Σταχυολογούμε ένα μικρό απόσπασμα από το άρθρο του Βασίλη Καραποστόλη που δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα slpress.gr:
«Είχαμε πεινάσει και έπρεπε να φάμε. Είχαμε διψάσει και έπρεπε να πιούμε. Είχαμε θρηνήσει, κι έπρεπε να χαρούμε. Κι όχι μόνο με τον τρόπο εκείνου που κάνει τραγούδι τον πόνο του. Το δικαίωμα στη χαρά που τόσο κυνηγήθηκε στην Ελλάδα εγέρθηκε με ορμή στη δεκαετία του ’60, ανακόπηκε στη δικτατορία, ξαναέγινε μπαϊράκι με τη μεταπολίτευση. Λίγα χρόνια, ωστόσο, πριν από την κρίση είχε αρχίσει να εκφυλίζεται. Βαθμιαία η ανάγκη των ανθρώπων να δοκιμάσουν ό,τι νόστιμο και θελκτικό προσφερόταν στην αγορά, έδωσε τη θέση της σε κάτι από το οποίο έλειπε η ενεργητικότητα. Δεν ζητούσαν την τέρψη που απέρρεε από τα πράγματα, ζητούσαν τα πράγματα που περιείχαν την τέρψη. Είναι πολύ διαφορετικό να απολαμβάνει κάποιος το κρασί του χυμένο σ’ ένα ωραίο, κρυστάλλινο ποτήρι, από το να πίνει ασυναίσθητα, περιεργαζόμενος το ποτήρι.
Όλο και περισσότεροι έτειναν να χαίρονται το γεγονός ότι κρατούσαν στα χέρια τους το καλοφτιαγμένο ποτήρι, κατεβάζοντας κάπως αφηρημένα τις γουλιές τους και προσέχοντας όλο και λιγότερο τους συνδαιτυμόνες τους στο τραπέζι. Ήταν η αρχή μιας εξέλιξης, η οποία σε πλουσιότερες κοινωνίες είχε κιόλας απομονώσει τα άτομα μέσα στις ανέσεις τους και στα αποκτήματά τους. Δεν ξέρουμε προς τα πού θα πήγαινε στην Ελλάδα αυτή η εξέλιξη. Είναι βέβαιο, όμως, ότι την τάση αυτή προς την κατ’ ιδίαν ευχαρίστηση την ανακόπτει μια άλλη, πιο ισχυρή, που ωθεί τους ανθρώπους σε συνάντηση μεταξύ τους.
Η συνεστίαση παραμένει κορυφαία τελετουργία σ’ ένα κόσμο όπου κατά τ’ άλλα οι τελετουργίες ανήκουν στα ακατανόητα και παρωχημένα φαινόμενα. Άνθρωποι θέλουν να συμφάγουν για να μην φαγωθούν μεταξύ τους! Αν αυτό είναι το βαθύτερο και αρχέγονο νόημα αυτής της σύναξης, τότε κανένα επιχείρημα οικονομικής λογικής δεν θα επιτρεπόταν να το αντικρούσει. Κι όμως, οι επίτροποι ζητούν από τους Έλληνες να πάψουν να ξοδεύουν στις ταβέρνες επειδή δεν βγάζουν αρκετά για να συντηρούν μια τέτοια συνήθεια. Υποτιμάται, έτσι, το γεγονός ότι το να τρώνε μαζί είναι κάτι πολύ περισσότερο από συνήθεια: είναι ανάγκη γι’ αυτούς τους ανθρώπους να συνάπτουν ανακωχές στις καθημερινές διαμάχες τους. Πρέπει να φάνε μαζί για να ξορκίσουν αυτά που θα τους χωρίσουν την επόμενη μέρα. Πρέπει να πιούν, να κάνουν προπόσεις και να πιστέψουν στις ευχές που θα πουν. Και να μεθύσουν κατόπιν λιγάκι με την ιδέα ότι ναι, θα ήταν δυνατόν τα πράγματα να πάνε καλύτερα, εάν και οι ίδιοι γίνουν καλύτεροι. Να γίνουν κάπως καλύτεροι, αυτό θα ήθελαν. Όχι, όμως, και να γίνουν ριζικά άλλοι. Τον εαυτό του ένας λαός δεν τον καταργεί, τον αναπλάθει μόνον.»