Η εκτίμηση περί «μακεδονικού μετώπου» θέλει να χωρέσει την πολυμορφία και τον σημερινό κατακερματισμό συνειδήσεων και διαθέσεων σε ένα ενιαίο σχήμα. Αν η κατάσταση πνευμάτων είναι κυρίως της τάξης του «ζήτω ο ελληνικός στρατός» και «ζήτω οι ειδικές δυνάμεις», εύκολα μπορούν μετέπειτα να κατατροπωθούν οπτικές και στάσεις. Δεν είναι όμως αυτή. Όπως «αντίθετα» δε θα έστεκε μια περιγραφή που θα έβλεπε το λαό να σιγοτραγουδά συγκινημένος Ρίτσο και Θεοδωράκη, με ό,τι συμφραζόμενα και φορτία θα εμπεριείχε αυτή η εικόνα. Το ότι η συνέχιση μιας καταστροφικής πορείας αλλά και η ήττα των προσδοκιών αλλαγής μπορούν να ενισχύσουν «μαγκιές» και «γιούρια» δε σημαίνει ότι συμβαίνει κιόλας. Και μάλιστα σε τέτοιο απόλυτο βαθμό που να μην επιτρέπει διαφορετικές εναλλακτικές.

Στην πραγματικότητα, δε μοιάζει πολύ πιθανό το να βρεθούμε μπροστά σε μια καθαρή αντιιμπεριαλιστική στάση όπου θα αναγνωρίσουμε τα δικά μας οράματα. Μπροστά σε ένα κίνημα που να έχει τις «αναγκαίες προδιαγραφές» ενός αριστερού πατριωτισμού. Μιλώντας πάντα για μαζικά ρεύματα και όχι για κινήσεις και πρωτοβουλίες. Η εκτίμηση ότι στη χώρα μας το εθνικό και το κοινωνικό συμπλέκονται φανερώνει τις περιπλοκές του αγώνα και δε σημαίνει να βρούμε κάποιο «σωστό εθνικό». Όχι απλά δε ζούμε στο ’40, αλλά ούτε στο 2011.

Κανείς δεν μπορεί να προβλέψει, ούτε να παραγγείλει το υποκείμενο που θα διεξάγει την κάθε φορά σύγκρουση. Γιατί αυτό δεν έχει να κάνει αυστηρά με κοινωνικά στρώματα. Πόσο μάλλον με πολιτικές τοποθετήσεις, ειδικά σε μια περίοδο που η αριστερά κυβερνά. Έτσι, ο χαρακτήρας ή η σύνθεση των συλλαλητηρίων δεν ήταν ένα «λάθος». Δεν έχει σχέση απλά με τις δυνάμεις που παίζουν ρόλο, ούτε είναι προϊόν σχεδιασμού. Είναι καταρχάς ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται σήμερα το προχώρημα της κρίσης και της διάλυσης, τα νέα μέτωπα, η κρίση εκπροσώπησης. Αν απέναντι σε αυτά αποδεχτούμε τις παλιές ταυτότητες αριστεράς-δεξιάς (με τους όρους που το σύστημα θέτει) πρέπει να εκτιμήσουμε σοβαρά το τι ακριβώς ενισχύουμε.

Μα ποια τάξη πραγμάτων έχει σήμερα απέναντι του ο ελληνικός λαός; Τα εθνικά του φαντασιακά και τέλος; Μάλλον περισσότερο την ελληνική κυβέρνηση και σύσσωμο το πολιτικό σύστημα που απολύτως δεμένα σε Νατοϊκούς σχεδιασμούς αποδέχονται τη νέα «βαλκανιοποίηση». Αυτή η αντίθεση δεν μπορεί να παραβλέπεται. Το μεγάλο ολίσθημα είναι ότι η κυβέρνηση δεν πιέστηκε από καμιά πολιτική δύναμη ή ακόμα χειρότερα ότι καταγγέλθηκε για μικρή υποχωρητικότητα και καθυστέρηση να δώσει ό,τι της ζητούν οι ισχυροί. Στην πραγματικότητα, ο αγώνας ενάντια στον εθνικολαϊκισμό –πέρα από την κατάργηση της δυνατότητας λαϊκών εκπροσωπήσεων, εκφράσεων, εξάρσεων, ενοτήτων– πάνω σε αυτό δουλεύει. Η εθνική κυριαρχία ως τα ελάχιστα μέτρα που οριακά την εκφράζουν (ακόμα και ένα βέτο) δεν νοείται καν ως ένα μέσο άμυνας απέναντι στην ιμπεριαλιστική καταλήστευση. Είναι απλά «καθυστέρηση», οπισθοδρόμηση ή και πιο ύπουλα προσχώρηση στον μεγάλο ρεαλισμό: «Μα όλος ο κόσμος την έχει αναγνωρίσει έτσι».

Οι πατρίδες δεν είναι κυρίως το πατριωτικό αίσθημα και ποτέ το πραγματικό της κυριαρχίας των λαών. Για κάθε πατρίδα που χτυπιέται θα έπρεπε να νιώθουμε στρατηγική θλίψη. Ακόμα και για πράγματα που υπερβαίνουν την ιδιότητα του πολίτη, ή τη δυνατότητα για κάποια κουμάντα και έχουν σχέση με παραδόσεις, πολιτισμούς, γλώσσες, ποικιλίες. Οι νοηματοδοτήσεις του όρου δεν θα είναι αναγκαστικά μισαλλόδοξες, εθνικιστικές και ρατσιστικές. Ούτε είναι ληγμένα τα περιεχόμενα που θα διεκδικηθούν, αν η ματιά μας ξεκινά και φτάνει μέχρι τη χειραφέτηση υποτελών και καταπιεσμένων. Είναι όμως ακατανόητη η μομφή ότι τα πραγματικά «εθνικά θέματα» είναι τα λιμάνια, τα νοσοκομεία, η παιδεία, η πρόνοια, οι μισθοί κ.ό.κ. και όχι το όνομα της Μακεδονίας. Το να στέκεσαι στις δυνάμεις σου αλλά και η ισχύς για να το καταφέρεις περνά από δρόμους περισσότερο απαιτητικούς από μια ονοματολογία. Δεν μπορεί όμως αυτό να λειτουργεί ως επιχείρημα που να κρύβει την γενικευμένη υποβάθμιση της χώρας στο γεωπολιτικό πεδίο και τους κινδύνους από τις λύσεις που δρομολογούνται. Στο γεωπολιτικό επίπεδο διεξάγεται μια πάλη των τάξεων και όχι μια νόθευσή της.

Μα ποια τάξη πραγμάτων έχει σήμερα απέναντι του ο ελληνικός λαός; Τα εθνικά του φαντασιακά και τέλος; Μάλλον περισσότερο την ελληνική κυβέρνηση και σύσσωμο το πολιτικό σύστημα που απολύτως δεμένα σε Νατοϊκούς σχεδιασμούς αποδέχονται τη νέα «βαλκανιοποίηση». Αυτή η αντίθεση δεν μπορεί να παραβλέπεται

Είναι πιθανό μια ελληνική κυβέρνηση να υιοθετήσει διεθνιστική στάση; Δύσκολο. Γιατί ασχέτως κόμματων, ο βαθμός εξάρτησης της χώρας δεν επιτρέπει πολλές ευλυγισίες. (Αν βέβαια ξεφύγουμε από την αντίληψη της ευρωπαϊκής αριστεράς ότι οι βομβαρδισμοί είναι διεθνιστικό καθήκον, πράγμα που έχει σχεδόν ξεχαστεί…). Και μέσα από ποιους δρόμους θα περάσει η φιλία και η συνεννόηση των βαλκανικών λαών; Ακόμα πιο δύσκολο ερώτημα. Σίγουρα από την εναντίωσή τους στις φιλονατοϊκές τους κυβερνήσεις. Σίγουρα από κοινούς στόχους ενάντια στην νέα βαλκανιοποίηση. Σίγουρα με την άρνησή τους να χρησιμοποιηθούν ως μοχλοί προώθησης αλλότριων συμφερόντων. Σίγουρα με την συνεργασία δημοκρατικών δυνάμεων, κινήσεων και κινημάτων. Σίγουρα με το χτύπημα του εθνικισμού και των όρων που τον δυναμώνουν.

* Μια από τις αφορμές για αυτές τις σκέψεις ήταν το άρθρο του Γ. Λιερού στον προηγούμενο Δρόμο που θα μπορούσε να σταθεί αφορμή για να συνεχιστεί ένας ουσιαστικός διάλογος

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!