Του Γιώργου Λιερού
Η τραγωδία στην Ευρωζώνη, σήμερα, είναι η αίσθηση παραίτησης που επικρατεί, όπου τα κατεστημένα κόμματα της Κεντροαριστεράς και της Κεντροδεξιάς αφήνουν την Ευρώπη να κυλήσει σ’ ένα οικονομικό «πυρηνικό χειμώνα». Κατά μία έννοια είναι τραγικό, αλλά μόνο κόμματα της ριζοσπαστικής Αριστεράς μπορούν να στηρίξουν αξιόλογες στρατηγικές, όπως αναδιοργάνωση χρέους.
Η άνοδος των Podemos δείχνει ότι υπάρχει μεγάλη ζήτηση για εναλλακτική στρατηγική. Αν δεν αλλάξουν θέσεις τα καθιερωμένα κόμματα, θα δημιουργηθεί μεγάλο κενό για να καλύψουν οι Podemos και ΣΥΡΙΖΑ.
Financial Times, Wolfgang Munchau 29/11/2014
Κυριακή βράδυ, 25 Ιανουαρίου, κέντρο Αθήνας. Χιλιάδες άνθρωποι γιορτάζουν τη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. 18 Οκτωβρίου 1981, 34 χρόνια πριν, εκλογική νίκη του ΠΑΣΟΚ: πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι έχουν ξεχυθεί στους δρόμους. Σε κάθε πόλη, σε ολόκληρη τη χώρα, όχι μόνο οι φίλοι του ΠΑΣΟΚ αλλά όλη η Αριστερά, ακόμα και οι αυτόνομοι και αντιεξουσιαστές, θα γιορτάσουν μέχρι το πρωί. Η κυβερνητική αλλαγή του 1981, το κορύφωμα μιας πλούσιας πολιτικής ζωής, ερχόταν στη συνέχεια των κινημάτων της μεταπολίτευσης, του φοιτητικού, του εργατικού και επίσης εκείνου του εργοστασιακού συνδικαλισμού. Το ΠΑΣΟΚ τότε δεν ήταν εκείνο του Σημίτη, του Γ. Παπανδρέου και του Βενιζέλου. Ενώ διαρκούσε ακόμη ο ψυχρός πόλεμος, πρέσβευε την έξοδο της Ελλάδας από το ΝΑΤΟ και την ΕΟΚ. Διαχωριζόταν ρητά από τη Σοσιαλιστική Διεθνή, υποστήριζε την αυτοδιαχείριση, τους αγροτοβιομηχανικούς συνεταιρισμούς, τα «συμβούλια», απολάμβανε μεγάλο κύρος μεταξύ των εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων όλου του κόσμου. Ενώ στους κόλπους του συζητιόταν ο ένοπλος αγώνας, η συνταγματική κατοχύρωση του σοσιαλιστικού προσανατολισμού κ.ά.
Μέχρι το 1989 ο ριζοσπαστισμός του ΠΑΣΟΚ, της Αριστεράς που για πρώτη φορά ανέλαβε στη χώρα την κυβερνητική εξουσία, είχε εξαντληθεί.
Ποιο ήταν το πραγματικό επίδικο στο εγχείρημα του ΠΑΣΟΚ όπως και σε εκείνο που ανέλαβε την ίδια εποχή η Ενωμένη Αριστερά (Σοσιαλιστικό Κόμμα, ΚΚΓ) στη Γαλλία; Επρόκειτο για μια τελευταία απόπειρα ανανέωσης-διάσωσης του σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου, μεσούσης της νεοφιλελεύθερης επίθεσης και ενώ είχε δρομολογηθεί η παγκοσμιοποίηση και οι ρωγμές από τη μία των σοσιαλιστικών καθεστώτων και από την άλλη των μαζικών κομμάτων, συνδικάτων και του κράτους πρόνοιας -δηλαδή των στυλοβατών του μεταπολεμικού κόσμου- πολλαπλασιάζονταν και βάθαιναν με αυξανόμενη ταχύτητα. Μια ολόκληρη εποχή έφευγε. Στην πραγματικότητα στην Ελλάδα και στη Γαλλία με τη ριζοσπαστικοποίηση του προγραμματικού λόγου προσπαθούσαν να διασώσουν το σοσιαλδημοκρατικό συμβόλαιο υπερβαίνοντάς το.
Τα εγχειρήματα αυτά απέτυχαν. Στην Ελλάδα, υπό την ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ, θα επιβίωνε για μερικές δεκαετίες ένας συνασπισμός συμφερόντων και κοινωνικών ομάδων (πολιτικά πελατειακά δίκτυα, κρατικοδίαιτη ολιγαρχία του πλούτου, ΜΜΕ, συνδικαλιστική γραφειοκρατία κ.ά.) αξιοποιώντας τις προσφερόμενες ευκαιρίες στα διάκενα του νεοφιλελεύθερου κόσμου (δανεισμός, ευρωπαϊκά κονδύλια κ.ά.). Το εξαιρετικά ασταθές αυτό οικοδόμημα κατέρρευσε με βίαιο τρόπο, μετά την παγκόσμια οικονομική κρίση του 2008. Εν τω μεταξύ είχε ακυρώσει κάθε δυνατότητα που θα επέτρεπε στην οικονομία της χώρας να είναι στοιχειωδώς βιώσιμη στο νέο περιβάλλον. Και δεν ήταν μόνο η υπερχρέωση. Η είσοδος στην Ευρωζώνη ήταν εντελώς αναντίστοιχη με τον παραγωγικό δυναμισμό της χώρας. Σημειώθηκε πλήρης αποτυχία στη διάσωση του παραγωγικού ιστού στο δευτερογενή αλλά και στον πρωτογενή τομέα. Στην Ελλάδα, όλα αυτά τα χρόνια, δεν είχαμε κάτι σαν την άνθιση της Καταλονίας ή της Τρίτης Ιταλίας (οικονομικά γεγονότα που εν μέρει οφείλονται στην Αριστερά και ατα κινήματα) αν και βέβαια ως χώρα δεν είχαμε ποτέ τη βιομηχανική ή την αστική παράδοση της Καταλονίας και της Ιταλίας. Στο πλαίσιο της σοσιαλδημοκρατίας, η εναλλακτική απάντηση σ’ εκείνη που δόθηκε στην Ελλάδα και στη Γαλλία, στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ήταν ο σοσιαλφιλελευθερισμός που ξεκίνησε με τους Νέους Εργατικούς του Τόνι Μπλερ και τον Τρίτο Δρόμο και επρόκειτο να επικρατήσει πλήρως τις επόμενες δεκαετίες, ακόμα και μεταξύ των ελπιδοφόρων κάποτε κόμματων των πρασίνων. Όμως, ο πολύ πιο ρεαλιστικός σοσιαλφιλελευθερισμός εξόκειλε, τείνοντας να ταυτιστεί με τη νεοφιλελεύθερη Δεξιά και προκαλώντας έτσι σήμερα μια επικίνδυνη δομική ανισορροπία στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σήμερα, εκδηλώνονται φυγόκεντρες τάσης κάθε είδους, βαθαίνει η αντίθεση Βορρά-Νότου, οξύνεται η σύγκρουση ανάμεσα σε «εθνικές» οικονομίες, επιταχύνεται η κατά τμήματα διάλυση του κοινωνικού ιστού, ενώ είναι φανερή η αδυναμία διαχείρισης των κοινωνικών συγκρούσεων. Η οικονομική ύφεση, η στασιμότητα, η υπερχρέωση κ.ά. αντιστοιχούν στις αυξανόμενες αδυναμίες της ευρωπαϊκής «αγοράς», η οποία όπως κάθε αγορά είναι δημόσιος θεσμός και ως εκ τούτου κατασκευάζεται πολιτικά. Βέβαια η ενσωμάτωση των «εθνικών» οικονομιών σε μια ευρωπαϊκή οικονομία δεν μπορεί να είναι πλήρης και χωρίς υπόλοιπα ώστε να δώσει έναν ομοιογενή χώρο. Οι εθνικές/εθνοτικές ιεραρχίες, η εξάρθρωση ή καλύτερα η ανηλεής κατάτμηση σε ζώνες αποτελούν δομικά χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού. Όμως ο ανασυνδιασμός των ζωνών αυτών και των κάθε λογής θραυσμάτων είναι ένα πολύ κρίσιμο ηγεμονικό εγχείρημα και η απουσία ενός φορέα, ικανού να το αναλάβει, αποτελεί ένα πραγματικό συστημικό κίνδυνο για την (καπιταλιστική) Ευρώπη.
Εν τω μεταξύ στην Ελλάδα, η άνοδος της Αριστεράς στην εξουσία (του ΣΥΡΙΖΑ) ήταν η μόνη δυνατή απάντηση της κοινωνίας με δεδομένη τη διπλή αποτυχία των κινημάτων των τελευταίων χρόνων: απέτυχαν εν πολλοίς να κερδίσουν πολιτικές νίκες απέναντι στο κράτος, απέτυχαν να βαθύνουν το κοινωνικό τους περιεχόμενο. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι επρόκειτο για κοινωνικό-πολιτικά κινήματα με το βάρος να πέφτει σχεδόν μονομερώς στο πολιτικό στοιχείο. Σήμερα η ελληνική ενδογενής δυναμική συμπίπτει με την αυξανόμενη κατανόηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο των σοβαρών κινδύνων που συνεπάγεται η απουσία ευρωπαϊκής εναλλακτικής στρατηγικής η οποία να αφορά το σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης˙ κινδύνων που επισημαίνει γλαφυρά και μαζί σε δραματικούς τόνους ο Wolfgang Munchau στους Financial Times. Αυτή, ακριβώς, η σύμπτωση είναι «η ευρωπαϊκή ώρα της Ελλάδας» για την οποία μιλάει ο Αντώνης Λιάκος. Η μεγάλη ευκαιρία του ΣΥΡΙΖΑ (αλλά και ο χειρότερος κίνδυνος εάν δεν τον ευνοήσει η συγκυρία) είναι η δυνατότητα του να αναστρέψει τις διαδικασίες οικοδόμησης της λεγόμενης «γερμανικής Ευρώπης» και να δρομολογήσει τη συγκρότηση εναλλακτικών ηγεμονικών συνασπισμών γύρω από ένα νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» στη θέση του παλιού σοσιαλδημοκρατικού, ο καιρός του οποίου έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Το νέο «κοινωνικό συμβόλαιο» πρωτοδιατυπώθηκε στη Λατινική Αμερική, μέσα από τη σχέση των κυβερνήσεων της Αριστεράς με τα κοινωνικά κινήματα. Μια επόμενη φάση ήταν η προεδρία Ομπάμα με όλη της την αντιφατικότητα και τώρα ήρθε η ώρα του ΣΥΡΙΖΑ και του Podemos.
Και παια θέση έχει σ’ αυτό το εγχείρημα ο σοσιαλισμός, η γενικευμένη αυτοδιαχείριση, η άμεση δημοκρατία κ.ά.;
Πολλοί διανοούμενοι (οι Χαρντ και Νέγκρι αλλά και με μία έννοια ο Ζίζεκ, ο Λακλάου κ.ά.) υιοθετούν το σχήμα μιας «διαζευκτικής σύνθεσης» ανάμεσα στα κοινωνικά κινήματα και την κυβερνώσα Αριστερά. Τα κοινωνικά κινήματα μπορούν να πειραματίζονται με την άμεση δημοκρατία και την αλληλέγγυα και συνεργατική οικονομία στις «ρωγμές» και να αφήνουν τα υπόλοιπα στους «πολιτικούς ακτιβιστές» (η τελευταία φράση είναι του Ντε Άντζελις).
Το αντικαπιταλιστικό εγχείρημα θα διαδραματιστεί -κατά το μεγαλύτερο μέρος- πέραν του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό το εγχείρημα δεν μπορεί όμως πλέον να διατυπωθεί με τους όρους του κράτους πρόνοιας, του μαζικού κόμματος και συνδικάτου, δηλαδή με τους όρους που γέννησε μια προηγούμενη περίοδος του καπιταλισμού. Από αυτή τη σκοπιά η αντιπολίτευση του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προς τον ΣΥΡΙΖΑ έρχεται από μια άλλη εποχή την οποία δεν έχουμε λόγους να νοσταλγούμε. Οι καινούργιοι όροι θα αναδειχθούν και αναδεικνύονται ήδη μέσα από την κοινωνία, ο αντικαπιταλιστικός δρόμος θα διανοιχθεί μέσα από τις τρέχουσες πολιτικοκοινωνικές μάχες στις οποίες και καλούμαστε να πάρουμε μέρος. Αυτό που πρέπει, όμως, να τονίσουμε με τον πιο κατηγορηματικό και ξεκάθαρο τρόπο είναι ότι δεν μπορούμε να στριμώξουμε τα όνειρα, τις ουτοπίες και τα κοινωνικά μας οράματα στις «ρωγμές», ότι δεν μπορούμε να χάσουμε από τα μάτια μας τον ορίζοντα μιας ανθρωπότητας -μιας ολόκληρης ανθρωπότητας- που να είναι απαλλαγμένη από το κράτος και το κεφάλαιο.