Με 158 κυβερνητικές ψήφους υπέρ, εγκρίθηκε τελικά από τη Βουλή το νέο εργασιακό νομοσχέδιο που θεσμοθετεί τη 13ωρη απασχόληση, επιβεβαιώνοντας πως η «ευελιξία» στην αγορά εργασίας σημαίνει στην πράξη διάλυση κάθε σταθερού ωραρίου για τον εργαζόμενο. Το πακέτο μέτρων, με τίτλο «Δίκαιη Εργασία για Όλους», παρουσιάζεται από το Μαξίμου ως μια μεταρρύθμιση εκσυγχρονισμού, όμως το περιεχόμενό του συνιστά συνέχεια της πολιτικής απορρύθμισης που ξεκίνησε με τα μνημόνια, τις ευρωπαϊκές οδηγίες και κορυφώθηκε με τις αντεργατικές αλχημείες (νόμοι Γεωργιάδη, Χατζηδάκη και τώρα Κεραμέως) των κυβερνήσεων της Νέας Δημοκρατίας.

Ο νέος νόμος επιτρέπει εργασία έως και δεκατρείς ώρες ημερησίως, είτε στον ίδιο είτε σε διαφορετικούς εργοδότες, προβλέπει τμηματική άδεια, διευθέτηση του χρόνου εργασίας σε βάθος τετραμήνου και περαιτέρω απελευθέρωση απολύσεων. Οι συνταξιούχοι ενθαρρύνονται να επιστρέψουν στην απασχόληση για να συμπληρώσουν εισόδημα, ενώ η εργοδοσία αποκτά μεγαλύτερη ελευθερία στον προγραμματισμό και στη χρήση εποχικού προσωπικού. Με λίγα λόγια, το βάρος της «ανταγωνιστικότητας» μεταφέρεται ξανά στον εργαζόμενο.

Η κυβερνητική προπαγάνδα ντύθηκε με τον μανδύα του «ρεαλισμού». Οι πολίτες βομβαρδίζονται από δηλώσεις περί «ελεύθερης επιλογής δεύτερης δουλειάς», «ισορροπίας προσωπικής και επαγγελματικής ζωής» και «προστασίας μέσω ψηφιακής κάρτας». Η πραγματικότητα, όμως, είναι ότι η ψηφιακή κάρτα απλώς κάνει ορατή τη νομιμοποιημένη υπερεργασία, ενώ η «ελευθερία επιλογής» για τον εργαζόμενο ισοδυναμεί με εξαναγκασμό να δεχθεί όρους επιβίωσης.

Στην πράξη, ο νέος νόμος κατοχυρώνει το καθεστώς του μόνιμου φόβου: Φόβος για την απόλυση, για τη μείωση ωραρίου, για την πίεση να «συμφωνήσει» ο εργαζόμενος με τη βούληση του εργοδότη. Όποιος αρνηθεί τη 13ωρη εργασία κινδυνεύει να βρεθεί εκτός αγοράς. Η «ευελιξία» είναι μονόδρομος που οδηγεί σε φυσική και ψυχική εξάντληση.

Πίσω από τις πολιτικές δηλώσεις και τις τηλεοπτικές αντιπαραθέσεις, ο πυρήνας του ζητήματος είναι απλός: Η εργασία μετατρέπεται σε αναλώσιμο μέσο, όχι σε δικαίωμα. Η κοινωνία συνηθίζει να θεωρεί «λογικό» να δουλεύει παραπάνω (ειδικά σε κλάδους όπως οι κατασκευές ή ο εποχικός τουρισμός), να πληρώνεται λιγότερο και να αποδέχεται την εργασιακή ανασφάλεια ως φυσικό νόμο.

Ο «εκσυγχρονισμός» του 13ωρου δεν είναι μεμονωμένο μέτρο. Είναι το επόμενο βήμα στην πορεία μιας χώρας που αντιμετωπίζει τον εργαζόμενο ως παράγοντα κόστους και όχι ως φορέα ζωής και δημιουργίας. Το αν αυτή η πορεία θα συνεχιστεί εξαρτάται πλέον από το αν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι θα αποφασίσουν να ξαναποκτήσουν φωνή ‒ πέρα από κόμματα και τις προβλέψιμες απεργίες για την «τιμή των όπλων».


Απεργίες για την τιμή των όπλων και άσφαιρη αντιπολίτευση

Για ακόμη μια φορά η αντίδραση του συνδικαλιστικού κινήματος απέναντι στο νομοσχέδιο Κεραμεώς υπήρξε προβλέψιμη και άτονη. Η ηγεσία της ΓΣΕΕ προκήρυξε μία ακόμα «γενική απεργία» πριν την ψήφιση του νόμου (χωρίς σχέδιο συνέχειας) περισσότερο για τα προσχήματα. Το ΠΑΜΕ πραγματοποίησε τις δικές του κινητοποιήσεις με εμφανή προτεραιότητα την κομματική συγκρότηση, χωρίς προσπάθεια να διαμορφωθεί κάποιο ευρύτερο μέτωπο. Ενώ την ημέρα της ψήφισης του νόμου υπήρξαν απεργιακές κινητοποιήσεις από την ΑΔΕΔΥ και ορισμένα μόνο εργατικά κέντρα όπου το επέτρεπε ο συσχετισμός.

Η αντιπολίτευση εντός βουλής περιορίστηκε σε ρητορικές καταγγελίες για «εργασιακό μεσαίωνα», χωρίς να καταθέσει ένα συνολικό εναλλακτικό σχέδιο για την εργασία του 21ου αιώνα, που να πείθει και να συγκροτεί την κοινωνική πλειοψηφία γύρω από την ανάγκη επαναρρύθμισης της εργασίας και προστασίας των συλλογικών δικαιωμάτων με σύγχρονους όρους, αφήνοντας έτσι χώρο στην κυβέρνηση να εμφανίζεται ως η μόνη δύναμη που «έχει λύσεις και όχι φωνές».

Τα παραπάνω θα έλεγε κανείς ότι είναι αναμενόμενα, καθώς και σε άλλα εξίσου σημαντικά θέματα (ΟΠΕΚΕΠΕ, Τέμπη) η πίεση (κοινοβουλευτική και εξωκοινοβουλευτική) που ασκείται από τους επίσημους φορείς (κόμματα, συνδικαλιστικές ηγεσίες) προς την κυβέρνηση είναι ελάχιστη. Μάλιστα το γεγονός ότι οι ίδιοι οι φορείς εμφανίζονται ευχαριστημένοι, για το «ταξικό κίνημα» ή τις «διαχωριστικές γραμμές μεταξύ αριστερής και δεξιάς πολιτικής», κάνει ακόμη πιο εμφανή την απόστασή τους από την κοινωνία και την πραγματικότητα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!