Ερευνώντας τον κατά Ε.Β. Ριγιέ Όμηρο

Σαν τον Αχιλλέα είχες για μάνα μία θεά,
Γιατί μονάχα ημίθεος μπορεί να δει
Τα αθάνατα μέσα σε πράγματα θνητά.
Την τρομαγμένη μακρινή έκπληξη στο πέταγμα του κόρακα
Ή το φεγγαρόφωτο
Για πάντα απιθωμένο σ’ ένα δέντρο.

Σ’ αγκαθερά χωράφια, των σιτηρών τα φαντάσματα
Είναι τα σημαντικά τα πνεύματα που ξεχωρίζει η φαντασία.
Τίποτα δεν πεθαίνει. Δεν υπάρχουν κενά
Διαστήματα στα ολοκάθαρα θερισμένα χωράφια.

Ανθρώπινη αδυναμία δεν ήταν σαν έριξες
Μπρούμυτα το κορμί σου πάνω σ’ αυλάκι σπαρμένο λάχανα –
Με ραγισμένη την καρδιά όπως του Πρίαμου για του Έκτορα
το ρήμαγμα.
Δεν ήξερες γιατί έκλαιγες.
Αυτή ήταν του χαμού του η νύχτα –
Η πιο θαυμαστή κι η πιο φρικτή
Οκτωβριανή βραδιά κοντά σε κείνα τα λάχανα.

Η ακτινοβόλα ένταση
Από το Φαρ Φηλντ Ροκ – αργότερα την αρνήθηκες –
Ήταν ο ημίθεος που ’βλεπε τ’αδέρφια τα ετεροθαλή
Να χωρατεύουν στη θρυλική αυτή βουνοπλαγιά.

Μονοπάτι στου καναλιού την όχθη

Όχθες όλο ερωτοφυλλωσιές και πράσινα νερά του καναλιού
Που ξεχειλίζουν λύτρωση για μένα και το θέλημα
Να κάνω του Θεού, να κυλιέμαι στο συνηθισμένο, στο «μπανάλ»,
Να μεγαλώνω με τη φύση ξανά, όπως και παλαιά μεγάλωνα.
Το λαμπερό ραβδί παγιδεύεται, το αεράκι προσθέτει ένα τρίτο

Πρόσωπο στο ζευγάρι που φιλιέται σε παλιό παγκάκι,

Και ένα πουλάκι να μαζεύει υλικά για τη φωλιά του Λόγου

Εύγλωττα καινούργιου,
αφημένου στον δικό του παραληρούντα ρυθμό.
Ω άφθαρτε κόσμε, μάγεψέ με, αιχμαλώτισέ με σ’ ένα δίκτυ
Από χλόη θρυλική και αιώνιες φωνές πλάι σε μίαν οξυά
Θρέψε των αισθήσεών μου την χαίνουσα ανάγκηδώσε μου
Το αυτοσχέδιο κέφι να προσευχηθώ, λυτός, με λόγο ξέχειλο,
Γιατί αυτή η ψυχή χρειάζεται τιμές με καινούργιο ντύμα,
πλεγμένο
Από πράσινα και γαλάζια υλικά και αναπόδεικτα επιχειρήματα.

Μετάφραση: Άμυ Μιμς

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!