Πιο φτωχή, πιο μόνη η Ελλάδα και ο λαός της όταν μας αφήνουν τέτοιοι άνθρωποι
Ο Νίκος Κούνδουρος, ένας προικισμένος καλλιτέχνης, αγωνιστής της Αριστεράς, παλικάρι της Ελλάδας και δεινός ομιλητής, ή απλά ένας άνθρωπος «ελευθέρας βοσκής» όπως αποκαλούσε τον εαυτό του έφυγε σε ηλικία 90 χρόνων από κοντά μας.
Σπούδασε για τέσσερα χρόνια ζωγραφική και γλυπτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας από την οποία και αποφοίτησε το 1948. Στην Αντίσταση είχε ενταχθεί στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, και συμμετείχε στη μάχη της Καισαριανής όπου και τραυματίστηκε. Μετά τον πόλεμο εξορίστηκε στη Μακρόνησο, όπου και έφτιαξε το πρώτο θέατρο του νησιού από πέτρες, τούβλα και χώμα. Αυτός ήταν και ο λόγος που στράφηκε στην σκηνοθεσία.
Πρώτη του ταινία η Μαγική πόλη (1954) και ακολουθεί ο Δράκος (1956) που θεωρείται η καλύτερη ταινία της δεκαετίας 1950-1960. Ακολουθούν, Οι παράνομοι (1958), Το ποτάμι (1959), Μικρές Αφροδίτες (1963), Το πρόσωπο της Μέδουσας (1967), Τα τραγούδια της φωτιάς (1974), 1922 (1978), Μπορντέλο (1984), Μπάυρον: Μπαλλάντα για ένα δαίμονα (1992), Οι φωτογράφοι (1998), Το Πλοίο (2011).
Διακρίσεις και βραβεία σκηνοθεσίας συνοδεύουν τις ταινίες του τόσο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης (1959, 1963, 1978) όσο και του Βερολίνου (1963) αλλά και στο Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Κέιπ Τάουν (1982), ενώ η συγγραφή πλήθους βιβλίων και η σκηνοθεσία πολλών ντοκιμαντέρ ολοκληρώνουν την καλλιτεχνική του φύση.
Ένας ολοκληρωμένος καλλιτέχνης αλλά ταυτόχρονα ολοκληρωμένος άνθρωπος και πολίτης. Ποτέ δεν έπαψε να αγωνίζεται ενώ στο δημοψήφισμα του 2015, πιστός στις αντιλήψεις του, συμμετείχε στην Επιτροπή Πολιτισμού για την Υπεράσπιση του «Όχι».
Τον χαιρετούμε σιγομουρμουρίζοντας το τραγούδι Για μια μικρή λευκή αχιβάδα που είχε γράψει για αυτόν ο αδερφικός του φίλος Μάνος Χατζηδάκις.
Διαβάστε τις συνεντεύξεις του στον Δρόμο
Ο Νίκος Κούνδουρος μας είχε κάνει την τιμή να μας δώσει δύο συνεντεύξεις, η πρώτη το 2011 με τίτλο: «Η “Σπίθα” είναι η ένωση των απελπισμένων Ελλήνων» και η δεύτερη το 2013 με τίτλο: «Ζούμε έναν κηρυγμένο πόλεμο».
Ένας ντόπιος φιλέλληνας
Η δημιουργία του στηριζόταν από την αριστερή και την εθνική συνείδηση του ίδιου, αλλά κι ενός λαού
του Βασίλη Κεχαγιά
Όταν βγήκε στην πιάτσα ο Νίκος Κούνδουρος, προκάλεσε αναστάτωση. Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’50, που ο νεαρός σπουδαστής αρχιτεκτονικής, εικαστικών και γλυπτικής κατέθετε τα πρώτα δείγματα του ταλέντου του στο φτωχό ταμείο της ελληνικής τέχνης. Η χώρα έβγαινε από την κατοχή και τον εμφύλιο, δίχως φιλολογικά αποθέματα, αλλά με διάθεση να κτίσει ένα τοπίο, μέσα στο οποίο να βρίσκουν ερμηνεία και ανακούφιση «τα πάθια και οι καημοί του τόπου». Αυτή ήταν η Μαγική πόλη, στις άκρες μιας μαγικής και μαγεμένης Ελλάδας. Μια παραγκούπολη που φιλοδοξούσε να αναβαθμιστεί, όπως οι κάτοικοί της. Ο Κούνδουρος είχε βρεθεί από τη Μακρόνησο στο Δρογούτι και το σινεμά στο έμπα του νεορεαλισμού ελληνικής κοπής. Με το Θανάση Βέγγο ως μόνη αποσκευή και τη διάθεση να εκμεταλλευτεί την πολυδύναμη έβδομη τέχνη, ο Κούνδουρος έφτασε από το ξερονήσι, γεμάτος με την ορμή ενός γοητευτικού – και σχεδόν υπερόπτη – νέου, ο οποίος θα μπορούσε να απαλλάξει τους βασανισμένους από τα δεινά τους.
Από την πρώτη στιγμή δόθηκε το περίεργο στίγμα του πολύτεχνου – κυριολεκτικά και μεταφορικά – σκηνοθέτη. Αγαπούσε την Ελλάδα, ακόμη κι αν αυτή τον τάιζε «βρώμικο ψωμί». Ένα περίεργο είδος ντόπιου φιλέλληνα… Έμελε, πολλά έτη αργότερα να αποδείξει το θαυμασμό του προς το «είδος», σκηνοθετώντας τον Μπάιρον, αισθανόμενος και διαισθανόμενος τις οφειλές του στον τόπο, που κρατούσε μοίρα καταδίκης για όσους τον ήθελαν ψηλότερο από το ανάστημα του αστυνομικού και δουλοπρεπούς κράτους.
Η γοητεία των προκλήσεών του
Οι σκοτεινές αίθουσες υποδέχθηκαν, στα 1956, το Δράκο δίχως ιδιαίτερο ενθουσιασμό, είναι αλήθεια. Οι αιθουσάρχες έβγαζαν τον κόσμο από την πίσω πόρτα, ώστε να μη μεταδώσουν την απογοήτευσή τους στους υποψήφιους θεατές, οι οποίοι ανέμεναν στην είσοδο. Η δογματική κριτική μιας άκαμπτης αριστεράς βύθισε την ταινία στα τάρταρα (ας μη δώσουμε ονόματα μακαριστών συναδέλφων), για να ζητήσει συγγνώμη πολλά έτη αργότερα. Οι λούμπεν κακοποιοί της υπόγας δεν έμοιαζαν συνειδητοποιημένοι, έναν ηγέτη αναζητούσαν, όπως η Αριστερά εκείνων των καιρών. Ο διψασμένος για ανθρώπινη αποδοχή, φοβισμένος δράκος-Ηλιόπουλος ήταν θύμιζε ότι «εκτός από το σοσιαλισμό υπάρχει και ο άνθρωπος». Ο δρόμος της Αριστεράς, κατά το σκηνοθέτη περνούσε από την ελληνική αυτογνωσία και την υψηλή αισθητική αξία του κλασικού.
Επέμενε σε αυτήν τη στάση ως τα τελευταία του ο Κούνδουρος. Όπου στεκόταν κι όπου βρισκόταν υπενθύμιζε την ανάγκη προάσπισης της ελληνικής γλώσσας, της ελληνικής τέχνης, της ηθικής η οποία εκπηγάζει από την αισθητική. Ήταν ευχάριστα αθυρόστομη η επίθεσή του στους «συνωστισμούς» της Ρεπούση, αφού ο ίδιος με το 1922 του ανέπτυξε και προέβαλε την εικόνα του πολύπλευρου βιασμού των διωκόμενων Ελλήνων. Σήμερα, που μια νέα στρατιά προσφύγων ταλαιπωρείται ανάλογα στα ίδια εδάφη της Ανατολίας, ο Κούνδουρος μοιάζει δικαιωμένος απέναντι στις λοιδωρίες των αρχών του ’80. Πάντα προκλητικός, σχεδόν εκούσια ο σκηνοθέτης έζευγνε δύο φαινομενικά ετερογενή άλογα στο άρμα της δημιουργίας του: την αριστερή και την εθνική συνείδηση του ίδιου, αλλά κι ενός λαού. Ακόμη και τα επιμέρους ενδιαφέροντά του διακρίνονταν για την ετερόκλητη αγάπη του μοντέρνου και του άκαμπτου βυζαντινού, του οποίου υπήρξε βαθύς γνώστης. Συνέλεγε μετά μανίας αγιογραφίες, αυτός ένας μάλλον άθεος ή καλύτερα ένας πιστός της τέχνης.
Για να αντιληφθούμε την οξύτητα των σχετικών προκλήσεων του Κούνδουρου, ας φέρουμε δίπλα-δίπλα τις ταινίες του. Πως ξέφυγαν σημαντικές στιγμές μοντερνισμού, αν ο δημιουργός ήταν συντηρητικός, όπως κατά καιρούς κατηγορήθηκε; Από ποιά μήτρα ξεπετάχτηκαν οι Μικρές Αφροδίτες, το Βόρτεξ, το Ποτάμι, με ιδιοφυείς και κακές στιγμές αποδεικνύουν την προσήλωση στην επαναστατική δύναμη του έρωτα. Ο Κούνδουρος την πίστεψε και τη βίωσε. Αλλά στην κορυφή της δημιουργίας του θα βρίσκεται πάντα εκείνος ο αρχαιότροπος χορός του Δράκου, ένα τραγωδιακό ζεϊμπέκικο, των παιδιών του Κρόνου, της Ελλάδας που τρώει τα παιδιά της, γύρω από τη φωνή της αγαπημένης του σκηνοθέτη Μαργαρίτας Παπαγεωργίου. Και μόνον για αυτήν τη σκηνή, δίκαια η ταινία ψηφίστηκε από τους κριτικούς ως η καλύτερη ελληνική όλων των εποχών.
Στην Μακρόνησο με τον Θανάση Βέγγο
Διηγείται ο Νίκος Κούνδουρος. «Ως γόνος μεγάλης οικογένειας που ήμουν, οι βασανιστές θέλησαν να αλαφρύνουν το δικό μου βασανιστήριο στο Μακρονήσι. “Ζήτα μια χάρη και θα σου την κάνουμε” μου είπαν και το μόνο που ζήτησα ήταν, να με αφήσουν να πάω να μείνω στο βουνό χωρίς φαΐ και χωρίς νερό, ενδεχομένως, αρκεί να μην τους βλέπω και να μη με βλέπουν. Το δέχτηκαν! Την πρώτη μέρα τράβηξα για το βουνό, βρήκα ένα μέρος να κάτσω και βάλθηκα να ατενίζω την απέραντη μοναξιά του τοπίου. Ξάφνου, ένας γρήγορος, αεράτος τύπος εμφανίζεται κρατώντας κάτι πασσάλους στα χέρια του και δυο τρία κομμάτια ύφασμα. Δεν μου μιλάει, δεν του μιλάω και σε ελάχιστα λεπτά με ταχυδακτυλουργικές κινήσεις στήνει ένα αντίσκηνο! Το δικό μου αντίσκηνο! “Τι κάνεις;” τον ρωτάω. “Θα πεθάνεις εδώ πάνω” απάντησε σοβαρός και συνέχισε τη δουλειά. Για όλες τις επόμενες μέρες, για όσο καιρό έζησα σαν αγρίμι, εξόριστος μεσ’ στην εξορία, ο ίδιος τύπος πηγαινοερχόταν κάθε μέρα διανύοντας μια τεράστια απόσταση από το στρατόπεδο ίσαμε το βουνό, μόνο και μόνο για να μου φέρνει φαγητό να τρώω να μην πεθάνω. Ήταν ο Θανάσης Βέγγος, η απαρχή μιας μεγάλης φιλίας πάνω απ’ όλα. Τρία υπαίθρια θέατρα χτίστηκαν στη Μακρόνησο από το 1947 μέχρι το 1950. Τα έχτισαν οι ίδιοι οι εξόριστοι για την “ιδεολογική αναμόρφωσή τους” με πέτρες που έσπαγαν μόνοι τους από το βραχώδες έδαφος. Έμεινε μαζί μου όλα τα χρόνια της Μακρονήσου. Είχα χρεωθεί την κατασκευή ενός θεάτρου – ήμουν τριτοετής της αρχιτεκτονικής τότε. Πήγα στη διοίκηση και λέω: “Αυτόν το μισότρελο φαντάρο να μου τον δώσετε”. Κι έτσι βρέθηκα να φτιάχνω το θέατρο με το Θανάση βοηθό. Στήσαμε τη σκηνή, ανεβάσαμε το πρώτο έργο, και να ο Βέγγος ηθοποιός και να ο Βέγγος πρωταγωνιστής και να ο Βέγγος αγαπημένος ολόκληρου του τάγματος, και να ο Βέγγος η ανακούφισή μας, η λύτρωση μας και το χαμόγελό μας».