του Γιάννη Σχίζα
Στα 35 ποιήματά του ο Τζίμης Ευθυμίου μας προκαλεί δευτερευόντως να γελάσουμε, αλλά πρωτίστως είναι ποιήματα γελωστοχασμού – αν μου επιτρέπεται ο όρος. Κατ’ αρχήν το όνομα Τζίμης μας δυσκολεύει, γιατί ανακαλεί στη μνήμη τον για πολλούς αξέχαστο ή ημιξεχασμένο Τζίμη Πανούση, αλλά never mind, το ξεπερνάμε μια και ο δημιουργός του «αυτοκίνητρου» υπερέχει σαφώς του δεύτερου, που ως συγγραφέας με το «Κυνήγι της γκόμενας» έδειξε τις αντοχές του.
Οι ιδέες του Ευθυμίου είναι εξαντρίκ και δεν πιάνονται από πουθενά γιατί πιάνονται από παντού: Ανήκουν δηλαδή σ’ εκείνη την κατηγορία των γυναικών που υπαινίσσεται ο αείμνηστος Κάρολος χρησιμοποιώντας τον Σαίξπηρ («Οι εύθυμες κυράτσες του Ουΐνδωρ»), οι οποίες γυναίκες λόγω πάχους δεν προσφέρονται για ολοκληρωτικά πιασίματα…
Ο Τζίμης κάνει ποιήματα με σκέψεις όταν οι άλλοι επιστρατεύουν εικόνες, ηλιοβασιλέματα και ουρανούς, κι αυτό για να βγάλουν μισό κιλό ποίηση- κι αυτή κλεμμένη στο ζύγι: Μάλιστα, το λέει εμμέσως στο «Ποιήματα στη λαδόκολα».
Στα 35 ποιήματά του ο Τζίμης Ευθυμίου μας προκαλεί δευτερευόντως να γελάσουμε, αλλά πρωτίστως είναι ποιήματα γελωστοχασμού
Μια περιήγηση στην ποιητική τέχνη πείθει και τους πλέον άπιστους… Εν αρχή ην αυτό «Που εννοούσε ο ποιητής», και που ήταν η επανεπικαιροποίηση των παλιών αστείων… Κατά δεύτερο λόγο είναι η «Χυμεία», όρος βέβαια παράδοξος που με παραπέμπει στον ξεχασμένο πλην εχθρό της ακαδημαϊκής πλήξης, καθηγητή της φυσικής που δίδαξε για τα ελληνικά δένδρα σε σεμινάριο στην Ελάτη Τρικάλων. Στο «Εννοούσε ο ποιητής » ο Τζίμης ξεδιπλώνει την κατασκευαστική του μανία επί των ετεροκλήτων: Καμήλα και πάρδαλη, ίσον καμηλοπάρδαλη, άλογο και μύγα ίσον αλογόμυγα, άνθρωπος και βάτραχος βατραχάνθρωπος. Και καταλήγει, «εγώ με σένα»: Μάλιστα, απλή συνουσία.
Τα καλύτερα ποιήματα δεν χρειάζονται καν λέξεις, γράφει κάπου, λίγο πιο πριν από «το γεφυράκι»: Που είναι το πιο εσωτερικό του ποίημα , το ποίημα με το μεγαλύτερο βάθος. Δε σας λέω το περιεχόμενό του, για να το διαβάσετε.
«Δόξα και τιμή» αποδίδει σε όσους αντί υψώνουν ένα καγκελάκι υψώνουν ένα προσκυνητάρι : Φυσικά, χάριν πλάκας. Κι εκεί που νομίζεις ότι το ποίημα τελειώνει, εκεί γίνεται αναφορά στον μέγα σύλλογο των Σολιπσιστών (Solus +Ipsus). Aν είσαι επιπόλαιος αναγνώστης, σου αρκεί να σκεφτείς: Ανεξερεύνητες οι βουλές του Τζίμη.
Κι όμως, υπάρχουν και χειρότερα. Υπάρχει η νίκη του Β α τ ε ρ λ ι ώ, υπάρχει η αναστροφή του Πύργου της Πίζας, υπάρχει το υπαρκτό τέρας του Λοχ Νες: Αυτά και άλλα διαδραματίζονται στις «Ιστορικές μέρες».
«Η συνοχή της ενοχής» και η συναθωότητα, θυμίζουν στον καθένα τον αλληλέγγυο χαρακτήρα κάθε αισθήματος: Κι όλα αυτά δίνονται μέσα από ένα ύφος που το χαρακτήριζα κάποτε, πλήν όμως τώρα δεν το χαρακτηρίζω, «Τρεχαγυρευοπουλικό».
Οι φίλοι του απλώνονται σε κάθε επάγγελμα και ιδιότητα, όταν υπάρχουν- ή μπορεί να μην υπάρχουν: Είναι κι αυτό ένας χαρακτήρας.
Αυτά και άλλα πολλά μας μεταδίδει ο Τζίμης Ευθυμίου, ενίοτε γλυκά ενίοτε πικρά, σε μια έκδοση με ολίγη δόση καλλιτεχνικής επιμέλειας και μεγάλη δόση καχυποψίας- για να συντηρήσουμε το «άσχετον» της παρουσίασης. Θα διάλεγα ακόμη τη «Δίπλα Παραλία», που είναι τελικά εσύ –ένα μικρομέγαλο μυστικό–, θα διάλεγα τα «Υστερόγραφα» γιατί απαιτεί τη σιωπή για έναν που δεν μίλησε αλλά η σιωπή του ακούστηκε παντού, θα διάλεγα «Τα μέτρα», νέα, αντιπλημμυρικά μέτρα, που κάνουν να χρειάζεται από καιρό σε καιρό καμιά πλημμύρα….
Στο «Αβάν» ο Τζίμης θυμάται την εξαρχειώτικη καταγωγή του –«ένα γέλιο θα σας θάψει»– στα «Ποιήματα στη λαδόκολα» μεριμνά για την κατάδειξη του συσχετισμού πείνας και ποιητικής τροφής, στην «Αδιατάρακτη κοπή» δηλώνει την απόφασίν του να παραιτηθεί από θεός, άμα είχε τέτοιους πιστούς. Τέλος στο «Φυλαχτείτε» ξιφουλκεί εναντίον αυτών που για να φανούν ψηλοί πρέπει να κοντύνουνε τους άλλους…..