Δήλωση παραίτησης από την Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ
Το χρονικό μιας συντριπτικής ήττας δεν διαμορφώνεται τις τελευταίες ημέρες ενός ιστορικού κύκλου, πολλώ μάλλον τις δραματικές τελευταίες 17 ώρες πριν την παράδοση.
Το χρονικό της πορείας προς την ήττα είναι μακρύ, ξεκινάει από καιρό και κανένα περιθώριο διαφυγής δεν υπάρχει σε όσους ισχυρίζονται ότι δεν υπήρξαν σταθερές, διαρκείς και επίμονες προειδοποιήσεις για την έλευση και το μέγεθος του κινδύνου.
Αιτιολογώντας την παραίτησή μου από την Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ, αισθάνομαι την ανάγκη, πριν από κάθε τι άλλο, να ζητήσω συγγνώμη από όλες τις συντρόφισσες και τους συντρόφους, αλλά και τον τελικό κριτή μας, τον ελληνικό λαό, για τις αρνητικές πράξεις ή παραλείψεις μου, που δυστυχώς δεν μπορώ πια να αποκαταστήσω.
Η σοβαρότητα της κατάστασης με αναγκάζει, όμως, να μην βάλω τελεία εδώ, αλλά να υπερασπιστώ την άποψή μου ότι η πρόσκρουση στα βράχια δεν ήταν μοιραία και ότι πολλοί σύντροφοι εξακολουθητικά και -πάντα- εντός των καταστατικών ορίων, θέσαμε εμφαντικά: το ζήτημα δημοκρατικής λειτουργίας του κόμματος και ιδιαίτερα μετά τη συνειδητή επιλογή εξάλειψης της χλωρίδας και της πανίδας που, συνεδριακά, επεβλήθη, την αναγκαιότητα της σύνδεσης της ηθικής με την πολιτική, την ανάγκη εγκατάλειψης των αυταπατών για το ρόλο του ευρωπαϊκού ιερατείου, την ανάγκη συνειδητοποίησης της γεωπολιτικής μας θέσης και των υπαρκτών εθνικών κινδύνων, την αναγκαιότητα στροφής στην υπευθυνότητα και στην παραγωγή απτού έργου, την αντιμετώπιση της αποδεδειγμένης ανεπάρκειάς μας σε μια σειρά ζητήματα και, τέλος, την κατοχύρωση της αξιοκρατίας ως μη διαπραγματεύσιμου όρου, τόσο στην κοινωνία όσο και στο κόμμα.
Είναι, άραγε, αλήθεια ότι όλα τα παραπάνω είχανε τεθεί; Απαντώ: Απολύτως και θα σταθώ σε 2-3 μόνο προσωπικά παραδείγματα.
Τον Αύγουστο του 2013, σε συνέντευξή μου στην Ελευθεροτυπία επεσήμανα με αφορμή τα όσα στο Ιδρυτικό μας Συνέδριο διαδραματίστηκαν, ότι:
«Τα κυρίαρχα μπλοκ επέβαλαν, τελικά, μέσω της πλειοψηφίας την πολιτική τους βούληση, τόσο σε επίπεδο καταστατικών αρχών και πολιτικών θέσεων όσο και σε επίπεδο εκπροσώπησης, χωρίς ως φαίνεται να συνειδητοποιούν ότι η ενέργειά τους αυτή επανέφερε ώς ένα βαθμό τον ΣΥΡΙΖΑ στο ancien regime. Υπάρχει σοβαρό πρόβλημα».
Και στο ίδιο ζήτημα επανήλθα θέτοντάς το στα όργανα του κόμματος και εμμένοντας εμφαντικά στην Κ.Ε. στις 21/7/2014 ότι: «Η πραγματικότητα στον ΣΥΡΙΖΑ μετά το Συνέδριο, αποτυπώνει την κατίσχυση του τακτικού στρατού 2-4% επί του 23% των άτακτων πολιτικών μεταναστών και προσφύγων».
Τα πράγματα, φυσικά, δεν άλλαξαν και η εξακολουθητικά ανακόλουθη με τις αρχές μας πορεία, με ανάγκασε, ως έσχατο μέσο, να καταγγείλω το πασίδηλο γεγονός με δήλωσή μου στην Κ.Ε. στις 23-24/5/2015 αναφέροντας:
«Ως μέλος του κόμματος που σέβεται τις διαδικασίες και τις έχει υπηρετήσει πιστά, θέλω να διατυπώσω με κάθε ειλικρίνεια το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος του κόμματος έχει μείνει έξω από την χάραξη της ασκούμενης πολιτικής και τη διαχείρισή της. Αλλά μαζί με αυτό έχει μείνει έξω και η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών που μας ψήφισαν. Πεποίθησή μου είναι πως ένα μικρό τμήμα του παλιού 4%, συμπεριφέρεται ως ιδιοκτήτης του 37% και της κυβέρνησης ολόκληρης.
Εδώ δεν πρόκειται για κάποια απόκλιση. Εδώ βλέπουμε τη διαχείριση της χώρας να την ασκεί μια μικρή ομάδα, που μπορεί να μην έχει κακές προθέσεις, αλλά καθημερινά επιβεβαιώνει την έλλειψη στοιχειώδους προετοιμασίας της, τις κραυγαλέες σε σχέση με την υπαρκτή πραγματικότητα αντιφάσεις της, αλλά και την εμφανή αδυναμία της ή έλλειψη βούλησης στο να εκμεταλλευτεί την πείρα, τις δυνατότητες και τη διαθέσιμη πολιτική σοφία των χιλιάδων μελών και στελεχών μας».
Όσον αφορά το δεύτερο μέγα θέμα, αυτό της καθόλου πολιτικής μας απέναντι στο ευρωπαϊκό ιερατείο και δη το ασφυκτικά δεσπόζον γερμανικό, θα σταθώ μόνο σε ένα σημείο, απόλυτα ενδεικτικό κατά τη γνώμη μου.
Στα τέλη του 2013, σε συνάντηση με τον πρόεδρο του κόμματος και νυν πρωθυπουργό, Αλέξη Τσίπρα, στο γραφείο του στην Βουλή των Ελλήνων, αναπτύσσοντάς του το πεντασέλιδο υπόμνημά μου και επιμένοντας εμφαντικά στο τι δυσκολίες θα είχε να αντιμετωπίσει μια μελλοντική κυβέρνησή μας, του είπα επί λέξει ότι:
«Το Βερολίνο είναι και θα είναι αμείλικτο στην εφαρμογή των κεντρικών του στοχεύσεων. Ότι δεν σκοπεύει να αφήσει την Αριστερά να του ξηλώσει το πουλόβερ της ευρωπαϊκής του πολιτικής και θα αντιδράσει κλείνοντας τη στρόφιγγα παροχής ρευστού, βυσσοδομώντας πολιτικά και ενεργοποιώντας, με κάθε τρόπο και μέσο, εσωτερικές δυνάμεις που εκφράζουν το στρατόπεδο της εθελοδουλίας».
Αυτό, μαζί με τα υπόλοιπα καίρια σημεία της συζήτησής μας ενσωμάτωσα σε άρθρο μου που δημοσιεύτηκε στην Αυγή στις 2/3/2014, καθιστώντας έμμεσα και το κόμμα κοινωνό της όποιας προβληματικής είχα αναπτύξει στον πρόεδρο.
Αυτά δεν αποτελούν παρά επιμέρους παραδείγματα στη σωρεία εκείνων που με πολλή διακριτικότητα και υπευθυνότητα πολλοί σύντροφοι, διαδοχικά, υπέβαλαν στον πρόεδρο και τα όργανα του κόμματος, χωρίς να εισακουστούν.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι ο κόσμος μας ψήφισε για να βελτιώσουμε τους όρους της ζωής του ως ριζοσπαστική Αριστερά που οφείλει να τον υπηρετεί και όχι ως νέο μνημονιακό κόμμα που ξεπερνάμε σε μεταμορφισμό ακόμη και τα παλιά.
Ορισμένοι νομίζουν ότι επειδή είμαστε στο τιμόνι του αεροσκάφους δεν μας ενδιαφέρουν οι επιβάτες. Αυτό, αν συμβαίνει, είναι πολιτική αεροπειρατεία. Το ερώτημα λοιπόν είναι τι κάναμε την 20ή Φεβρουαρίου, τι κάναμε την 13η Ιουλίου και αν αυτό που κάναμε ισοδυναμεί με τις λιγότερες υποχωρήσεις που έφεραν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
Εγώ, λοιπόν, λέω ότι το αποτέλεσμα είναι το χειρότερο δυνατό και αρνούμαι να το επικυρώσω καθ’ οιονδήποτε τρόπο για πολλούς λόγους, που ο κυριότερος είναι η αμφισβήτηση, από μέρους μου της πολιτικής επάρκειας του κλειστού πυρήνα της ηγετικής ομάδας (και όχι φυσικά του συνόλου των συντρόφων που στοιχήθηκαν στην απέναντι πλευρά) να διαχειριστεί ένα τόσο καθοριστικό για τη μοίρα της Ελλάδας ζήτημα.
Τα έσχατα, απαράδεκτα εσωκομματικά γεγονότα, με την κραυγαλέα απαξίωση της απόφασης των 109 μελών (από τα 201) της Κ.Ε., μιλούν από μόνα τους και δεν χρήζουν ιδιαίτερων σχολίων.
Παραιτούμενος από την Π.Γ. του ΣΥΡΙΖΑ γνωρίζω πόσο μεγάλη είναι η ευθύνη να πεις όλα τα παραπάνω, αλλά γνωρίζω, επίσης, πόσο ασυγχώρητη είναι η ευθύνη αν τα αποσιωπήσεις.
Ο λαός του «όχι», του 61%, οι λαϊκές τάξεις, η δημοκρατική, πατριωτική, διεθνιστική και ριζοσπαστική Αριστερά χάσανε μια μεγάλη μάχη.
Δεν είναι η πρώτη φορά, όπως επίσης δεν είναι και η πρώτη φορά που δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη.
Καμιά ήττα δεν είναι οριστική.
Λουκάς Αξελός