Όταν η πολιτική από σύνθημα, γίνεται διαδικασία. Του Γιάννη Τσούτσια
Αυτήν την περίοδο πολλά έχουν τεθεί, πυκνά και έντονα, όσο ποτέ άλλοτε. Και για τη μεταπολίτευση και για το πολιτικό σύστημα και για το παραγωγικό μοντέλο και την ανασυγκρότηση της χώρας και για τις ευρωπαϊκές πολιτικές ή την οικονομία, και πάνω απ’ όλα, για το Μνημόνιο και τους περιορισμούς του. Έχουμε περάσει αμετάκλητα στο χώρο του πολιτικού. Αφήνοντας πίσω μας το διεκδικητισμό, τη στενή άρνηση των μέτρων και τη δημιουργία του κινήματος αφύπνισης στις πλατείες, διατρέχουμε μια φάση πολιτικής αναμέτρησης, διερευνούμε το διακύβευμα της πολιτικής εξουσίας, με το ερώτημα της διακυβέρνησης να αναδεικνύεται σε κομβικό σημείο αυτής της πορείας.
Την ίδια στιγμή, αρκετοί ακόμη νοσταλγούν το κριτικό κίνημα της προηγούμενης διετίας. Αναζητούν με αγωνία το πνεύμα του Συντάγματος, αναπολούν μεγάλες κινητοποιήσεις, εκδηλώσεις οργής και γιαουρτώματα, όλα όσα έχουν κοπάσει. Διερωτώνται με αγωνία, τι απέγιναν, ψάχνουν στους δρόμους, αλλά το κίνημα έχει μεταπλαστεί, έχει διαφύγει, μετατρεπόμενο σ’ ένα μεγάλο πολιτικό ρεύμα. Αυτό το πολιτικό ρεύμα, έχει αφήσει πίσω του τη γενική καταγγελία, την απόρριψη, την απλή μαχητική στάση, την ιδεολογική κριτική και τις αφηρημένες επισημάνσεις και μπήκε στο πεδίο της πολιτικής.
Με άλλα λόγια, ο λαός μετέχει πλέον στην άσκηση πρακτικών και πολιτικών ρήξεων, άμεσων και άρα κρίσιμων, επειδή αναφέρονται στα πραγματικά επίδικα, αυτά που συναρθρώνονται στην πολιτική εξουσία, κλειδώνουν ή ξεκλειδώνουν κατευθύνσεις, προοπτικές και δυνατότητες. Κι ακόμη περισσότερο: Η νέα αυτή εξέλιξη, που συντελείται αργά και βασανιστικά, είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη του ίδιου του κινήματος, την πολιτικοποίηση και την αυτοσυνείδησή του.
Εδώ είμαστε. Κανείς δεν μπορεί πλέον να αγνοεί τις πραγματικές πολιτικές αντιθέσεις, από τις οποίες ο αριστερός λόγος διαλάνθανε με γενικόλογες καταγγελίες. Εδώ βαραίνει και η σκιά του Μνημόνιου, ως το επείγον, το ως μη παρέκει του πράγματος. Φάση ωρίμανσης και υπευθυνοποίησης, όχι με τον τρόπο που το απαιτούσε ο παλιός γυμνασιάρχης ή όπως το εννοεί η ΔΗΜΑΡ, αλλά ως άρνηση άσκησης παρασιτισμού απέναντι στις αντιθέσεις του παρόντος. Υπευθυνοποίηση, όχι ως συνθήκη που αφορά την υλοποίηση ενός συντηρητικού πεδίου διαχείρισης, (τα στρογγυλέματα), αλλά ως γενικευμένος αναπροσανατολισμός, ταυτόχρονα σε όλα τα μέτωπα, αυτοεκθεμελίωση, γόνιμη διαδικασία επαναδιαπαιδαγώγησης, ένα πραγματικό πέρασμα στην άλλη όχθη, πολυδιάστατο, που αναπόφευκτα θα βιώσουμε.
Αυτή η διαδικασία, πρέπει καταρχήν να ειδωθεί από την Αριστερά, ως η μέγιστη ανάγκη του πολιτικού ρεύματος που αναδύεται. Πρέπει να αντιμετωπιστεί η δίψα για την παραπέρα συγκρότησή του, ο προσανατολισμός του, να βρεθούν τρόποι ενότητας του σήμερα με το αύριο, όχι υπό την έννοια κάποιας τακτικής που δήθεν υπηρετεί ένα στρατηγικό στόχο, αλλά ως μια πολιτική που βάζει σε δοκιμασία τα όρια των ρήξεων και τις προτεραιότητες, ανοίγει δρόμους, ξεκινώντας, π.χ. από τα ζητήματα που ο λαός θέτει και καταλαβαίνει.
Υπάρχει βέβαια εδώ και το αριστερόμετρο μιας Αριστεράς (αλλά και της σκέψης μας, του μισού μας εαυτού), που φωτομετρεί από θέση συνέπειας και καταλογίζει ταλαντεύσεις και κυβιστήσεις σε όποιον αποπειράται να εμπλακεί με τα πράγματα. Όμως, αυτή η Αριστερά είναι καταδικασμένη να ισοπεδωθεί από το πολιτικό ρεύμα που ωριμάζει. Έτσι, π.χ., εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι στην πολιτική δεν είναι σκόπιμο να ανοίγονται ταυτόχρονα όλα τα μέτωπα. Ενδεικτικά δηλαδή, ενώ η αντινατοϊκή κατεύθυνση παραμένει στο ακέραιο, δεν νοείται να αναγορεύεται σήμερα η έξοδος από το ΝΑΤΟ (μαζί και πολλά άλλα πράγματα), σε ζήτημα άμεσης προτεραιότητας.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, αντιλαμβανόμαστε ως θετικούς τους αναπροσανατολισμούς και τις μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως π.χ. κατά την πρόσφατη επίσκεψη στο Πεντάγωνο, συμβολισμό και απόπειρα να προσεγγιστούν σοβαρά κάποια σημαντικά και αγνοημένα ζητήματα. (Απέχουν πάντως πολύ ακόμη οι διαπιστώσεις, π.χ. για την αναγκαία θωράκιση της χώρας, από μια πολιτική για την άμυνα). Ανάλογα κρίνουμε, παρά τις σκοπιμότητες και τη διαδικασία σύνθεσης του προεκλογικού προγράμματος. Διότι, εντέλει, σε τέτοιες στιγμές συμπύκνωσης του πολιτικού χρόνου, όπου τίποτα δεν σταθεροποιείται, η τρομερή πίεση των πραγμάτων δεν επιτρέπει υπεκφυγές. Αυτήν την ώρα των ανέμων, όπου τίποτα δεν μένει κρυφό πίσω από κουρτίνες, όπου όλα βγαίνουν στην επιφάνεια και αναδύονται τα πραγματικά επίδικα (για τα οποία, ανυποψίαστοι, εν πολλοίς, παραμένουμε όλοι), είναι η στιγμή που πρέπει να επιλέξουμε: Θα αναμετρηθούμε με τα πράγματα ή αυτά θα μας ξεπεράσουν;
Την ίδια στιγμή, αρκετοί ακόμη νοσταλγούν το κριτικό κίνημα της προηγούμενης διετίας. Αναζητούν με αγωνία το πνεύμα του Συντάγματος, αναπολούν μεγάλες κινητοποιήσεις, εκδηλώσεις οργής και γιαουρτώματα, όλα όσα έχουν κοπάσει. Διερωτώνται με αγωνία, τι απέγιναν, ψάχνουν στους δρόμους, αλλά το κίνημα έχει μεταπλαστεί, έχει διαφύγει, μετατρεπόμενο σ’ ένα μεγάλο πολιτικό ρεύμα. Αυτό το πολιτικό ρεύμα, έχει αφήσει πίσω του τη γενική καταγγελία, την απόρριψη, την απλή μαχητική στάση, την ιδεολογική κριτική και τις αφηρημένες επισημάνσεις και μπήκε στο πεδίο της πολιτικής.
Με άλλα λόγια, ο λαός μετέχει πλέον στην άσκηση πρακτικών και πολιτικών ρήξεων, άμεσων και άρα κρίσιμων, επειδή αναφέρονται στα πραγματικά επίδικα, αυτά που συναρθρώνονται στην πολιτική εξουσία, κλειδώνουν ή ξεκλειδώνουν κατευθύνσεις, προοπτικές και δυνατότητες. Κι ακόμη περισσότερο: Η νέα αυτή εξέλιξη, που συντελείται αργά και βασανιστικά, είναι κρίσιμη για την ανάπτυξη του ίδιου του κινήματος, την πολιτικοποίηση και την αυτοσυνείδησή του.
Εδώ είμαστε. Κανείς δεν μπορεί πλέον να αγνοεί τις πραγματικές πολιτικές αντιθέσεις, από τις οποίες ο αριστερός λόγος διαλάνθανε με γενικόλογες καταγγελίες. Εδώ βαραίνει και η σκιά του Μνημόνιου, ως το επείγον, το ως μη παρέκει του πράγματος. Φάση ωρίμανσης και υπευθυνοποίησης, όχι με τον τρόπο που το απαιτούσε ο παλιός γυμνασιάρχης ή όπως το εννοεί η ΔΗΜΑΡ, αλλά ως άρνηση άσκησης παρασιτισμού απέναντι στις αντιθέσεις του παρόντος. Υπευθυνοποίηση, όχι ως συνθήκη που αφορά την υλοποίηση ενός συντηρητικού πεδίου διαχείρισης, (τα στρογγυλέματα), αλλά ως γενικευμένος αναπροσανατολισμός, ταυτόχρονα σε όλα τα μέτωπα, αυτοεκθεμελίωση, γόνιμη διαδικασία επαναδιαπαιδαγώγησης, ένα πραγματικό πέρασμα στην άλλη όχθη, πολυδιάστατο, που αναπόφευκτα θα βιώσουμε.
Αυτή η διαδικασία, πρέπει καταρχήν να ειδωθεί από την Αριστερά, ως η μέγιστη ανάγκη του πολιτικού ρεύματος που αναδύεται. Πρέπει να αντιμετωπιστεί η δίψα για την παραπέρα συγκρότησή του, ο προσανατολισμός του, να βρεθούν τρόποι ενότητας του σήμερα με το αύριο, όχι υπό την έννοια κάποιας τακτικής που δήθεν υπηρετεί ένα στρατηγικό στόχο, αλλά ως μια πολιτική που βάζει σε δοκιμασία τα όρια των ρήξεων και τις προτεραιότητες, ανοίγει δρόμους, ξεκινώντας, π.χ. από τα ζητήματα που ο λαός θέτει και καταλαβαίνει.
Υπάρχει βέβαια εδώ και το αριστερόμετρο μιας Αριστεράς (αλλά και της σκέψης μας, του μισού μας εαυτού), που φωτομετρεί από θέση συνέπειας και καταλογίζει ταλαντεύσεις και κυβιστήσεις σε όποιον αποπειράται να εμπλακεί με τα πράγματα. Όμως, αυτή η Αριστερά είναι καταδικασμένη να ισοπεδωθεί από το πολιτικό ρεύμα που ωριμάζει. Έτσι, π.χ., εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι στην πολιτική δεν είναι σκόπιμο να ανοίγονται ταυτόχρονα όλα τα μέτωπα. Ενδεικτικά δηλαδή, ενώ η αντινατοϊκή κατεύθυνση παραμένει στο ακέραιο, δεν νοείται να αναγορεύεται σήμερα η έξοδος από το ΝΑΤΟ (μαζί και πολλά άλλα πράγματα), σε ζήτημα άμεσης προτεραιότητας.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, αντιλαμβανόμαστε ως θετικούς τους αναπροσανατολισμούς και τις μετατοπίσεις του ΣΥΡΙΖΑ, όπως π.χ. κατά την πρόσφατη επίσκεψη στο Πεντάγωνο, συμβολισμό και απόπειρα να προσεγγιστούν σοβαρά κάποια σημαντικά και αγνοημένα ζητήματα. (Απέχουν πάντως πολύ ακόμη οι διαπιστώσεις, π.χ. για την αναγκαία θωράκιση της χώρας, από μια πολιτική για την άμυνα). Ανάλογα κρίνουμε, παρά τις σκοπιμότητες και τη διαδικασία σύνθεσης του προεκλογικού προγράμματος. Διότι, εντέλει, σε τέτοιες στιγμές συμπύκνωσης του πολιτικού χρόνου, όπου τίποτα δεν σταθεροποιείται, η τρομερή πίεση των πραγμάτων δεν επιτρέπει υπεκφυγές. Αυτήν την ώρα των ανέμων, όπου τίποτα δεν μένει κρυφό πίσω από κουρτίνες, όπου όλα βγαίνουν στην επιφάνεια και αναδύονται τα πραγματικά επίδικα (για τα οποία, ανυποψίαστοι, εν πολλοίς, παραμένουμε όλοι), είναι η στιγμή που πρέπει να επιλέξουμε: Θα αναμετρηθούμε με τα πράγματα ή αυτά θα μας ξεπεράσουν;
Σχόλια