του Δημήτρη Ουλή
Οπως όλα τα παιδιά, έτσι κι εγώ προσπαθώ να αντιπαλέψω την ασφυξία που μου δημιουργεί το τροπικό πλέον κλίμα της σκουπιδοχώρας, με ημερήσιες ή ολιγοήμερες αποδράσεις σε κάποια παραλία – ό,τι προλάβουμε δηλαδή, πριν τις ιδιωτικοποιήσεις τους. Κι όταν κατά το βράδυ πιάνει να δροσίσει λιγάκι, μου αρέσει να κάθομαι στη βεράντα του σπιτιού και να μετρώ τους καημούς και τους αναστεναγμούς μου με κάποιο ψυχωφέλιμο ανάγνωσμα (το οποίο εν γένει προτιμώ από το κομπολόι). Τον τελευταίο μάλιστα καιρό, οφείλω να ομολογήσω ότι απολαμβάνω την συγκεκριμένη ασχολία ακόμα περισσότερο, καθότι διευκολύνεται από την περιρρέουσα νεκρική σιγή: Aπό το γεγονός, δηλαδή, ότι όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της πόλης είναι καθηλωμένοι μπροστά από κάποια γιγαντο-οθόνη, βλέποντας «μπάλα». Πού και πού, η σιγή διακόπτεται από κάποια κραυγή ή κάποια αρχαιοελληνική βρισιά που αδυνατώ να αποκρυπτογραφήσω. Αλλά, σε γενικές γραμμές, δεν έχω παράπονο: Συναγελάζονται όλοι τόσο υπνωτισμένα και πειθήνια μπροστά από τις γιγαντο-οθόνες οι οποίες έχουν στηθεί ανά εκατοντάδες στις καφετέριες, στις ταβέρνες και στις πλατείες, που έστω και άθελά τους, μου παρέχουν όλην την απαιτούμενη ησυχία για να συγκεντρωθώ και να διαβάσω. Σκέφτομαι αν υπάρχει έστω και ένας χώρος εστίασης τούτες τις ημέρες, που έχει αντισταθεί στον πειρασμό να στήσει γιγαντο-οθόνη στον περίβολό του. Και σκέφτομαι, ακόμη, αν όλα αυτά τα «δρώντα υποκείμενα» (καθώς λέμε στην Ανθρωπολογία) τα οποία εκστασιάζονται βλέποντας «μπάλα», γνωρίζουν τι νομοσχέδια μαγειρεύονται αυτόν τον καιρό στη «Θερινή» Βουλή.
Ακούω ήδη τις ενστάσεις. Για να μιλώ έτσι είμαι, κατ’ αρχάς, σνομπ και θολοκουλτουριάρης. Όλος ο κόσμος δηλαδή που παρακολουθεί «μπάλα» είναι χαζός, κι εγώ είμαι ο έξυπνος; Και τι θα ήθελα δηλαδή; Να συγκεντρωνόμαστε στις καφετέριες και στις πλατείες για να δούμε όπερες του Βέρντι – όπως κάνουν οι ξενέρωτοι Βιεννέζοι; Δεύτερον, είμαι κομπλεξικός και μίζερος, διότι αντί να χαίρομαι με τις έντιμες προσπάθειες της Εθνικής μας αγαπημένης – για τα παιδιά αυτά, ρε γαμώτο, που είναι «πολύ σκληρά για να πεθάνουν», που «έβαλαν τον πήχη ψηλά» και μας έκαναν για ακόμα μία φορά περήφανους- εγώ γκρινιάζω και μεμψιμοιρώ. Και τρίτον, πάσχω από γεροντική σκλήρυνση, διότι αντί να απολαμβάνω το υπερθέαμα, αντί να συνεπαίρνομαι με τις ομαδάρες και τους παι«χ»ταράδες τους, εγώ μελετώ τα δώδεκα ευαγγέλια, σαν να βρίσκομαι σε Επιτάφιο. Πρόσεξε παππού, μην πουντιάσεις. Και βάλε και κανένα ζιπουνάκι εκεί που κάθεσαι, για να ζεστάνεις τα ποδάρια σου.
Έχετε απόλυτο δίκιο, φίλοι μου. Κρυώνω, κατακαλόκαιρο. Αλλά όπως κι αν έχει το πράγμα, σας ευχαριστώ για την ησυχία που κάνετε. Αν μη τι άλλο, με βοηθάτε να φανταστώ πόσο πιο όμορφη θα ήταν η πόλη (και η ζωή μου) αν δεν υπήρχατε.