Βάιος Καλογρηάς, Το αντίπαλο δέος. Οι εθνικιστικές οργανώσεις αντίστασης στην κατεχόμενη Μακεδονία (1941-1944), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2012, σ. 468

Μολονότι ο υπότιτλος της μελέτης του ιστορικού Β. Καλογρηά κάνει λόγο για «εθνικιστικές οργανώσεις αντίστασης», στην πραγματικότητα αντικείμενο της έρευνάς του αποτελεί το σύνολο των ένοπλων αντικομμουνιστικών ομάδων που έδρασαν στο χώρο της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια της Κατοχής και αποτέλεσαν το «αντίπαλο δέος» στην επικράτηση του ΕΛΑΣ και του ΚΚΕ. Οι περισσότερες από αυτές έδρασαν στην «γκρίζα ζώνη» που δημιουργήθηκε, κυρίως μετά το 1943 και τη διαφαινόμενη ήττα του Άξονα, μεταξύ αντίστασης και συνεργασίας. Μονάχα μονάδες που τάχθηκαν από την αρχή αποφασιστικά στο πλευρό των γερμανικών δυνάμεων, όπως το Εθελοντικό Τάγμα του Πούλου ή οι συμμορίες των Δάγκουλα και Βήχου στη Θεσσαλονίκη, παραμένουν στο περιθώριο της έρευνας του ιστορικού, η οποία αποτελεί επεξεργασμένη μορφή της διδακτορικής διατριβής που εκπόνησε στο γερμανικό πανεπιστήμιο του Μάιντς.
Το να αναρωτηθεί κανείς αν όσοι, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ενεπλάκησαν στη «γκρίζα» αυτή ζώνη ήταν ή δεν ήταν δωσίλογοι αποτελεί ένα ερώτημα πολιτικό και, στην πραγματικότητα, έτσι τοποθετημένο δεν προσφέρει τίποτε στην ιστορική γνώση. Είναι, αναμφίβολα, πολύ πιο γόνιμο το ερώτημα για τα κίνητρα και τις διαδικασίες που οδήγησαν συγκεκριμένους ανθρώπους, σε συγκεκριμένες συνθήκες, να πάρουν τη μία ή την άλλη απόφαση, να ταχθούν με τη μία ή την άλλη πλευρά.
Εδώ, σε σχέση με αυτά τα ερωτήματα, η μελέτη του Β. Καλογρηά συμπληρώνει σε μεγάλο βαθμό τις γνώσεις μας για τις αντικομμουνιστικές οργανώσεις στο χώρο της Βόρειας Ελλάδας, που αποδεικνύεται η γεωγραφική περιοχή στην οποία η μελέτη της δεκαετίας του 1940 έχει διερευνήσει πτυχές (ένοπλη συνεργασία, ρόλος των μειονοτήτων, γερμανική πολιτική αντιποίνων κ.λπ.) που για άλλα διαμερίσματα της χώρας παραμένουν ακόμη στο ημίφως της έρευνας – το γιατί συμβαίνει αυτό είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ερώτημα, εκφεύγει όμως των πλαισίων μιας βιβλιοκρισίας…
Ο Β. Καλογρηάς χωρίζει τη μελέτη του σε δύο μεγάλα μέρη. Παρουσιάζει αρχικά τις συνθήκες και το καθεστώς της ξένης κατοχής, την τριχοτόμηση της χώρας και τις απόπειρες είτε προσάρτησης (της Αν. Μακεδονίας και της Θράκης από τη Βουλγαρία) είτε αυτονόμησης εδαφών με όργανο γλωσσικές ή εθνοτικές μειονότητες (από την Ιταλία, που επιχείρησε να δημιουργήσει το «Πριγκηπάτο της Πίνδου» και υποδαύλιζε τις κινήσεις των σλαβόφωνων αυτονομιστών). Στη συνέχεια, καταπιάνεται με αυτό που ονομάζει «αμφιλεγόμενη αντίσταση», πρωταγωνιστές της οποίας, στο μακεδονικό χώρο, θεωρεί, αφενός, τον Γενικό Επιθεωρητή Νομαρχιών Αθ. Χρυσοχόου και, αφετέρου, τους Υπερασπιστές Βορείου Ελλάδος (ΥΒΕ), οργάνωση αξιωματικών που μετεξελίχθηκε αργότερα στην ΠΑΟ (Πανελλήνια Απελευθερωτική Οργάνωση).
Τέλος, στο χώρο της «απρόθυμης συνεργασίας», όπως την αποκαλεί, «πρωταγωνιστής» είναι ο ΕΕΣ (Εθνικός Ελληνικός Στρατός) των τουρκόφωνων Πόντιων οπλαρχηγών, που εξοπλίστηκαν από τους Γερμανούς προκειμένου να προστατέψουν τα χωριά τους από τις επιθέσεις του ΕΛΑΣ και στη συνέχεια να λειτουργήσουν ως επικουρικά αστυνομικά σώματα στο πλευρό της Βέρμαχτ.
Μέσα από την έρευνά του, ο Β. Καλογρηάς επικυρώνει με καινούργια στοιχεία πορίσματα τα οποία, τις τελευταίες δύο δεκαετίες, έχουν αρχίσει να γίνονται ευρύτερα αποδεκτά, όπως η μαζικότητα του φαινομένου της ένοπλης συνεργασίας με τους Γερμανούς, ο αντικομμουνιστικός και όχι εθνικοσοσιαλιστικός προσανατολισμός της (ο «ένοπλος δωσιλογισμός» μαζικοποιείται στα τέλη της Κατοχής, όταν η επικράτηση του ΚΚΕ θεωρείται επικείμενη) ή η διαπλοκή του μειονοτικού ζητήματος με τις εμφύλιες συγκρούσεις της Κατοχής. Γίνεται, έτσι, ένα απαραίτητο συμπλήρωμα (ειδικά σε ό,τι αφορά την ΠΑΟ) του corpus των ερευνών για τον βορειοελλαδικό χώρο, πλάι στα βιβλία των Στρ. Δορδανά για τους δωσίλογους της Θεσσαλονίκης ή τα γερμανικά αντίποινα, του Τ. Χατζηαναστασίου για την Αν. Μακεδονία-Θράκη και το σώμα του Αντών Τσαούς, του Β. Τζούκα για την Ήπειρο και τον ΕΔΕΣ, αλλά και του Ευ. Χατζηβασιλείου για την ΠΕΑΝ και τις αστικές οργανώσεις της Αθήνας ή του Μ. Χαραλαμπίδη για τις συγκρούσεις ΕΛΑΣ – Ταγμάτων Ασφαλείας στις ανατολικές συνοικίες της και του Ι. Χανδρινού για την ΟΠΛΑ.
Αν και ο συγγραφέας αποτυπώνει τη δυναμική της σύγκρουσης, σημαντικό ρόλο στην οποία έπαιξε η βούληση του ΕΛΑΣ να μονοπωλήσει την ένοπλη αντίσταση, δηλαδή την εξουσία, και επιδιώκει να κατανοήσει και να ερμηνεύσει τα κίνητρα που οδήγησαν τα μέλη των αντικομμουνιστικών οργανώσεων σε συγκεκριμένες αποφάσεις (οι οποίες δεν ήταν οι ίδιες για όλους, βλ. π.χ. ΠΑΟ), δεν φαίνεται να κάνει το ίδιο για το ΚΚΕ. Ενώ απέναντι στο κομμουνιστικό κόμμα και τις ένοπλες οργανώσεις του δείχνει μια μάλλον άκαμπτη και αυστηρή στάση, καταλήγει να αποδίδει «πατριωτική» διάθεση στον ΕΕΣ (επιλογικά αποκαλεί τη δράση του «“πατριωτική” μορφή ένοπλης συνεργασίας»…), καθώς και «αντιπολιτευτική» (απέναντι στους Γερμανούς) διάθεση στην κυβέρνηση Τσολάκογλου…
Ασφαλώς κανείς δεν απαιτεί από τους ιστορικούς να κάνουν την έρευνα και να συντάσσουν τα πορίσματά τους με ηθικά κριτήρια, ούτε μπορεί να τους αποδώσει ευθύνη για τη χρήση αυτών των πορισμάτων στο χώρο της δημόσιας ιστορίας –κάτι τέτοιο θα συνιστούσε αυτολογοκρισία.
Όμως δεν μπορεί παρά να υιοθετεί, εντέλει, μια ηθική στάση, να ελέγχει ο ίδιος το υλικό του υπό το φως ενός ηθικού προτάγματος, πολύ περισσότερο σήμερα, που οι καιροί είναι «πονηροί» και οι επίγονοι των ναζί σπεύδουν να αναζητήσουν τους εγχώριους ιδεολογικούς προγόνους τους στα Τάγματα Ασφαλείας… Διότι όσοι επέλεξαν το «μικρότερο κακό» προκειμένου να αντιμετωπίσουν αυτό που θεωρούσαν «μείζον» (οι αντικομμουνιστές ένοπλοι προκειμένου να αντιμετωπίσουν το ΚΚΕ), το έκαναν συνεργαζόμενοι εν γνώσει τους με τον εχθρό.
Κι αυτό, όσο κι αν γίνεται κατανοητό ως διαδικασία, δεν μπορεί ποτέ να τους κάνει «άξιους της πατρίδας», ακόμα κι αν οι ίδιοι κατάφεραν να αναβαπτισθούν στην κολυμβήθρα του Εμφυλίου και να αποφύγουν την εθνική Νέμεση.

Στρατής Αρτεμισιώτης

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!