συν-δηλώνουν και την απαξίωση της ερωτικής πρακτικής. Όταν ο Χάρυ Κλυν σε γνωστό σκετς διακωμώδησης του «πλούτου της ελληνικής γλώσσας» δίνει στη λέξη «μαλάκας» ένα σοβαρό ποσοστό του συνολικού λόγου – με επικεφαλής εκείνο το αξεπέραστο «μα μ… είσαι βρε μ…» – εκφράζει επίσης την υπαρκτή αποξένωση του ατόμου από μια μορφή σεξουαλικότητας.
Στο παρελθόν πολλοί «καλλιτεχνικοί παράγοντες» νόμισαν ότι μπορούν να παράγουν κωμωδία ή αυθεντικά σκηνικά ζωής, προβαίνοντας σε ένα overdose βωμολοχιών. Αρκετοί όμως την έπαθαν, με πρώτο και καλύτερο τον Χάρυ Κλυν, που στις ύστερες φάσεις του νόμισε ότι θα πουλήσει τις δημοσίως εκφερόμενες «βωμολοχίες» ως δείγμα κωμικού πνεύματος. Στο μακρινό παρελθόν επίσης αναλήφθηκαν προσπάθειες κατά της υβρεολογίας στα γήπεδα –με την απειλή ποινικών κυρώσεων– καθώς επίσης και προσπάθειες ευπρεπισμού του δημόσιου λόγου. Επί δικτατορίας ακούσθηκαν εκφωνητές ποδοσφαιρικών αγώνων να λένε εκφράσεις του τύπου «ο τερματοφύλακας λακτίζει τη σφαίρα», πρακτική που εγκαταλείφθηκε όμως γρήγορα , ενώ οι μετέπειτα ευπρεπιστικές απόπειρες άφησαν τουλάχιστον την ξεκαρδιστική ανάμνηση μιας γελοιογραφίας του Καλαϊτζή στην οποία οι έξαλλοι πλην καθωσπρεπεισμένοι φίλαθλοι φώναζαν «Ρε κίναιδε διαιτητή, συνουσιάζεσαι»!
Οι βρισιές έχουν άμεσα αλλά και έμμεσα πληττόμενους, έστω και εάν είναι αυτοαναφορικές – π.χ. «στα απαυτά μου». Οι βρισιές είναι κακές αλλά όχι χειρότερες από την υβριστική και απορριπτική διάθεση, που κατά καιρούς διακατέχει όλους μας. Η εξάλειψη αυτών των δύο –ύβρεων και αρνητικής διάθεσης– ανήκει στη σφαίρα της ουτοπίας, που ευαγγελίζεται την κατάργηση του μίσους ενώ αυτό αναδύεται αυθόρμητα σε μια κοινωνία αντιθέσεων. Προφανώς, ένα βρισίδι χωρίς «περιβαλλοντικές» επιπτώσεις –δηλαδή χωρίς παράπλευρες απώλειες εις βάρος της ερωτικής φύσης του ανθρώπου ή εις βάρος κάποιων λαών και συλλογικοτήτων– θα πρέπει να αποτελεί ζητούμενο. Προτείνω λοιπόν να αποφεύγουμε τον πειρασμό των κατεστημένων «σημάνσεων» και να εκφράζουμε την αρνητική μας διάθεση με ευρηματικότητα, διαμορφώνοντας ένα εναλλακτικό βρισίδι…