Του Γιάννη Ραχιώτη
Τους τελευταίους μήνες παίζεται ένα εκπληκτικά φτηνό επικοινωνιακό παιχνίδι «αποκαλύψεων», σκανδαλοθηρίας και απειλών «αποκαλύψεων». Ολόκληρος ο κυβερνητικός μηχανισμός και τα ΜΜΕ που ελέγχει, προσπαθεί να βρει σκάνδαλα των αντιπάλων ή να ξαναζεστάνει παλαιότερα σε νέο περιτύλιγμα. Υπήρξαν εβδομάδες που είχαμε την αίσθηση ότι το πρωθυπουργικό επιτελείο ασχολείται αποκλειστικά με αναζήτηση σκανδάλων και εκτόξευση καθόλου συγκαλυμμένων απειλών προς τους «άλλους» ότι τους έχει «στο χέρι» και πρέπει να φοβούνται.
Φυσικά οι «άλλοι», Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, εκδότες κ.λπ., πολύ πιο έμπειροι στους αντίστοιχους εκβιασμούς από το εμφανώς πρόχειρο και αδαές πρωθυπουργικό επιτελείο, απάντησαν γρήγορα και με το ίδιο νόμισμα. Οι αποκαλύψεις σειράς μυστικών συναντήσεων και παζαρεμάτων, προσωπικά του πρωθυπουργού με τον ιδιοκτήτη του ΔΟΛ, ήταν μεταξύ των κορυφαίων. Φάνηκε ότι η ηγετική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ είχε αρκετά να κρύψει. Στη συνέχεια άρχισαν οι διακριτικοί υπαινιγμοί για… εκτόνωση της έντασης, πάντα βεβαίως στη βάση του αμοιβαίου οφέλους (τους).
Κάνει εντύπωση η ουσιαστική αδιαφορία της κυβέρνησης για αυτά που καταγγέλλει: Ιδιοποίηση δημόσιου χρήματος, αδικαιολόγητο πλουτισμό συγγενών πολιτικών, φωτογραφικές τροπολογίες, νομοθέτηση ατιμωρησίας. Ο πρωθυπουργός, στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή περί δικαιοσύνης και διαφθοράς, που την προκάλεσε ο ίδιος, διάβασε σειρά χαριστικών νομοθετικών ρυθμίσεων των προηγούμενων κυβερνήσεων. Μόνο ένα δεν είπε: Ότι θα τις καταργήσει. Όμως δουλειά της κυβέρνησης δεν είναι να καταγγέλλει τα κακώς κείμενα, αλλά να νομοθετεί και να παίρνει τα αναγκαία διοικητικά μέτρα για την ανάκτηση της δημόσιας περιουσίας που ληστεύθηκε. Αν ολιγωρεί ο δικαστικός μηχανισμός, θα όφειλε να νομοθετήσει τις κατάλληλες αλλαγές.
Οι περί το Μαξίμου μοιάζουν να μην αναγνωρίζουν άλλο πεδίο ενασχόλησης πέρα από το κυνήγι σκανδάλων – και ίσως να έχουν δίκιο. Η εσωτερική πολιτική έχει ρυθμιστεί από τα μνημόνια, η εφαρμογή της είναι θέμα συμφωνίας μεταξύ ΔΝΤ και Γερμανίας, η νομοθετική πρωτοβουλία για οικονομικά θέματα προϋποθέτει πλέον έγκριση των δανειστών. Στην πράξη απαιτείται άδεια για κάθε πρόταση νόμου και κάθε κυβερνητική πράξη. Τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής και άμυνας είναι για πρώτη φορά στη μεταδικτατορική ιστορία μας πλήρως εκχωρημένα στους πάτρωνές μας. Σ’ αυτό το πλαίσιο η σκανδαλοθηρία είναι «μια κάποια λύση»: «Πιάνει» στην κοινή γνώμη, μπορεί και να φθείρει τους αντιπάλους, οπότε μπορεί και να εξασφαλίσει μια επιμήκυνση της παραμονής στην κυβέρνηση, υπό τον όρο φυσικά της πειθαρχίας στον «ξένο παράγοντα» κατά τα ειωθότα. Τυπική συμπεριφορά τοπικών διοικητών προτεκτοράτου.
Όπως και με όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις, η συνέχεια δίνεται με αλληλοκατηγορίες με την αντιπολίτευση περί ελέγχου της Δικαιοσύνης ή συγκεκριμένων δικαστών. Η συζήτηση αυτή είναι άνευ αντικειμένου, στο βαθμό που η ηγεσία όλων των δικαστικών σχηματισμών ορίζεται από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η διορισμένη ηγεσία, μέσω των θεσμισμένων εσωτερικών μηχανισμών ελέγχου, οργανώνει το δικαστικό σώμα σαν κρατικό εργαλείο και σε ορισμένες συγκυρίες και σαν κομματικό. Όσον αφορά, όμως, τα συμφέροντα των ελίτ, το δικαστικό σώμα δεν χρειάζεται παρεμβάσεις προκειμένου να τα υπηρετήσει. Στα μείζονα ζητήματα τα μέλη του συστρατεύονται με τον υπόλοιπο κρατικό μηχανισμό χωρίς αυταπάτες. Σε ελάχιστες περιπτώσεις μεμονωμένοι δικαστικοί σχηματισμοί, συνήθως κατώτεροι, έκαναν ερμηνευτικές προσεγγίσεις με κριτήριο τα λαϊκά συμφέροντα. Στα μείζονα θέματα δίνουν τις λύσεις που αναμενόταν να δώσουν: Η διοικητική Δικαιοσύνη κρίνει συμβατή με το Σύνταγμα τη μνημονιακή νομοθεσία που κουρσεύει τη χώρα και ληστεύει εργαζόμενους και συνταξιούχους. Η ποινική συνεχίζει να χρησιμοποιεί κατά κόρον τα εργαλεία φρονηματικών διώξεων με τα οποία την εφοδιάζει ασταμάτητα η νομοθετική λειτουργία και το κοινοτικό δίκαιο. Η πολιτική επανερμήνευσε το δικαίωμα στην προσωπικότητα ή την αρχή της ισότητας με τρόπο που να ανέχεται την κατάργηση του εργατικών δικαιωμάτων. Όλοι οι κλάδοι του δικαστικού μηχανισμού δέχονται ως νόμιμα τα οικονομικά εμπόδια πρόσβασης σε δικαστήρια που θεσπίστηκαν ως μνημονιακές υποχρεώσεις και πρακτικά προστατεύουν από δικαστικό έλεγχο τις αδικίες κατά των φτωχοποιούμενων.
Στα κεντρικά ζητήματα της Δικαιοσύνης έγιναν νομοθετικές παρεμβάσεις μόνο κατά παραγγελία του «ξένου παράγοντα», φυσικά σε αντιδημοκρατική – αντιλαϊκή κατεύθυνση, με κορυφαίες την πλήρη κατάργηση του εργατικού δικαίου και την αντικατάσταση του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας. Αντίθετα, διατηρείται η ολιγαρχική δομή των δικαστηρίων, με αμελητέα πλέον τη συμμετοχή ενόρκων και τις συνθέσεις των επαγγελματιών να συρρικνώνονται συνεχώς. Στο χώρο της ποινικής καταστολής και των φυλακών δεν υπάρχει ούτε σε επίπεδο εξαγγελίας οποιαδήποτε κίνηση εκδημοκρατισμού. Η αντιτρομοκρατική νομοθεσία (= η δίωξη σκοπών αντί πράξεων) παραμένει το κέντρο του ποινικού συστήματος. Η στέρηση της ελευθερίας παραμένει το βασικό εργαλείο διαχείρισης της παραβατικότητας των πιο φτωχών. Η χρήση της διευρύνεται με την επιβολή της (κλειστά κέντρα «φιλοξενίας») κατά προσφύγων και μεταναστών γι’ αυτό που είναι και όχι για κάτι που έκαναν, δηλαδή κατά προσώπων που δεν έχουν καταδικαστεί για έγκλημα.
Παρ’ όλο αυτό το ζοφερό κλίμα, στην Ελλάδα δεν αναπτύχθηκε ποτέ ένα οργανωμένο ρεύμα προοδευτικού νομικού αντι-λόγου. Ο ακαδημαϊκός χώρος, με ελάχιστες σημαντικές εξαιρέσεις, ήταν πλημμυρισμένος από αντιδραστικούς νομικούς-οργανικά μέλη του κατεστημένου, που λόγω της ισχύος τους αφομοίωναν ή εξουδετέρωναν με ευκολία νεότερους προοδευτικούς νομικούς. Στο δικηγορικό χώρο, ενώ εκατοντάδες δικηγόροι επί δεκαετίες δραστηριοποιούνται στα κοινωνικά κινήματα και προσπαθούν να αρθρώσουν αντίλογο προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, δεν κατορθώσαμε μέχρι σήμερα να οργανώσουμε ένα επιστημονικό-πολιτικό ρεύμα που να υποστηρίζει τις υποτελείς τάξεις. Ένας από τους λόγους γι’ αυτό ήταν και παραμένει η απουσία δικηγορικών οργανώσεων σε εθνικό επίπεδο. Για να ξεπεράσουμε αυτό το κενό, ιδρύθηκε πρόσφατα η Πανελλαδική Αγωνιστική Ένωση Δικηγόρων (ΠΑΕΔ) με στόχο να αποτελέσει χώρο συνάντησης της δράσης και της σκέψης των δικηγόρων που δρουν σε κοινωνικά κινήματα και ταυτόχρονα να γίνει ένα εργαλείο παραγωγής επιστημονικού/ νομικού λόγου. Ελπίζουμε να καλύψει ένα μέρος της έλλειψης αντίλογου στην κατεστημένη νομική σκέψη και να συμβάλει στην αποκάλυψη του βαθιά αντιλαϊκού και διαλυτικού χαρακτήρα των μέτρων που μας επιβάλλονται.