Ως κύκνειο άσμα χαρακτήρισαν διάφοροι συστημικοί αναλυτές την 8η πανεθνική κινητοποίηση των Κίτρινων Γιλέκων το περασμένο Σάββατο – το πρώτο του 2019. Χαρακτηρισμός που δύσκολα κρύβει τη δυσφορία τους για τη διάψευσή τους (εκτιμούσαν ότι το αυθόρμητο κίνημα διαμαρτυρίας δεν θα «βγάλει» τις γιορτές), και ταυτόχρονα την προσδοκία τους να απαλλαγούν σύντομα από την ενοχλητική εισβολή των πληβείων στην καθημερινότητά τους. Κι ενώ η πράγματι πρωτοφανής αντοχή του κινήματος εντυπωσιάζει εχθρούς και φίλους, η εντελώς απονομιμοποιημένη πια εξουσία παίρνει τα μέτρα της – όπως και όσο μπορεί. Μέτρα που φαίνονται αντιφατικά εκ πρώτης όψεως, αφού συνδυάζουν από τη μια την περιφρόνηση και την καταστολή των διαμαρτυρόμενων κι από την άλλη τις υποσχέσεις για παροχές και την πρόσκληση σε διάλογο.
Τα μέτρα αυτά υπηρετούν μια ουτοπία: τη φίμωση των «από κάτω» ώστε να συνεχιστεί το πάρτι των «από πάνω». Πρόκειται για ουτοπία όχι γιατί κάποια στιγμή δεν θα σταματήσει να υπάρχει, τουλάχιστον με τη σημερινή μορφή του, το κίνημα των Κίτρινων Γιλέκων – αλλά επειδή η κοινωνική πληγή της Γαλλίας είναι βαθιά και έχει κακοφορμίσει τόσο που πια δεν κλείνει με τα παραδοσιακά γιατροσόφια. Και μόνο το γεγονός ότι «παρ’ όλα όσα» συνεχίζεται η κινητοποίηση μέχρι και σήμερα (για 9ο Σάββατο) θα έπρεπε να αρκεί για να κατανοηθεί η σοβαρότητα του προβλήματος. Όμως ο Μακρόν και οι Αντουανέτες του πνίγονται από την αλαζονεία τους κι από τον θυμό τους για τον θρασύ ξεσηκωμό των πληβείων: για «πλήθος μίσους» μίλησε ο Μακρόν και για «ανατρεπτικούς ταραξίες» ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Μπενζαμέν Γκριβό, ενώ ο πρωθυπουργός Εντουάρ Φιλίπ «προειδοποίησε» ότι σήμερα θα βρίσκονται επί ποδός πολέμου πάνω από 80.000 αστυνομικοί και χωροφύλακες.
Όργιο βίας και απόπειρες εξαγοράς
Οι ελίτ ανυπομονούν να ξεμπερδεύουν με όλους αυτούς και να ανακτήσουν μια έστω και προσχηματική νομιμοποίηση, γι’ αυτό και παρατάσσουν όλο τους το οπλοστάσιο. Πρώτα-πρώτα την καταστολή: ετοιμάζονται νέοι νόμοι περιορισμού των διαδηλώσεων, φακελώματος και προληπτικής κράτησης των διαδηλωτών (καλά που δεν βγήκε η Λεπέν και σώθηκαν οι δημοκρατικές ελευθερίες!), πραγματοποιούνται χιλιάδες συλλήψεις και πέφτουν βαριές ποινές στα αυτόφωρα (ο πρωθυπουργός μίλησε για 5.600 συλλήψεις και 1.000 καταδίκες μέχρι στιγμής), και φυσικά παρέχεται πλήρης ατιμωρησία για τα ΜΑΤ και τους ασφαλίτες που έχουν επιδοθεί σε δολοφονικό όργιο. Έπειτα συνεχίζονται και οι εκστρατείες συκοφάντησης (επανήλθαν οι λάσπες περί «ακροδεξιών» ή, στην… καλύτερη περίπτωση, περί «σύμπραξης των δύο άκρων») και εξαγοράς – χωρίς να μπορούν όμως να διαπεράσουν τον όγκο των διαμαρτυρόμενων, ακόμη κι όταν εξαγοράζονται εκπρόσωποί τους.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν τα αποκαλυπτήρια των λεγόμενων Ελεύθερων Κίτρινων Γιλέκων, δηλαδή κάποιων «μετριοπαθών» που κυνηγήθηκαν από τον κόσμο τον περασμένο μήνα, και τώρα ανακοίνωσαν ότι ετοιμάζονται να φτιάξουν πολιτικό κόμμα με στόχο «την καταπολέμηση της βίας και την υπεράσπιση των θεσμών της Δημοκρατίας μας»! Μια παρόμοια κίνηση εκδηλώθηκε και στη Μασσαλία, όπου κάποιοι αυτόκλητοι «εκπρόσωποι» των Κίτρινων Γιλέκων πραγματοποίησαν συνάντηση στα γραφεία της εφημερίδας του γνωστού και μη εξαιρετέου «επιχειρηματία» Μπερνάρ Ταπί με στόχο… τη δημιουργία κόμματος που θα συμμετάσχει στις ευρωεκλογές. Το φιλόδοξο εγχείρημα έληξε άδοξα όταν μαθεύτηκε ενώ βρισκόταν σε εξέλιξη, με εκατοντάδες Κίτρινα Γιλέκα να συγκεντρώνονται έξω από τα γραφεία της εφημερίδας φωνάζοντας «Δωσίλογοι!» και τα ΜΑΤ να σπεύδουν να προστατεύσουν τους «εκπροσώπους».
Πεζοδρόμιο ή διάλογος
Η συστημική προπαγάνδα εναντίον των εξεγερμένων πληβείων φυσικά συνεχίζεται ακάθεκτη, με πρωταγωνιστές τα δημόσια ΜΜΕ και το μεγάλο ιδιωτικό ειδησεογραφικό κανάλι BFM – τα πρώτα με πιο συγκρατημένο τρόπο, το δε BFM, που απηχεί τις δυνάμεις της… ελεύθερης αγοράς, με απροκάλυπτα εχθρικά ρεπορτάζ. Και τα δύο έχουν εύλογα γίνει στόχοι των Κίτρινων Γιλέκων: χαρακτηριστικά, το περασμένο Σάββατο χιλιάδες διαδηλωτές αποσπάστηκαν από την κύρια διαδήλωση στο κέντρο του Παρισιού και περικύκλωσαν τα γραφεία του Γαλλικού Πρακτορείου Ειδήσεων (AFP) αποκαλώντας τους δημοσιογράφους του πουλημένους. Η προπαγάνδα για «πλήγμα στην οικονομία και τον τουρισμό» βρίσκει απήχηση μονάχα στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Ακόμη και το στημένο γκάλοπ του μεροληπτικού BFM δεν μπορεί να το κρύψει: σύμφωνα με αυτό, το 60% των Γάλλων υποστηρίζει τα Κίτρινα Γιλέκα, και το 51% επιθυμεί τη συνέχιση των κινητοποιήσεων.
Την ίδια στιγμή ο Μακρόν καλεί τα Κίτρινα Γιλέκα να αδειάσουν τους δρόμους και να προσέλθουν στον «Μεγάλο Εθνικό Διάλογο», ενώ οι διαμαρτυρόμενοι στη συντριπτική πλειοψηφία τους δηλώνουν ότι δεν επιθυμούν να πάρουν μέρος στην «κοροϊδία». Ακόμη και ο μισθός της Σαντάλ Ζουανό, πρώην υπουργού του Σαρκοζί που ορίστηκε από τον Μακρόν υπεύθυνη του διαλόγου, θεωρείται δικαίως πρόκληση από τα Κίτρινα Γιλέκα: «Τι και πώς να συζητήσουμε με κάποια που αμείβεται ετησίως με 177.000 ευρώ;» αναρωτιόταν ένας διαδηλωτής το περασμένο Σάββατο, προσθέτοντας: «Νομίζουν ότι είμαστε ζητιάνοι. Αλλά δεν ζητάμε ελεημοσύνη, δικαιοσύνη ζητάμε». Η απάντηση της Ζουανό ήταν ενδεικτική της υπεροψίας των ελίτ και των υψηλόβαθμων αξιωματούχων τους: «Σε τελική ανάλυση, εάν αυτοί οι άνθρωποι θέλουν να αλλάξουν τον μισθό μου, ας καταθέσουν μια πρόταση στον διάλογο», είπε μιλώντας στον ραδιοσταθμό France-info. Πάλι καλά που δεν τους πρότεινε, αφού δεν έχουν ψωμί, να φάνε παντεσπάνι…
Πρόσωπο των ημερών στη Γαλλία ο Κριστόφ Ντέτινγκερ (αριστερά), ένας πρώην μποξέρ που μόνος του απώθησε μια διμοιρία γαλλικών ΜΑΤ την ώρα που χτυπούσαν διαδηλωτές. «Βίωσα την καταστολή, τα δακρυγόνα, είδα την αστυνομία να τραυματίζει πολίτες με πλαστικά σφαιρίδια. Θύμωσα. Αυτό που ξεχείλισε το ποτήρι ήταν ότι μπροστά μου ένας αστυνομικός χτυπούσε με το γκλομπ του μια γυναίκα πεσμένη κάτω. Ναι, δεν έπρεπε να χτυπήσω τους αστυνομικούς. Αλλά θα ήταν σαν να παρατηρώ απαθής δέκα άτομα να χτυπούν μια γυναίκα στο μετρό» είπε μετά την αυτόβουλη παράδοσή του αυτός ο δημοτικός υπάλληλος και πατέρας δύο παιδιών που είχε πάει με τη γυναίκα του στη διαδήλωση. Μετά την προφυλάκιση του Ντέτινγκερ, η γυναίκα για την οποία μιλούσε (δεξιά) παρουσιάστηκε στην Εισαγγελία, όπου κατέθεσε μήνυση κατά των αστυνομικών και δήλωσε: «Ήμουν πεσμένη στο έδαφος και ένας αστυνομικός με χτυπούσε στο στήθος. Δεν μπορούσα να αναπνεύσω διότι πάσχω από καρκίνο στο στήθος. Ο κατηγορούμενος πέταξε τον αστυνομικό από πάνω μου. Μου έσωσε τη ζωή»… Η οικογένεια του Ντέτινγκερ άνοιξε λογαριασμό αλληλεγγύης, στον οποίο συγκεντρώθηκαν πάνω από 120.000 ευρώ μέσα σε 24 ώρες. Το γεγονός προκάλεσε σοκ στο κατεστημένο: ο πρωθυπουργός Εντουάρ Φιλίπ εξανέστη διότι «υπάρχουν χιλιάδες πολίτες που προτιμούν να ενισχύουν οικονομικά έναν εγκληματία αντί να πληρώνουν τους φόρους τους», ο δε στρατηγός Ρισάρ Λιζουρέ, διοικητής της Χωροφυλακής, δήλωσε «προσωπικά συντετριμμένος, διότι τόσο πολλοί άνθρωποι υποστηρίζουν τη βία εναντίον μας, ενώ εδώ και εβδομάδες προστατεύουμε τους συμπολίτες μας»… Μέσα σε λιγότερο από 48 ώρες, ο λογαριασμός αλληλεγγύης έκλεισε με άνωθεν εντολές. Αυτό που παρέμεινε ανοιχτό, και βαθαίνει, είναι το χάσμα μεταξύ των από πάνω, που κάνουν ότι δεν καταλαβαίνουν, και των από κάτω, που καταλαβαίνουν πολύ καλά πια.