του Γιάννη Ζήβα
Κι άλλο ένα καλοκαίρι η Ελλάδα στα κάρβουνα, με την κυριολεξία του όρου. Η μία πυρκαγιά διαδέχεται την άλλη, κάποιοι, στον ρόλο του Νέρωνα ή του Ηρόστρατου, χαίρονται με τον όλεθρο που λέγεται πυρκαγιά, καιροφυλακτούντες για να καταπατήσουν αργότερα τα ορφανά από δένδρα και δάση εδάφη, ενώ οι πυροσβέστες με τις λιγοστές δυνάμεις που διαθέτουν, ελέω μνημονίων, και με τη βοήθεια των ηρωικών εθελοντών προσπαθούν να καταστείλουν την λαίλαπα του πύρινου ολέθρου.
Σε λίγο το νεκρικό τοπίο θα κυριαρχήσει με τα εναπομείναντα απανθρακωμένα δένδρα και ζωάκια του πάλαι ποτέ δάσους. Τα θύματα από τον πύρινο όλεθρο έχουν υπερβεί τα ογδόντα. Πρόκειται για ένα κατά κυριολεξία ολοκαύτωμα. Οι πνεύμονες της χώρας λιγοστεύουν, κι εκεί που κάποτε το πράσινο κυριαρχούσε, σε λίγο καιρό, ή θα εμφανισθούν οικοδομές, ή θα ξεφυτρώσουν ανεμογεννήτριες, ή και τίποτε.
Αυτή η κατάσταση συνεχίζεται εδώ και 37 χρόνια με καμένες εκτάσεις εκατομμυρίων στρεμμάτων κυρίως στην Νότια Ελλάδα και στα νησιά. Αν ληφθεί υπ’ όψιν και η κυριαρχία των μνημονίων με την κοινωνική ερήμωση ως κύρια συνέπεια, τότε η καμένη χώρα μας αποτελεί το φρικώδες σκηνικό του πλήρους ολέθρου. Η κατάκαυση μεγάλου μέρους του δασικού μας πλούτου πρέπει κατά τη γνώμη μου να αποδοθεί σε τέσσερες παράγοντες: α) Στα συμφέροντα εκμετάλλευσης της γης από καταπατητές για οικοδόμηση, β) στην έλλειψη ορθολογικά οργανωμένης δασικής υπηρεσίας και κατάρτισης δασικών χαρτών γ) στην εγκατάλειψη του δάσους από εκείνους που ζούσαν απ’ αυτό (βοσκούς, υλοτόμους, ρητινοσυλλέκτες κ.λπ.) και δ) στην αμέλεια που μας χαρακτηρίζει ως κοινωνία. Ενδείξεις αυτής της αμέλειας είναι ο μη καθαρισμός από τα αγριόχορτα που περιβάλλουν τις πόλεις μας αλλά και τα σπίτια μας, οι σκουπιδότοποι και η αδιαφορία για οτιδήποτε έχει δημόσιο χαρακτήρα, έχοντας θεοποιήσει οτιδήποτε είναι ιδιωτικό. Μπορεί τα σπίτια μας να λάμπουν από καθαριότητα, αλλά μόλις βγούμε από το κατώφλι του σπιτιού μας κυριαρχεί το σκουπίδι και η βρωμιά.
Η συγκρότηση ενός κοινωνικού κινήματος προστασίας του δασικού μας πλούτου με μαζικό χαρακτήρα είναι αναγκαίος όρος επιβίωσης και αξιοπρέπειας
Η απαισιοδοξία που διαγράφεται με τα παραπάνω λόγια δεν οδηγεί πουθενά, αν όχι στην απραξία. Γι’ αυτόν τον λόγο τίθεται το ερώτημα: Πώς μία κοινωνία που αντιδρά με κινητοποιήσεις για τα φλέγοντα θέματα της τωρινής συγκυρίας, (μνημόνια, εργασιακά, δράσεις κατά του φασισμού, ευρύτερα εγχώρια και διεθνή ζητήματα), που πραγματοποιεί απεργίες, συγκεντρώσεις, διαδηλώσεις, πορείες για δεκάδες θέματα, δεν αντιδρά με όρους αντίστοιχης μαζικής κινητοποίησης αφενός κατά των ποικιλώνυμων συμφερόντων που κρύβονται και βυσσοδομούν πίσω από τις πυρκαγιές και αφετέρου κατά της υποστελέχωσης των δυνάμεων πυρόσβεσης και πυρασφάλειας; Δηλαδή πώς δικαιολογείται η προ του θέρους απραξία, από άποψη ευαισθητοποίησης του κοινωνικού παράγοντα, για το ζήτημα που, στην κυριολεξία του όρου, είναι το φλέγον ;
Γιατί έχει χαθεί η φωνή των διαφόρων κομματικών φορέων της ευρύτερης Αριστεράς, και των ποικίλων εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων αναφορικά με την εκ των προτέρων προετοιμασία του κόσμου εν όψει της θερινής λαίλαπας; Απάντηση μονοσήμαντη δεν μπορεί να δοθεί. Όπως δεν μπορεί να δοθεί εύκολα απάντηση για την μετά το θέρος περίοδο. Τότε, άλλα ζητήματα θα κυριαρχήσουν για να λησμονηθεί η καταστροφή που έλαβε χώρα λίγο καιρό πριν. Αυτήν την καταστροφή όμως θα μας την υπενθυμίσει η ίδια η φύση, όταν αρχίσουν οι πρώτες βροχές και εμφανισθούν οι πλημμύρες και οι κατολισθήσεις εξαιτίας της ανυπαρξίας των δασών. Εν ολίγοις, μόνο ως Επιμηθείς λειτουργούμε και καθόλου ως Προμηθείς!
Έπαινος πρέπει να αποδοθεί μόνο στους πυροσβέστες και στους ηρωικούς εθελοντές, στις διάφορες οργανώσεις των Δήμων, αλλά και σε άλλες συλλογικότητες δασοπροστασίας όπως λ.χ. ο ΕΔΑΣΑ. Με την ευκαιρία αυτή να θυμίσουμε, ότι φέτος συμπληρώνονται έντεκα χρόνια (2007) από την καταστροφή μεγάλου μέρους του κυριότερου πνεύμονα του Λεκανοπεδίου, της αγαπημένης μας Πάρνηθας. Ευτυχώς, στα καμένα εδάφη της άρχισαν να αναπτύσσονται μικρά έλατα και πεύκα, χάρη στη συγκροτημένη προσπάθεια των φίλων του βουνού και των προαναφερθεισών οργανώσεων.
Συνεπώς, η συγκρότηση ενός κοινωνικού κινήματος προστασίας του δασικού μας πλούτου με μαζικό χαρακτήρα είναι αναγκαίος όρος επιβίωσης και αξιοπρέπειας.