Η Χριστίνα Κάλμπαρη ξεδιπλώνει εικόνες και ιδέες. Συνέντευξη στον Κώστα Στοφόρο.

Νάνος Βαλαωρίτης, Λεία Βιτάλη, Σωτήρης Δημητρίου, Μαριάννα Κάλμπαρη, Βασίλης Κατσικονούρης, Λένα Κιτσοπούλου, Ηλίας Μαγκλίνης, Βασίλης Μαυρογεωργίου, Αμάντα Μιχαλοπούλου, Αλέξης Σταμάτης, Έρση Σωτηροπούλου, Θεόφιλος Τραμπούλης, Σώτη Τριανταφύλλου, Γιάννης Υφαντής, Θανάσης Χειμωνάς, Αργύρης Χιόνης, Κατερίνα Χρυσανθοπούλου, Χρήστος Χωμενίδης.
Δεκαοχτώ ξεχωριστοί συγγραφείς καταθέτουν τις δικές τους προσωπικές γραφές σε ένα βιβλίο που δημιουργήθηκε με αφορμή μια έκθεση. Ο καθένας γράφει μια ιστορία, ένα ποίημα, ένα διήγημα με ερέθισμα τις εικόνες από τα Παίγνια της Χριστίνας Κάλμπαρη, που παρουσιάζονται εδώ και λίγες μέρες στη γκαλερί Μπαταγιάννη.
Με αφορμή την έκθεση και την έκδοση του βιβλίου είχαμε μια συζήτηση με τη ζωγράφο.

Παίγνια. Τι κρύβεται πίσω από τον τίτλο της καινούργιας σας έκθεσης;
Το παιγνίδι αλλά και η παγίδα, η αθωότητα και η βία, αντιφατικές καταστάσεις που αναπαρίστανται σε ένα τρυφερό αλλά ταυτόχρονα στρεβλό σύμπαν. Τα υποκείμενα, παιδικές κοριτσίστικες φιγούρες χωρίς ταυτότητα, πλάσματα ευάλωτα, χωρίς πρόσωπο, σε ομάδες ή ζεύγη, μοιάζουν να παίζουν αλλά στην πραγματικότητα είναι (αυτο)παγιδευμένα, αλληλοεξαρτώμενα, αντιμέτωπα με απροσδιόριστα συμβάντα, από τα οποία δείχνουν να μην τολμούν να ξεφύγουν. Όλα αυτά συμβαίνουν σε έναν ανοίκειο «παιδότοπο», σε μια φαινομενικά παιγνιώδη συνθήκη, που αποπνέει όμως μια αόριστη απειλή.

Επιστρέφετε και πάλι στην παιδική ηλικία. Τι είναι αυτό που σας εμπνέει; Τι είναι αυτό που θέλετε να αναδείξετε;
Ανατρέχοντας στα παιδικά βιώματα προσπαθώ να εκφράσω τον παραλογισμό και τις αντιφάσεις της ανθρώπινης κατάστασης. Με ενδιαφέρει να αναδείξω τη συγκεκριμένη καμπή στη παιδική ηλικία, όπου το παιδί περνά από την άγνοια στη συναίσθηση του εαυτού του και των πραγμάτων, και έρχεται σε πρώτη συνειδητή επαφή με τον κόσμο των ενηλίκων, με σχέσεις εξουσίας, εκπαίδευση, θρησκεία, οικογενειακούς ρόλους, βίαιη προσαρμογή σε κανόνες. Αυτό που με τρομάζει και επιθυμώ να αναδείξω είναι η εικόνα μιας πραγματικότητας κατασκευασμένης από τους ενήλικες, την οποία τα παιδιά αντιλαμβάνονται ως αληθινή, και η οποία συχνά τα πλημμυρίζει ενοχές, φοβίες, ντροπή, απωθημένα, επιθετικότητα. Ως εκ τούτου, τα παιδιά τα αντιμετωπίζω στη δουλειά μου ως υποκείμενα καθηλωμένα σ’ αυτό ακριβώς το μεταίχμιο, μεταξύ αθωότητας και βίαιης κοινωνικοποίησης.

Πού διαφοροποιείται η νέα σας δουλειά, σε σχέση με το παρελθόν;
Πέρα από τη φανερή αλλαγή που είναι η χρήση του χρώματος και η έλλειψη προσώπων, με ενδιέφερε στην τωρινή δουλειά η παιγνιώδης θεματική και η έννοια της αντίφασης να μεταφερθούν και σε επίπεδο μορφής.
Σκοπός μου ήταν όταν κοιτά κανείς με μια πρώτη ματιά τις εικόνες, να έχει την αίσθηση μιας παιδικής χαρούμενης ζωγραφιάς με επαναλαμβανόμενα μοτίβα, αλλά να διαπιστώνει στην πορεία ότι αυτό που αναδύεται είναι μια αδιέξοδη κατάσταση χωρίς αίσιο τέλος.

Θα θέλατε να μας πείτε μερικά λόγια για το λογοτεχνικό-εικαστικό «πείραμα» που έγινε με αφορμή την έκθεση;
Με απασχολούσε, ανέκαθεν, η σύζευξη εικόνας-κειμένου και το τι είδους λογοτεχνικό λόγο μπορεί να γεννήσει μια εικαστική εικόνα. Σκέφτηκα, λοιπόν, να προσκαλέσω συγγραφείς να επιλέξουν μια ή περισσότερες εικόνες από την τωρινή ή την παλαιότερη δουλειά μου, στις οποίες κι εγώ αφηγούμαι έμμεσα προσωπικές «ιστορίες», προκειμένου να γράψουν ένα λογοτεχνικό κείμενο σε οποιαδήποτε μορφή ή έκταση, από λεζάντες, ποίημα, μονόπρακτο έως και διήγημα. Η προϋπόθεση ήταν, βέβαια, οι εικόνες να μην τους είναι αδιάφορες και να τους προσκαλούν να αφηγηθούν τη δική τους ιστορία.
Το ζητούμενο, επίσης, ήταν να γράψουν όχι για τις εικόνες αλλά με αφορμή αυτές, ώστε να προκύψει στο τέλος ένα σύνολο από κείμενα με κοινούς συσχετισμούς, αλλά με το καθένα να έχει τη δική του ταυτότητα και το δικό του προσωπικό ύφος.
Βλέπω πως συμμετέχουν σημαντικοί λογοτέχνες. Η δική τους οπτική σας έκανε να δείτε τις εικόνες σας με διαφορετικό βλέμμα;
Σίγουρα τα κείμενα ανέδειξαν διαφορετικές πτυχές των σχεδίων και τα εμπλούτισαν. Με κάποιο τρόπο, άμεσο ή έμμεσο, νιώθω πως οι λέξεις διεύρυναν τα σχέδια, τους «έστησαν» σκηνικό χώρο, χρόνο και δράση, ζωντάνεψαν τις φιγούρες και τους έδωσαν φωνή ή σκέψη, κάνοντας τες μέρος μιας παράλληλης ιστορίας. Και πάνω από όλα κάθε συγγραφέας φόρτισε τα έργα με συναισθήματα και έννοιες δικές του και τα έκανε να «διαβάζονται» στο εξής και μέσα από τη δική του ματιά, να συνυπάρχουν δίπλα στις δικές του συγγραφικές «εικόνες».

Είχα δει τα έργα σας στην έκθεση Πολιτικό/ Προσωπικό στη Θεσσαλονίκη, για την «κακοποιημένη παιδική ηλικία». Σήμερα πώς σχολιάζετε τη σχέση πολιτικού και προσωπικού;
Κατά τη γνώμη μου, το άτομο δεν είναι μια απρόσωπη μονάδα, οι ανάγκες του, οι επιθυμίες του, η προσωπικότητα του, τα βιώματά του, η νοοτροπία του, σχηματίζουν μια στάση ζωής, που σε αλληλεπίδραση με το κοινωνικό σύνολο γίνεται στάση πολιτική. Η στάση ζωής μας εκφράζει, ως εκ τούτου, τα πολιτικά μας πιστεύω και κατά συνέπεια οποιαδήποτε προσωπική δράση και επιλογή στην καθημερινότητά μας έχει διάσταση πολιτική. Στην περίοδο που διανύουμε, αυτό που νομίζω πως είναι σημαντικό, είναι κάθε επιλογή μας να είναι ειλικρινής και γνήσια, μιας και αυτή λειτουργεί ως καθρέφτης της κοινωνίας και επιστρέφει πάλι σ’ εμάς. Και αν καταφέρουμε να συντονίσουμε τις κοινές μας ανάγκες και αγωνίες και να εναρμονίσουμε τις ατομικές μας δράσεις, τότε πιθανόν να μπορέσει να υπάρξει μια συλλογική συσπείρωση, που να αναδύεται μέσα από πάρα πολλά κοινά «εγώ».

Ο καλλιτέχνης σε περίοδο κρίσης μπορεί να αρκείται στο έργο του; Πώς αλλιώς μπορεί να παρέμβει;
Κάθε καλλιτεχνική πρακτική διαμορφώνεται εν μέσω μιας σειράς κοινωνικοπολιτικών γεγονότων, οπότε με αυτή την έννοια κάθε μορφή τέχνης έχει πολιτική υπόσταση. Ο καλλιτέχνης, συνειδητά ή ασυναίσθητα, αφουγκράζεται και ενσωματώνει στη δουλειά του τα βιώματά του, μεταφέροντας μηνύματα είτε με σαφείς πολιτικές προεκτάσεις είτε με τρόπο έμμεσο και βιωματικό.
Ο καλλιτέχνης οφείλει, κατά τη γνώμη μου, να αρθρώνει σε λόγο (εικαστικό, λογοτεχνικό, μουσικό κ.λπ.) τις ανάγκες και τις αγωνίες του συνόλου και με τα εργαλεία που κατέχει να προσπαθεί να αφυπνίσει πρώτα από όλα τις αισθήσεις, και αφού το πετύχει αυτό, θα βρει πεδίο ώριμο για να αφυπνίσει συνειδήσεις.
Πέρα όμως από δημιουργός θα πρέπει να δρα ως πρόσωπο και ως πολίτης, γνήσιος, α-κομματικός και πέρα από κάθε χειραγώγηση, για να καταδείξει το ότι πολιτική και πολίτης δεν είναι ασαφείς και απρόσωποι όροι, αλλά ζωντανοί και παλλόμενοι, που αφορούν εμένα, εσένα και όλους εμάς μαζί.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!