Είδαμε ότι η δύναμη εκδηλώνεται σε αλληλεξάρτηση με το αντίθετό της, την αντίσταση. Αντίστοιχα με τις δομές δύναμης υπάρχουν και οι δομές αντίστασης. Τα ίχνη φθοράς στις στήλες των Μάγια δείχνουν ότι κατέρρευσαν από επανάσταση (Paynter και McGuire 1991: 15). Κάτι ανάλογο φαίνεται ότι διαδραματίστηκε και με την καταστροφή των μυκηναϊκών ακροπόλεων, σε συνδυασμό με την πορεία των Λαών της Θάλασσας.
Από την ιστορική περίοδο διαθέτουμε αρκετά στοιχεία για τις συγκροτημένες μορφές αντίστασης. Τέτοιες είναι οι διαδηλώσεις, οι απεργίες, οι λαϊκοί ήρωες Ζορό και Ρομπέν και οι ληστές (Hobsbawm 1985). Όταν διαμορφωθούν σε κοινωνικά κινήματα, αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε μετασχηματισμό της κοινωνίας. Εκτός από την Επανάσταση των Χωρικών του 1520, υπήρξε πλήθος λαϊκών κινημάτων στη Ευρώπη – το 1534 στην Ολλανδία, οι πουριτανικές αιρέσεις στην Αγγλία, το 1580 εξέγερση καρναβαλιού στη Γαλλία κ.ά. – που αποσιωπούνται από την επίσημη ιστορία (Βλάχος 1998: 20-32). Στη σύγχρονη Ευρώπη κυριάρχησαν τα εργατικά κινήματα για το οκτάωρο κ.ά., τα πολιτικά για το δικαίωμα ψήφου, όπως το Χαρτικό στην Αγγλία, ή για το σύνταγμα, όπως το 1843 στην Αθήνα: το φεμινιστικό, το σπουδαστικό κ.ά. Οι ειρηνικές διαδηλώσεις, που αποτελούν ρητή μορφή έκφρασης των κινημάτων και ξεκίνησαν το 1848, όταν οι υφαντουργοί της Λυών κατέλαβαν την εξουσία (Τilly, 2007: 100), έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο, σε συνδυασμό με τις απεργίες, στην κατάκτηση του οκταώρου και της κοινωνικής ασφάλισης.
Εκτός, όμως, από τα οργανωμένα κινήματα, στα διαστήματα μεταξύ των μετασχηματισμών, διαδραματίζονται συνεχώς ζυμώσεις που δεν είναι ορατές από τις κοινωνικές επιστήμες, γιατί αυτές καταγράφουν μόνο τις επαναστάσεις. Οπότε δίνεται η εντύπωση ότι στα μεσοδιαστήματα η κοινωνία παραμένει σταθερή. Δεν είναι ορατές για πολλούς λόγους και, πριν απ’ όλα, γιατί κατά το πλείστον διεξάγονται στη σφαίρα τον άρρητου. Η άρρητη μορφή αντίστασης λέγεται ανυπακοή.
Η οπτική μας για τον κόσμο και η στάση μας σε αυτόν περιορίζονται από τα φίλτρα της εμπειρίας και από τις κατηγορίες της σκέψης που μας επιβάλλει η κυρίαρχη κουλτούρα στη σφαίρα του ρητού. Επομένως, η περιοχή του άρρητου μας είναι απροσπέλαστη. Σε αυτήν, όμως, την περιοχή εκδηλώνεται η πολιτισμική αντίσταση, αφού η σφαίρα του ρητού μονοπωλείται από τον κυρίαρχο λόγο. Σε αυτήν καταφεύγει η τάση φυγής που αναφέρθηκε για τη συναίνεση. Αυτή είναι και η αιτία που τα κινήματα δυσκολεύονται να αρθρώσουν δικά τους σύμβολα, ώστε αναγκάζονται να δανείζονται από τα σύμβολα του κυρίαρχου λόγου ή της θρησκείας. Για παράδειγμα, οι κοινωνικές συγκρούσεις χρησιμοποίησαν ως σύμβολο τη θρησκεία στην Ιρλανδία και τη γλώσσα στο Βέλγιο και στον Καναδά – ανάλογα συνέβη με τη σύγκρουση για την καθαρεύουσα στην Ελλάδα. Εκείνο, συνεπώς, που έχει σημασία είναι ότι, εφόσον η κοινωνία είναι πεδίο δυνάμεων, αυτόματα είναι και πεδίο αντιστάσεων. Τις μορφές ανυπακοής μπορούμε να τις διακρίνουμε σε τέσσερις μεγάλες ομάδες.
1. Σε αυτές πού η δομή τους διαμορφώνεται κυρίως μέσα στις συγκεντρώσεις, π.χ. στο καρναβάλι, στις γιορτές και στις κομπανίες. Οι συγκεντρώσεις εξασφαλίζουν την κάλυψη της communitas και την ανωνυμία ώστε επιτρέπουν στο άτομο να εκδηλωθεί, όπως συνέβη στην πλατεία του Πεκίνου και στο Λος Άντζελες το 1992. Έρευνα της U.S./ Riot Commission έδειξε ότι οι εξεγέρσεις εκδηλώνονται συνήθως στις συγκεντρώσεις μεγάλου πλήθους (Bailey 1994: 15). Κεντρική θέση στην ομάδα αυτή έχουν οι συγκεντρώσεις λειτουργίας της λαϊκής κουλτούρας – εννοούμε ως «λαϊκή κουλτούρα» τη λαϊκή παράδοση πού βρίσκεται σε διάσταση με τον κυρίαρχο λόγο, όπως είναι το μπουρλέσκ. Η λαϊκή κουλτούρα παρουσιάζει μεγάλη εξάπλωση στα τελευταία χρόνια, ακόμα και στις βιομηχανικές χώρες με τα αυτόνομα μουσικά συγκροτήματα, ιδιαίτερα όμως στη Λατινική Αμερική. Μόνο στο Περού, στα 1977-1978 υπήρχαν 700.000 καλλιτέχνες, από τους οποίους το 23% στην πρωτεύουσα Λίμα (Garcia Canclini 1994: 18, 35). Η εξουσία επιδιώκει να ελέγξει και να διαχειριστεί τις τάσεις ανυπακοής είτε διαμέσου του τουρισμού είτε με διάφορες οικονομικές ή ιδεολογικές δεσμεύσεις – αφομοίωση, επιχορήγηση, μεταμφίεση ή απαγόρευση –, εμποδίζοντας τη μεταστροφή τους σε αντίσταση.
Ένας σημαντικός τομέας έκφρασης της ανυπακοής είναι το κουκλοθέατρο και το θέατρο σκιών που είχαν μεγάλη διάδοση στην Ευρασία. Είναι γνωστό ότι ο Καραγκιόζης σατίριζε την εξουσία. Το κουκλοθέατρο υπέστη διώξεις από τη χιτλερική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία (Arnott 1992: 291). Αντίθετα, καλλιεργήθηκε από το «Θέατρο στο βουνό» για την «αφύπνιση του λαού της Ελεύθερης Ελλάδας» (Βελιώτη-Γεωργοπούλου 2012: 47).
Πιο σημαντικές είναι οι τελετές αντιστροφής, όπως είναι η «Μέρα της Μπάμπως» (Μπακαλάκη 1982: 65), το καρναβάλι και τα Σατουρνάλια, καθώς και το «πλεόνασμα μίμησης», που αναφέρονται σε άλλο κείμενο (Δημητρίου 2005: 114). Το καρναβάλι, που το ανέλυσε ο Μ. Bakhtin, όπως και τα Σατουρνάλια είναι σύνθεση πολλών άρρητων σημειωτικών συστημάτων: αμφίεσης, εκφράσεων, μάσκας, μουσικής, θορύβων, χλευασμών – ανάλογο είναι το θέατρο του δρόμου. Υπάρχουν πολλά άλλα τελεστικά φαινόμενα με τα οποία εκφράζεται άρρητα ή με διακωμώδηση η αντίσταση στην εξουσία. Πολύ συχνά το καρναβάλι απαγορεύεται από την εξουσία και κάποιες φορές συγκρούεται μαζί της, όπως συνέβη το 1859 στην Τρινιντάντ της Καραϊβικής (Ηill 1972: 93) και το 1580 στο καρναβάλι της Ρομάν, κοντά στην Γκρενόμπλ, που κατάληξε σε επανάσταση των κατώτερων στρωμάτων (Le Roy Ladurie 1979: 299).
Ανάλογες είναι οι συγκεντρώσεις στις οποίες οι λαοί χωρίς φωνή αφήνουν τα δικά τους μνημεία, μόνιμα ή παροδικά. Στη Νέα Ορλεάνη έχει αναβιώσει η κηδεία-τζαζ. Το πλήθος των μαύρων περιοδεύει τον νεκρό στους χώρους όπου έζησε. Καταλαμβάνουν τους δρόμους, σαν κινητό μνημείο. Φορούν μπλουζάκια με τυπωμένο το πρόσωπο του νεκρού και τη φράση «υπάρχει γκέτο στα ουράνια;». Τραγουδούν, χορεύουν και χύνουν μπουκάλια μπίρα σαν αγιασμό (Regis 2001: 762). Η παρουσία τους έχει εντοπιστεί σε πολλές ασύμμετρες ή κοινωνίες της ανισότητας.
2. Σε αυτές που εκδηλώνονται στην καθημερινότητα μεταμφιεσμένες σε «μεταγραφές», κατά τον J. Scott (1990: 57) ή σε «παρασκήνιο» κατά τον Ε. Gofman (1990). Περικλείουν ένα απέραντο πεδίο από αδιερεύνητες μεταβολές συμπεριφοράς που αντανακλούν τους υπόγειους μετασχηματισμούς και τις μορφές αντίστασης: φήμες, χλεύη, αστεϊσμούς, κλοπή, απόκρυψη, υποκρισία, σούφρωμα, λούφα, ψευδοσυναίνεση κ.ά. Σε ανώτερη βαθμίδα βρίσκονται τα μέσα αποδόμησης, με κυριότερο τη θεατρικότητα (Σταυρίδης 2002). Στην ίδια κατηγορία υπάγονται ευτράπελες αφηγήσεις, ανέκδοτα και σόκιν που ευτελίζουν δεσπότες, υψηλά πρόσωπα, καθώς και οι παρεκκλίσεις της λαϊκής κουλτούρας, όπως είναι η φενάκη και το joking που ερεύνησε ο de Certeaux (1988: 57) και που δείχνουν ότι στον δυτικό πολιτισμό ο κόσμος της αντίστασης διογκώνεται. Πιο συγκροτημένη μορφή έχουν τα γκράφιτι, τα οποία διώκονται, και οι φήμες.
Οι φήμες ή αλλιώς διαδόσεις μοιάζουν με ένα ρίγος αβεβαιότητας πού διαπερνά την ατμόσφαιρα. Καλύπτονται από την ανωνυμία. Κυκλοφορούν χωρίς να είναι γνωστός ο πομπός τους, άρα βρίσκονται έξω και από τη συμμετρική επικοινωνία και από το διάλογο (Guha 1997: 557). Διαχέονται χωρίς ρητή πηγή, από την κοινή θέληση. Συνεπώς, εκφέρονται μάλλον από τον παράνομο παρά από τον κυρίαρχο λόγο. Γι’ αυτό, ανακαλούν τη συντροφικότητα. Δεν διακινούνται στη σφαίρα του ρητού, όπου ανήκει η συμμετρική επικοινωνία, αλλά στη σφαίρα του άρρητου και του αυθόρμητου. Διεγείρουν τις λανθάνουσες αμφισβητήσεις και αντιστάσεις. Εκφράζουν αμφισβήτηση και αποδοκιμασία (Lienhardt 1975: 130). Κατεβάζουν στην ανώνυμη δημόσια αρένα θέματα της ανισότητας και της εξουσίας. Αντιδρώντας το 1996 στη στρατοκρατία και στην ανισότητα, ο λαός της Νιγηρίας αντέδρασε με φήμες ότι οι πλούσιοι έκαναν τελεστικούς φόνους παιδιών και στη συνέχεια ξέσπασαν σε ταραχές (Smith 2001: 806).
Χαρακτηριστικά είναι τα σκωπτικά δίστιχα και οι σατιρικοί σίλλοι που στη Γαλλία αναφέρονται ως «κουλτούρα του γέλιου», με μεγάλη διάδοση στο τέλος του Μεσαίωνα, και ορισμένα απαγορεύτηκαν. Στην Κίνα εμφανίζονται από το -700 και στα 900 καθιερώνονται στις γιορτές της άνοιξης. Αποκτούν μεγάλη διάδοση στα μεσσιανικά κινήματα του 1804, του 1863 και στην επανάσταση των Μπόερς του 1908. Κατά την περίοδο των εθνικιστών χρησιμοποιούνταν ως διαμαρτυρία για τους υπέρογκους φόρους, καθώς και στην επανάσταση του 1949. Απαγορεύτηκαν από την πολιτιστική επανάσταση του 1966-1976 αλλά το 1984 αναβίωσαν (Thornton 2002: 597). Όλες αυτές οι διεργασίες που κυοφορούνται στη σφαίρα του άρρητου προετοιμάζουν τη δυναμική της κοινωνίας σε μετασχηματισμό, μετατρέποντας την ποσοτική αλλαγή σε ποιοτική, η οποία εκδηλώνεται αιφνίδια και γίνεται ορατή.
3. Μια άλλη μορφή άρρητης αντίστασης εκφράζεται με τη μουσική. Το τάγκο, η τζαζ, το φλαμένκο, το μπλουζ, το φάντο, το ρεμπέτικο, των ασίκηδων κ.ά. αποτελούσαν μορφή αντίστασης, γι’ αυτό υπέστησαν απαγορεύσεις. Το ρεμπέτικο απαγορεύτηκε από τη δικτατορία τον Ι. Μεταξά και στη δεκαετία του ’50 εκδόθηκε καταδικαστικό ψήφισμα εναντίον του από τα επίσημα ιδρύματα – πανεπιστήμιο, Ακαδημία κ.ά. (Δερμεντζόπουλος 2013: 279). Τα περισσότερα κινήματα συνοδεύονται από τη δική τους μουσική. Η πολιτισμική αντίσταση των Μαορί της Νέας Ζηλανδίας εκφράστηκε με τη μουσική ρέγκε και χιπ-χοπ (Sissons 2006: 107). Ένα πλήθος από μουσικά κινήματα ξεκίνησαν το 1965 στη Λατινική Αμερική, σε σύνδεση με τα κοινωνικά κινήματα, που στα 1980 ξεπέρασαν τα εθνικά σύνορα, παρά τον αποκλεισμό που τους έκαναν οι μουσικές εταιρείες (Reyes Μatta 1988: 447). Ανάλογα κινήματα μουσικής αντίστασης εκδηλώθηκαν πρόσφατα από τους Ινουίτ (Inuit) του Καναδά, τους Γιακούτ (Yakut) της Σιβηρίας και τους αυτόχθονες της Αυστραλίας. Στους τελευταίους, το συγκρότημα Yothu Yindi’s είχε έμβλημα το «Αν δεν τελετουργήσω την ύπαρξή μου μέσα από το χορό και το τραγούδι, δεν μπορώ να αποκτήσω νόμο, δεν μπορώ να αποκτήσω κουλτούρα» (Barac 2004: 436). Η κυρίαρχη ιδεολογία αγνοεί τον αυτοσχεδιασμό της λαϊκής παράδοσης, ο οποίος διέπει την επιτέλεση (Δαμιανάκος 1995: 31).
4. Σε τελευταία ομάδα ανήκουν οι εκδηλώσεις, φραστικές ή συμπεριφοράς, που τις κατατάσσουμε στην κοινωνική παθογένεια και στην παραβατικότητα. Αποτελούν ομοίως μεταμφιεσμένο τρόπο διαμαρτυρίας ή αντίστασης. Ο αλκοολισμός, φαινόμενο της κοινωνικής παθογένειας, είναι αποτέλεσμα της υποτέλειας, αλλά ταυτόχρονα είναι και κανάλι διαμαρτυρίας εναντίον της, γιατί καλύπτει τον δράστη με ατιμωρησία. Οι ιθαγενείς της Αυστραλίας μεθούν για να προσβάλουν με βρισιές τούς αποικιοκράτες. Οι απροσάρμοστοι και οι αποκλίνοντες αποτελούν μαρτυρίες αποτυχημένων μορφών αντίστασης της καθημερινής ζωής που συνδέονται με μείωση του ελέγχου της συνείδησης και με ρήξη της συναίνεσης. Για τις περιπτώσεις της παραβατικότητας η εξουσία χρησιμοποιεί τις φυλακές και τα άσυλα. Αυτή που έχει μεγάλη διάδοση στην εποχή μας είναι η παραβατικότητα των νέων, που αποτελεί δείκτη υποχώρησης της συναίνεσης. Άλλες μορφές παραβατικότητας είναι οι βλασφημίες που προσβάλλουν τα θεία ή άμεσα την εξουσία, πολιτική και εκκλησιαστική, π.χ. «τραγόπαπας» κ.ά. Εκτός από διάφορα ρητά και χλευαστικά ανέκδοτα, υπάρχει πλήθος απαξιωτικών εκφράσεων για την κοσμική εξουσία -«καραβανάδες», «φανφάρες», «κατουρημένες ποδιές», «μπασκίνες»- που απαγορεύονται από την επίσημη κουλτούρα αλλά βρίσκονται στα όρια τον νόμου.
Στην ομάδα της παθογένειας ανήκουν και άλλες εκδηλώσεις αντίστασης που ομοίως συνδέονται με μείωση του ελέγχου της συνείδησης, άρα και με ρήξη της συναίνεσης. Τέτοιες είναι οι «αντιστασιακοί μηχανισμοί» της αντιμνήμης, δηλαδή, η μερική απώλεια μνήμης (Δερμεντζόπουλος 2013: 100), που σε ορισμένες περιπτώσεις είναι συλλογικές και αφορούν όλη την κοινότητα, ή τραυματικές, όπως εκείνες που υφίστανται στρατιώτες στον πόλεμο. Παρόμοιες είναι και ορισμένες εκδηλώσεις οργής που αντιδρούν φραστικά με τις βλασφημίες ή με σωματοποιημένες αντιδράσεις.
Η οριοθέτηση των συμβολικών μορφών αντίστασης, σύμφωνα με το παραπάνω πλαίσιο, μπορεί να συμβάλει στον επαναπροσανατολισμό τους. Πάντα, όμως, προέχει να γίνει ανάλυση των σχέσεων δύναμης. Γιατί συμβαίνει συχνά να καλλιεργείται η αντίσταση από μια άλλη ελίτ η οποία κινητοποιεί τον λαό για να σφετεριστεί την εξουσία. Τη μέθοδο αυτή τη χρησιμοποιούν τα πραξικοπήματα αλλά, κυρίως, ο δικομματικός κοινοβουλευτισμός, και πιο συστηματικά στην Ελλάδα με την εναλλαγή βασιλικών και βενιζελικών.