Του Δημήτρη Στεμπίλη *
Το κυπριακό ζήτημα όπως προέκυψε από τη δεκαετία του 1950 αποτελεί και στις μέρες μας ένα δυσεπίλυτο πρόβλημα που απασχολεί τη διεθνή κοινότητα, μπορεί να θεωρηθεί ως ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα που επιβεβαιώνουν την ανάγκη για μεγαλύτερη εμβάθυνση στην ιστορία των διεθνών σχέσεων.
Το να αντιμετωπίζεις μέσω της ιστορικής ανάλυσης τις διεθνείς σχέσεις δε σημαίνει κατ’ αρχήν την απλή παράθεση των γεγονότων και των συμφωνιών όπως αυτό συνέβαινε με τη διπλωματική ιστορία και το γερμανικό ιστορισμό του 19ου αιώνα. Η παραμέληση αυτού του σημαντικού πεδίου της ιστοριογραφίας ανέδειξε τη σημασία για μια διαφορετική ιστορική ερμηνευτική προσέγγιση.
Η προϊστορία και το διεθνές περιβάλλον
Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου που δημιούργησαν την Ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία η οποία ξεκίνησε τη «λειτουργία της» τον Αύγουστο του 1960 αποτελεί το κομβικό σημείο της κατάληξης ενός εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και της αφετηρίας δεινών που ταλανίζουν ακόμα και σήμερα τον κυπριακό λαό και τον ελληνισμό. Έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 αλλά το πρόβλημα παραμένει άλυτο. Βέβαια οι γεωπολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν αλλάξει. Το πλαίσιο στο οποίο θα αναφερθούμε είναι αυτό του Ψυχρού Πολέμου όπου παρά την ειρηνική συνύπαρξη που εγκαινίασε η αλλαγή της ηγεσίας στη Σοβιετική Ένωση από τον Στάλιν στον Χρουστσόφ και η εκλογή του Τζον Κέννεντυ στην προεδρία των ΗΠΑ, ο διπολισμός βρέθηκε στο αποκορύφωμά του, ιδίως με την κρίση στον Κόλπο των Χοίρων, στην Κούβα. Η περίπτωση της Κύπρου, όπως αργότερα της Παλαιστίνης με το Ισραήλ στον πόλεμο του 1967, αποτελεί μέρος των περιφερειακών συγκρούσεων που απασχόλησαν την διεθνή κοινότητα της περιόδου και που αποτελούσε μέρος του παζλ της εύφλεκτης περιοχής που λέγεται Νοτιοανατολική Μεσόγειος και Μέση Ανατολή. Ένας τρίτος παράγοντας τον οποίο θα μπορούσαμε να εντάξουμε στο «εσωτερικό του δυτικού συνασπισμού» είναι η αποαποικιοποίηση που πλήττει την πάλαι ποτέ κραταιά αυτοκρατορία της Μεγάλης Βρετανίας και οι επακόλουθες συνέπειες για την ευρύτερη περιοχή.
Μια σημαντική παράμετρος που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας στην ανάλυση των γεγονότων είναι η σχέση της Ελλάδας με την Τουρκία σε μια περίοδο όπου και οι δύο χώρες αντιμετώπιζαν εσωτερικά προβλήματα. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι δύο χώρες είχαν να βρεθούν σε συνθήκες κρίσης και ενδεχόμενης σύγκρουσης από την περίοδο που υπογράφηκε το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας, το 1930. Είναι μια μεταβατική περίοδος και για τις δύο χώρες, αφού η Ελλάδα προσπαθεί να ξεπεράσει τα μετεμφυλιακά της τραύματα με μια «καχεκτική» δημοκρατία, όπως πολύ σωστά την έχει ονομάσει ο Ηλίας Νικολακόπουλος, αφού η επικράτηση του Ελληνικού Συναγερμού στις εκλογές του 1952 με αρχηγό τον Αλέξανδρο Παπάγο και η προσπάθεια εδραίωσης του Κωνσταντίνου Καραμανλή στην ηγεσία της δεξιάς παράταξης, κινήθηκαν στην κατεύθυνση από τη μια πλευρά της οικονομικής ανάπτυξης αλλά από την άλλη πλευρά στο κυνήγι μαγισσών με αντικομουνιστικό μένος.
Στην αντίπερα όχθη έχουμε μια Τουρκία «τραυματισμένη» από την ουδετερότητά της στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στο τέλος μιας περιόδου που σημαδεύτηκε από την πολιτική των διαδόχων του Κεμάλ με τελευταίο εκφραστή της τον έξυπνο και δραστήριο πρωθυπουργό, Ισμέτ Ινονού. Ο στρατοκρατικός χαρακτήρας της τουρκικής δημοκρατίας στο όνομα της κληρονομιάς του Κεμάλ θα παίξει το ρόλο του στην υπόθαλψη του τουρκικού εθνικισμού. Και στις δύο χώρες είναι πολλές φορές η κοινή γνώμη που θα λειτουργήσει ως βαθύτερη αιτία γι’ αυτό που λέμε «διαδικασία και λήψη απόφασης» από τους κεντρικούς παίχτες της εσωτερικής πολιτικής σκηνής. Το σύνθημα «Ένωση» αποτέλεσε στο συλλογικό υποσυνείδητο της ελληνικής κοινής γνώμης στην Ελλάδα και την Κύπρο το νέο αλυτρωτισμό που σηματοδοτούσε ένα ανεκπλήρωτο αίσθημα δικαίωσης που έχει τις ρίζες του στην προσπάθεια για την αποφυγή μια ήττας όπως αυτή του 1922. Παράλληλα ήταν και ένας πιο εφικτός στόχος σε σχέση με άλλες αλυτρωτικές επιδιώξεις, όπως αυτή της διεκδίκησης της Βόρειας Ηπείρου, περιοχής που οριστικά είχε κατακυρωθεί στην Αλβανία. Για τους ξένους και ειδικά για το ΝΑΤΟ όπως τουλάχιστον φαίνεται από την ανάγνωση των αρχείων που αφορούν στη συγκεκριμένη περίοδο, η Ελλάδα κι η Τουρκία είναι δύο χώρες υπό ανάπτυξη (και υπανάπτυκτες και αναπτυσσόμενες) οι οποίες αντιμετωπίζονται με μια κοινή λογική από τους «μεγάλους συμμάχους» τους. Η αλλαγή χεριών από τους Άγγλους στις Η.Π.Α. όσον αφορά την πολιτική και διεθνή προοπτική της Κύπρου θα σηματοδοτήσει και μια κεντρική αλλαγή πολιτικής κατεύθυνσης προς την κατεύθυνση της Τουρκίας, ειδικά στο πλαίσιο της βορειοατλαντικής συμμαχίας.
Το 1878 η Τουρκία «νοίκιασε» την Κύπρο στην Αγγλία. Το 1923 η Κύπρος γίνεται βρετανική αποικία. Μέχρι το 1954 το ζήτημα της Κύπρου αφορούσε μία διένεξη μεταξύ της ντόπιας ελληνοκυπριακής κοινότητας και των αποικιοκρατών Άγγλων. Το ελληνοκυπριακό στοιχείο υπερτερούσε κατά πολύ των Τουρκοκυπρίων και μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης στα 1931 από τους Άγγλους οι Ελληνοκύπριοι δεν είχαν διεκδικήσει με συγκρουσιακούς όρους την αυτοδιάθεσή τους ή την ένωση με την Ελλάδα. Η Αγγλία στο επίπεδο των προτάσεων προς τον ελληνοκυπριακό πληθυσμό προέτεινε αδιάλειπτα ένα καθεστώς αυτοκυβέρνησης και δεν συναινούσε σε καμιά περίπτωση στο αίτημα για δικαίωμα αυτοδιάθεσης, πράγμα που νομοτελειακά θα οδηγούσε στην ένωση του νησιού με την Ελλάδα. Το 1950 διεξήχθη ένα δημοψήφισμα μεταξύ των Ελληνοκυπρίων το αποτέλεσμα του οποίου ήταν συντριπτικά υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα. Οι αντιπρόσωποι της ελληνοκυπριακής πλευράς δεν έγιναν δεκτοί στο Λονδίνο για την παρουσίαση του δημοψηφίσματος και η Αγγλία συνέχιζε να αρνείται σθεναρά το αίτημα για εφαρμογή της αυτοδιάθεσης. Μετά την επίσημη επίσκεψη του Ήντεν στην Ελλάδα και αφού δεν προέκυψε καμία πρόοδος στις συνομιλίες σχετικά με την τύχη της Κύπρου, η ελληνική πλευρά προέβη στην προσφυγή στα Ηνωμένα Έθνη στις 14 Δεκεμβρίου του 1954. Το σημείο αυτό αποτελεί την αφετηρία της διεθνοποίησης του κυπριακού ζητήματος. Μέχρι τη στιγμή εκείνη και σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Σβολόπουλο το δόγμα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής ήταν ότι η ικανοποίηση των αλυτρωτικών διεκδικήσεων θα γινόταν σε συνάρτηση με την ισχύ της χώρας χωρίς να διαταραχθεί η ισορροπία, πάνω στην οποία η Ελλάδα βάσιζε τη συνολική προώθηση των επιδιώξεών της. Αυτό το δόγμα αποτέλεσε το βασικό κληροδότημα της εξωτερικής πολιτικής του Ελ. Βενιζέλου που προερχόταν από την περίοδο του Μεσοπολέμου.
1955-1959: προσανατολισμοί και ανακατευθύσεις
Τον Απρίλιο του 1955 δημιουργείται η Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών, η περιβόητη Ε.Ο.Κ.Α. με αρχηγό τον συνταγματάρχη Γεώργιο Δρίβα-Διγενή που μέχρι τότε είχε «δρέψει τις δάφνες του» ως αρχηγός της ομάδας Χ στο τέλος της γερμανικής κατοχής και στη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου. Η ελληνοκυπριακή πλευρά ουσιαστικά ενθάρρυνε τη δημιουργία της Ε.Ο.Κ.Α. και την έναρξη ένοπλου αγώνα, τον οποίο αποδέχθηκε «σιωπηρά» η ελληνική κυβέρνηση. Πριν τα γεγονότα της Κωνσταντινούπολης το Σεπτέμβριο 1955, διοργανώθηκε από τους Άγγλους στο Λονδίνο στις 30 Ιουνίου η Τριμερής Διάσκεψη μεταξύ της Αγγλίας, της Ελλάδας και της Τουρκίας σε επίπεδο υπουργών εξωτερικών. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτή την εξέλιξη ως ένα από τα πιο κομβικά της περιόδου, αφού η βρετανική πλευρά για να αντιπαρατεθεί σε διπλωματικό επίπεδο στην προσφυγή της Ελλάδας στον Ο.Η.Ε. στο επίμονο αίτημα των Κυπρίων για αυτοδιάθεση και στις πιέσεις που ασκούσε στις βρετανικές δυνάμεις ο αγώνας της Ε.Ο.Κ.Α., έβαλε την Τουρκία στο παιχνίδι. Για τις Η.Π.Α. και τη Μεγάλη Βρετανία, το βασικό ζήτημα ήταν να περιοριστεί το κυπριακό ζήτημα στο δυτικό πλαίσιο. Αυτή η στάση υπαγορευόταν από τη στρατηγική των Αμερικανών στη νοτιοανατολική Μεσόγειο, αφού οι αραβικές χώρες και πιο συγκεκριμένα το Ιράκ, είχαν αρχίσει να στρέφονται προς τη Σοβιετική Ένωση. Συγκεκριμένα στο Ιράκ είχε προηγηθεί η κατάληψη της εξουσίας από το κόμμα Μπάαθ. Επίσης την επόμενη χρονιά, το 1956, η κρίση του Σουέζ και η συνεργασία του Νάσερ με τους Σοβιετικούς επέτειναν ακόμα περισσότερο το πρόβλημα για την αμερικανική και νατοϊκή επιρροή στην περιοχή. Η κρίση του Σουέζ ανέδειξε όμως ένα επιπλέον πρόβλημα και για τους Βρετανούς. Το στρατηγείο τους της Μέσης Ανατολής έπρεπε να μεταφερθεί αφού στην Αίγυπτο οι Βρετανοί ήταν ανεπιθύμητοι. Στην Κύπρο υπήρχαν ήδη οι βρετανικές στρατιωτικές βάσεις που εξυπηρετούσαν τα συμφέροντά της Αγγλίας στην ευρύτερη περιοχή. Συνεπώς η Κύπρος αποτελούσε για τους Βρετανούς το τελευταίο προπύργιο για παρουσία τους στην ευρύτερη περιοχή.
Στις 9 Μαρτίου 1956 η ατμόσφαιρα στο νησί δυναμιτίζεται με την απαγωγή του Μακάριου από τους Βρετανούς την ώρα που επιβιβαζόταν στο αεροπλάνο για επίσκεψη στην Αθήνα. Εξορίζεται μαζί με τον μητροπολίτη Κυρήνειας και δύο έμπιστους συνεργάτες του στις Σεϋχέλλες. Η σωρευτική επίδραση όμως της διεθνοποίησης, ο ένοπλος αγώνας και η πίεση της διεθνούς κοινής γνώμης οδήγησαν στην αναθεώρηση της βρετανικής στάσης που άρχισε να αποδέχεται την οδό των διαπραγματεύσεων. Από την πλευρά τους οι Τουρκοκύπριοι, υποστήριζαν το βρετανικό καθεστώς του νησιού αφού πίστευαν ότι αποτελεί ανάχωμα στην πολιτική των Ελληνοκυπρίων. Για πρώτη φορά, στις 19 Δεκεμβρίου 1956 με το σχέδιο Ράντκλιφ πέφτει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων η ιδέα της διχοτόμησης. Ο βρετανός υπουργός αποικιών, Λένοξ Μπόιντ, καταθέτοντας το σχέδιο Ράντκλιφ μιλούσε για το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης ξεχωριστά για τις δύο κοινότητες. Φυσικά η ελληνοκυπριακή πλευρά απέρριψε το σχέδιο, ενώ η Τουρκία τάχθηκε υπέρ της διχοτόμησης και την ένωση των δύο κοινοτήτων με τις μητέρες πατρίδες αντίστοιχα. Το Δεκέμβρη του 1957 και 1958 η Ελλάδα προσφεύγει δύο φορές στον Ο.Η.Ε. χωρίς ουσιαστικά οφέλη. Στην προσφυγή του 1957 η Ελλάδα μπόρεσε και πέτυχε τη σχετική πλειοψηφία στην Πολιτική Επιτροπή και τη γενική συνέλευση με ψήφους 31 υπέρ, 23 κατά και 24 αποχές, ενώ για να «περάσει» η προσφυγή χρειαζόταν πλειοψηφία των δύο τρίτων.
Τον Ιούνιο του 1958 οι Βρετανοί επανεμφανίζονται με το σχέδιο Ράντκλιφ που ενσωματώνει όλη την λογική της κυβέρνησης Μακμίλλαν για το Κυπριακό. Η Αγγλία και οι Η.Π.Α. έχουν αναγνωρίσει τη σημαντική θέση της Τουρκίας για τα γεωπολιτικά τους συμφέροντα. Στο σχέδιο προβλεπόταν: α) η διατήρηση της βρετανικής κυριαρχίας στο νησί για 7 χρόνια, β) ο συνεταιρισμός Ελλάδας – Τουρκίας στη διοίκηση μέσω αντιπροσώπων-βοηθών του κυβερνήτη, γ) σύνταγμα βασισμένο στην αρχή της μείζονος κοινοτικής αυτονομίας (δηλαδή θα δίνονταν ίσες εξουσίες και στις δύο πλευρές), δ) δύο κοινοτικές βουλές, ε) μεικτό υπουργικό συμβούλιο και στ) μετά από 7 χρόνια θα το νησί οδηγούνταν είτε σε τριπλή κυριαρχία, Ελλάδα-Βρετανία-Τουρκία είτε σε διπλή αυτοδιάθεση. Το συμπέρασμα που συνάγεται από τα σημεία του ανανεωμένου σχεδίου Ράντκλιφ είναι ότι η Βρετανία ήθελε να ελέγχει τα ζητήματα διοίκησης στην Κύπρο με σκοπό τη διατήρηση των βάσεών της και την προάσπιση της πολιτικής της στη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Επίσης είναι κάτι παραπάνω από σαφές ότι ο καταμερισμός των αρμοδιοτήτων στις δύο πλευρές, την ελληνοκυπριακή και την τουρκοκυπριακή οδηγούσε με μαθηματική ακρίβεια στη διχοτόμηση του νησιού αφού αντί να ενισχύεται ο ενωτικός χαρακτήρας για τις δύο κοινότητες, διαχωρίζονταν πλήρως οι θέσεις τους. Η ελληνική κυβέρνηση αντέδρασε άμεσα στο σχέδιο Ράντκλιφ και απείλησε με την αποχώρησή της από το ΝΑΤΟ. Η κυβέρνηση Καραμανλή την εποχή εκείνη «σκεφτόταν φωναχτά» με σκοπό την ενεργοποίηση των αντανακλαστικών του αντικομουνιστικού μπλοκ. Η βρετανική και η τουρκική πλευρά συμφώνησαν να διοριστεί τούρκος κυβερνητικός εκπρόσωπος από την 1η Οκτωβρίου, πράγμα που θα σήμαινε τη διχοτόμηση του νησιού. Τον Ιούνιο του 1958 η Ελλάδα και η Τουρκία βρέθηκαν στα πρόθυρα πολέμου.
Οι ΗΠΑ αντιλαμβανόμενες την κρισιμότητα της κατάστασης, την ενδεχόμενη απώλεια μιας από τις δύο χώρες με στροφή προς τον ανατολικό συνασπισμό και την ενδονατοϊκή σύγκρουση ανέλαβαν δράση πιέζοντας την ελληνική κυβέρνηση να δεχθεί μια λύση εκτός της ένωσης. Το φθινόπωρο του 1958, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ ξεκινούν οι προκαταρκτικές συσκέψεις μεταξύ της ελληνικής και της τουρκικής πλευράς, χωρίς την εκπροσώπηση των κυπρίων. Στις 16 Σεπτεμβρίου, ο Μακάριος έχει εκφράσει δημόσια την διάθεσή του για ανεξαρτησία της Κύπρου, μια παλιά ιδέα που «κρυβόταν» πάντα στο συρτάρι ως δεύτερη γραμμή άμυνας για τις διαπραγματεύσεις. Ο Καραμανλής και η Αθήνα αποδέχονται την πρόταση. Οι διεθνείς παράγοντες δείχνουν να συμμερίζονται την ιδέα της ανεξαρτησίας αφού τουλάχιστον προς το παρόν δίνει μια λύση στο πλαίσιο του δυτικού συνασπισμού. Το Δεκέμβρη του 1958, ο υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Φατίν Ζορλού προτείνει την ιδέα της δεσμευμένης ανεξαρτησίας για την Κύπρο. Εκτός των άλλων, η Άγκυρα πιέζεται και από το φόβο μίας καθεστωτικής μεταβολής, όπως αυτή συνέβη στο Ιράκ. Ακολουθούν άτυπες συναντήσεις μεταξύ Αβέρωφ και Ζορλού με πιο σημαντική την απόρρητη συνάντηση που έγινε τον Ιανουάριο στο Παρίσι και από την πλευρά τους οι Βρετανοί δεσμεύονται για αποδοχή μιας κοινής απόφασης μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Οι συμφωνίες και η «δεσμευμένη ανεξαρτησία»
Στις 11 Φεβρουαρίου 1959 υπογράφηκε στη Ζυρίχη η ομώνυμη συμφωνία για την ανεξαρτησία της Κύπρου. Η συνθήκη υπογράφηκε μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Ελλάδας και της Τουρκίας ως επακόλουθο της συνάντησης των δύο πρωθυπουργών, Καραμανλή και Μεντερές. Η συμφωνία επικυρώνεται έντεκα μέρες αργότερα στο Λονδίνο και υπογράφεται από Βρετανούς και Κυπρίους μετά από ισχυρές πιέσεις προς τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο. Το κείμενο της Συμφωνίας προβλέπει την δημιουργία ανεξάρτητου κράτους, της Δημοκρατίας της Κύπρου αποκλείοντας στο διηνεκές τόσο την ένωση όσο και τη διχοτόμηση. Οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου όσον αφορά το διεθνές επίπεδο, αποτελούν ουσιαστικά τη διάσωση του ΝΑΤΟ, γι’ αυτό και οι αμερικανικές πιέσεις ήταν τόσο έντονες προς όλες τις πλευρές.
Σύμφωνα με τον Κωνσταντίνο Τσουκαλά, το σύνταγμα που αποτελεί και τη ραχοκοκαλιά της νέας ανεξάρτητης δημοκρατίας ήταν ένας ελάχιστα πρακτικός συμβιβασμός ελληνικών και κυπριακών απόψεων, θεωρητικά ακατανόητο, πρακτικά νομικό τέρας και οδηγούσε ουσιαστικά στο χωρισμό των κοινοτήτων. Αντιθέτως για την πλευρά Καραμανλή και Αβέρωφ ήταν η αποθέωση της «real politik» και του «λειτουργισμού» που διέκρινε τις κυβερνήσεις Καραμανλή την περίοδο 1955-1963. Από την Ε.Δ.Α. που ήταν η μείζονα αντιπολίτευση και το Κέντρο, εκτός από τον Γ. Παπανδρέου, οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου χαρακτηρίστηκαν ως ενδοτικές αφού ενταφίαζαν το ζήτημα της Ένωσης, μια πάγια πολιτική θέση της Ελλάδας για την Κύπρο. Εδώ αξίζει να σημειώσουμε ότι εκτός από τον Καραμανλή ήταν καταλυτικός και ο ρόλος του Ευ. Αβέρωφ, ο οποίος παρότι Ηπειρώτης πολιτικός, ακόμη και στο ζήτημα της βορείου Ηπείρου είχε υιοθετήσει μια πιο μετριοπαθή στάση που θα οδηγούσε σε απτά αποτελέσματα. Ήταν όμως δύο εντελώς διαφορετικά ζητήματα.
Οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου είχαν εξαρχής το μεγάλο μειονέκτημα ότι θίγονταν τα δικαιώματα της κατά πολύ μεγαλύτερης πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων (82% Ελληνοκύπριοι, 18% Τουρκοκύπριοι). Η Κύπρος σύμφωνα πάλι με τον Τσουκαλά, αποτέλεσε την πρώτη χώρα του κόσμου, το σύνταγμα της οποίας αρνούνταν στην πλειοψηφία το δικαίωμα να ασκεί εξουσία. Η διοίκηση του νησιού έμπαινε σε συνεταιριστική βάση μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Συγκεκριμένα ο πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας θα έπρεπε να ήταν πάντα Ελληνοκύπριος και ο αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, εκλεγμένοι αντίστοιχα από τις δύο κοινότητες για περίοδο 5 ετών και με δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) στον πρόεδρο και τον αντιπρόεδρο στα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, άμυνας και ασφάλειας. Αυτή η ρύθμιση θα δημιουργήσει αργότερα σημαντικά προβλήματα στη λειτουργία της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το δεύτερο σημαντικό που προέβλεπε ήταν η παράλληλη λειτουργία ενιαίας βουλής των αντιπροσώπων και δύο κοινοτικών βουλών. Στην βουλή των αντιπροσώπων θα υπήρχαν 50 Ελληνοκύπριοι και 15 Τουρκοκύπριοι αντιπρόσωποι (βουλευτές), ο πρόεδρος της βουλής θα ήταν πάντα Ελληνοκύπριος και ο αντιπρόεδρος Τουρκοκύπριος, ενώ στην εκάστοτε κυβέρνηση από τα δέκα υπουργεία τα 7 θα τα κατείχαν Ελληνοκύπριοι και τα 3 Τουρκοκύπριοι. Όσον αφορά τις 2 κοινοτικές συνελεύσεις ή βουλές η κάθε μια είχε την αρμοδιότητα των θρησκευτικών, εκπαιδευτικών και πολιτιστικών θεμάτων της κάθε κοινότητας. Αν προέκυπτε κάποιο πρόβλημα στις αρμοδιότητες θα τις έλυνε το ανώτατο συνταγματικό δικαστήριο. Όσον αφορά τη στελέχωση του στρατού, η αναλογία άλλαζε υπέρ των Τουρκοκυπρίων, αφού από 7 προς 3 για τα υπόλοιπα γινόταν 6 προς 4. Στην επάνδρωση των σωμάτων ασφαλείας θα ίσχυε η αναλογία 7 προς 3. Μαζί με τις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου υπογράφηκε και η συνθήκη εγγύησης που αποτελούσε εγγύηση της ανεξαρτησίας της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Ελλάδα, την Αγγλία και την Τουρκία.
Αποτελούσε επίσης και εγγύηση της εδαφικής ακεραιότητας, της ασφάλειας και πιστής τήρησης του συνταγματικού πολιτεύματος της Κύπρου μέσω συλλογικής ή μεμονωμένης εφόσον απαιτηθεί παρέμβασης. Εκτός από τη συνθήκη εγγύησης υπογράφηκε και η συνθήκη συμμαχίας μεταξύ Κύπρου-Ελλάδας και Τουρκίας με μεικτό τριμερές στρατηγείο, με τη συμμετοχή 950 Ελλήνων και 650 Τούρκων αξιωματικών και στρατιωτών. Τέλος οι συμφωνίες προέβλεπαν τη διατήρηση των ισχυρών αγγλικών βάσεων στη Δεκέλεια και το Ακρωτήρι. Για τους Ελληνοκύπριους οι συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου δεν ήταν το τέλος του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα.
1960-1963: η «αλυσιτελής δημοκρατία» και το Σχέδιο Άτσεσον
Σύμφωνα με τη μαρτυρία μιας από τις πιο σημαντικές προσωπικότητες που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις της περιόδου, του πρέσβη και συνεργάτη του Μακάριου Νίκου Κρανιδιώτη, ο αρχιεπίσκοπος και εθνάρχης της Κύπρου Μακάριος του είχε εκμυστηρευτεί ότι η υπογραφή των συμφωνιών ήταν ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί το σχέδιο Μακμίλαν. Όταν ο Μακάριος επέστρεψε από τη Ζυρίχη, είχε διατυπώσει κάποιες επιφυλάξεις σχετικά με δευτερεύοντα σημεία. Ο Καραμανλής είχε πιέσει το Μακάριο στο Λονδίνο να άρει τις επιφυλάξεις του. Επιστρέφοντας ο Μακάριος την 1η Μαρτίου 1959 στην Κύπρο, δημιούργησε ενσυνείδητα ή όχι ένα πολιτικό επιχείρημα που θα το χρησιμοποιούσε στο μέλλον αφήνοντας να εννοηθεί ότι υπέγραψε κάτω από πίεση. Τόσο στο εσωτερικό της Κύπρου όσο και της Ελλάδας η στάση του στο Λονδίνο ερμηνεύτηκε με διαφορετικό τρόπο από κάθε πλευρά. Το σίγουρο είναι ότι η επίσημη ελληνική πλευρά εξέφρασε τη δυσφορία της για την εκ των υστέρων στάση του Μακάριου και ο μητροπολίτης Κυρήνειας, Κυπριανός, ο Γρίβας και το ΑΚΕΛ κατηγόρησαν το Μακάριο για τις συμφωνίες. Αυτό που πάντως υπήρξε διάχυτο στην ελληνοκυπριακή πλευρά ήταν η αίσθηση της προσωρινότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το Δεκέμβριο του 1959 ο Μακάριος εκλέγεται πρόεδρος με 67% και στις βουλευτικές εκλογές του 1960, το κόμμα του το Πατριωτικό Μέτωπο, που αυτή τη φορά συμμάχησε με το ΑΚΕΛ, κερδίζει τις βουλευτικές εκλογές και τον Αύγουστο το σύνταγμα μπαίνει σε ισχύ. Στην τουρκοκυπριακή πλευρά αντιπρόεδρος εκλέγεται ο Δρ. Κιουτσούκ και πρόεδρος της κοινοτικής Συνέλευσης ο Ραούφ Ντενκτάς. Η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να διαχειριστεί για πρώτη φορά κάτι που καταρχήν έμοιαζε θετικό, μία δεύτερη ελληνική φωνή στο διεθνές πλαίσιο που θα εκφραζόταν από την ανεξάρτητη Κυπριακή Δημοκρατία. Στις συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου προβλεπόταν ότι στους μεγάλους δήμους θα υπήρχαν χωριστές κοινότητες, ελληνοκυπριακές και τουρκοκυπριακές, διοικητικά και γεωγραφικά. Ο Μακάριος δεν δέχτηκε στην ουσία να εφαρμόσει τη διάταξη γιατί πίστευε ότι αυτό θα οδηγούσε στη δημιουργία απόστασης μεταξύ των δύο κοινοτήτων.
Οι Τουρκοκύπριοι ως αντίδραση στην τακτική του Μακάριου καταψήφισαν το φορολογικό νομοσχέδιο, πράγμα που οδήγησε σε πολιτικό αδιέξοδο.
Ο Καραμανλής πιστεύει ότι η πολιτική της Αθήνας θα πρέπει να είναι αποτελεσματική χωρίς να ηγεμονεύει τη Λευκωσία. Και αυτό θα το πετύχει με την αποφυγή των μαξιμαλισμών (βλ. ένωση) και την κατανόηση ότι η ευρύτερη περιοχή της Κύπρου είναι μία εύφλεκτη βόμβα και ότι η ισχύς των ελληνικών δυνάμεων στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή ήταν περιορισμένη ή τουλάχιστον υπολειπόταν αυτών της Τουρκίας. Από το 1961 ο Μακάριος έχει ενταχθεί πρακτικά στο κίνημα των Αδεσμεύτων με την επίσημη επίσκεψη που πραγματοποίησε στο Βελιγράδι. Την κίνηση αυτή δεν είδαν φυσικά με καλό μάτι οι δυτικοί σύμμαχοι και η Αθήνα. Για τον Μακάριο ήταν μια εναλλακτική πολιτική που θα μπορούσε να χρησιμεύσει ως μέσο πίεσης στη διεθνή κοινή γνώμη χωρίς να κατηγορηθεί από τους δυτικούς συμμάχους για στροφή προς τον ανατολικό συνασπισμό και τη Σοβιετική Ένωση. Το Δεκέμβριο του 1962 ο Μακάριος θέλει να προχωρήσει στην αναθεώρηση της διάταξης για τους δήμους και τις κοινότητες, από το Υπουργικό Συμβούλιο, γεγονός που δημιούργησε συνθήκες κρίσης. Ήδη ο αρχιεπίσκοπος έχει κλείσει το μάτι στο μέτωπο των Αδεσμεύτων και στις 3 Νοεμβρίου 1963 θα κάνει την πρόταση για αναθεώρηση του Συντάγματος και περίπου ένα μήνα αργότερα στις 5 Δεκεμβρίου ο Μακάριος ανήγγειλε τη μονομερή αναθεώρησή του.
Στην Αθήνα η ανάληψη της πρωθυπουργίας από τον Γεώργιο Παπανδρέου με ισχυρή πλειοψηφία το Φεβρουάριο του 1964 θα σηματοδοτήσει την αλλαγή στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Το δόγμα του «εθνικού κέντρου» που σταδιακά θα υιοθετήσει η κυβέρνηση Παπανδρέου θα αναζωπυρώσει το αίτημα για «Ένωση». Η κατάσταση στο νησί βρίσκεται σε οριακό σημείο και ο κίνδυνος μιας ελληνοτουρκικής σύρραξης είναι ορατός.
Η «γκετοποίηση» του τουρκοκυπριακού στοιχείου στους «θύλακες», η αδιάλλακτη τουρκική στάση, η ένοπλη δράση της ΕΟΚΑ Β΄, η φιλοτουρκική πολιτική των Αμερικανών, η παντελής έλλειψη σχεδίου από την ελληνική κυβέρνηση και ορισμένες ακροβασίες του Μακάριου θα δημιουργήσουν εκρηκτική ατμόσφαιρα που συνοδεύεται από ένοπλες συγκρούσεις. Το σχέδιο Άτσεσον, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ο πρόγονος του Σχεδίου Ανάν, το 1964 που έδινε όλη την «πολυκατοικία» στους Ελληνοκύπριους και ένα «ρετιρέ» επί ενοικίω στους Τουρκοκύπριους (στο αναθεωρημένο σχέδιο του Αυγούστου η τουρκική ζώνη περιοριζόταν σε 200 τετραγωνικά μίλια με εκμίσθωση), σύμφωνα με την έκφραση που χρησιμοποίησε ο πάντα δημαγωγός και επιρρεπής στο λαϊκισμό Γεώργιος Παπανδρέου δεν έλυσε το πρόβλημα.
Η συνέχεια για τον κυπριακό λαό αποδείχθηκε ακόμα πιο οδυνηρή αφού δέκα χρόνια αργότερα και με αφορμή το πραξικόπημα του Σαμψών στην Κύπρο και λόγω της προδοτικής πολιτικής της χούντας των συνταγματαρχών και της σιωπηρής συμφωνία των Αμερικανών, οι Τούρκοι κατά παράβαση του διεθνούς δικαίου και με πρόσχημα διάταξη των Συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου θα εισβάλουν στην Κύπρο. Η περιπέτεια συνεχίζεται…
*Ο Δημήτρης Στεμπίλης είναι υποψήφιος διδάκτορας Σύγχρονης Ιστορίας & Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Paris 1-Σορβόννη