Του Μάρκου Δεληγιάννη. Πόσο γρήγορα, στ’ αλήθεια, ξεχνάμε τα τραγούδια μας.

Πόσο εύκολα αναθέτουμε στον καπνό, μετάφραση να κάνει στο τίποτα, αυτό που κάποτε ήταν κάτι. Πόσο άσκεφτα χτίσαμε τις κατοικίες μας, πάνω στα ερείπια του ύπνου.
Χρόνος πολύς δεν πέρασε από τότε -θαρρώ τέλος του καλοκαιριού ήτανε- όταν οι ορδές του ολέθρου παρατάχθηκαν έξω από ένα θέατρο και ματαίωσαν την παράσταση. Οι διατυπώσεις της ταφής του συμβάντος δεν απασχόλησαν ιδιαίτερα τον χρόνο. Μια εβδομάδα ήταν υπεραρκετή. Όσο για τους συντελεστές της ματαιωμένης παράστασης; Χάθηκαν. Τους κατάπιε η καταβόθρα του προελαύνοντος ολοκληρωτισμού. Σιγά που θα ξοδεύονταν πολύτιμος χρόνος για τις αμφιλεγόμενες περιπέτειες των θεατρίνων.
Κι ο χείμαρρος, ο φαιός, συνεχίζει το ταξίδι το τυφλό. Χωρίς συζήτηση καμιά, ό,τι βρει μπροστά του, το παρασύρει, το εντάσσει στην κοίτη του.
Πριν από λίγες μέρες, πέρασε κι αυτό στ’ ασήμαντα τα γεγονότα, οι ίδιες λεγεώνες του σκότους, εισέβαλλαν, ανενόχλητα, σε νοσοκομείο της Τρίπολης κι εκεί, συνεπικουρούμενες από τη διοικήτρια του ιδρύματος, έλεγχο «αστυνομικής» υφής διενήργησαν, προκειμένου να εντοπίσουν μετανάστριες, «παράνομα» εργαζόμενες, σαν αποκλειστικές νοσοκόμες! Φαίνεται πως κάποιοι αγνοούν τα αυτονόητα. Δεν έχουν κατανοήσει πως ο κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από τι λογής δέρμα καλύπτει τα σπλάχνα του, τους μύες του, είναι μια συναρπαστική οντότητα. Ένας ολόκληρος κόσμος, που θέλει να ζήσει, ν’ αγαπήσει, να μισήσει, να κλάψει, να γελάσει. Βέβαια, οι αντιπρόσωποι της βίας και του παραλογισμού, έχουν μιαν άλλη ενόραση. Είναι φορείς της παρακμής. Εύκολα, διακρίνει κανείς πίσω τους, φτάνει αισθητήρια όργανα να διαθέτει, το λυκόφως της βαρβαρότητας, που, αλίμονο, αν δεν αναχαιτισθεί, σύντομα θα κρύψει τον ήλιο κι η νύχτα η σιωπηλή θα τυλίξει τον ορίζοντα.
Κι ο εκσκαφέας του μοντέρνου ολοκληρωτισμού συνεχίζει αδιάφορος το έργο του. Η κατεδάφιση του βίου τόσων και τόσων ανθρώπων του μόχθου, πρέπει να συντελεστεί. Κάποιος, εξέχων νους, απεφάνθη βαθυστόχαστα, πως τούτες τις μέρες της ύφεσης κι ενώ το σκάφος της πολιτείας κλυδωνίζεται, οι εργαζόμενοι απολαμβάνουν αγαθά που τους προσφέρει το απίθανο ποσό των 19,5 ευρώ, που εισπράττουν ημερησίως! Αλήθεια, πού οδηγούμεθα; Καιρός των περικοπών. Τα κέρδη των αφεντικών κινδυνεύουν! Όπως ήταν φυσικό οι παχυλά αμειβόμενοι εργαζόμενοι, έτρεξαν τα προνόμιά τους να διαφυλάξουν. Παρατάχθηκαν ησύχως στα σκαλοπάτια του υπουργείου. Ξεδίπλωσαν τα πανό με τα συνθήματα τ’ ανατρεπτικά: «Μέργο των 6.000 ευρώ, σου φαίνονται πολλά τα 586 ευρώ; Ζήσε εσύ με τόσα!» Μαζί τους, οι μόνιμοι «ταραχοποιοί», δύο βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ, τα δίκαια των φτωχών βιοπαλαιστών να προασπίσουν. Μα του νόμου οι θεράποντες δεν ορρωδούν προ ουδενός. Τι σημασία έχει, αν μέλος του Κοινοβουλίου είσαι; Θα εισπνεύσεις και εσύ τα χημικά μας προϊόντα. Θα εισπράξεις τις σφαλιάρες, τις κλοτσιές, τις βρισιές και θα πεις κι ευχαριστώ! Άλλωστε, οι παράνομες ενέργειες, έτσι θ’ αντιμετωπίζονται. Τώρα ποιος του νόμου είναι ο συντάκτης;
Την απάντηση την δίνει ο Κ. Βάρναλης στην Αληθινή Απολογία του Σωκράτη. «Αλίμονο στον αυτόδουλο πολίτη, που φθασμένος στα έσχατα της απελπισίας του παραδίνεται για να σωθεί στα χέρια των Θεών και στους νόμους των κλεφτών».
Αλήθεια, φίλοι μου, είσθε τόσο αφελείς, ώστε να πιστεύετε, πως εσείς θα μείνετε αλώβητοι απ‘ της νύχτας την φρικαλέα σιωπή; Όχι. Ο χείμαρρος είναι τυφλός. Και σάς θα παρασύρει, αν χρειαστεί, αν εμπόδιο σταθείτε στην ξέφρενη πορεία του.
Κι ο ανθύπατος απ’ την Ρώμη, που όλο σκαλίζει και ερευνά των ιθαγενών τα έργα, εξεμάνει. Πώς είναι δυνατόν ελπίδες να καλλιεργούν στην υπόδουλη ψυχή τους; Πως είναι μπορετό, ως κι αυτοί, αξιώσεις να προβάλλουν; Η φωνή του υπερφίαλου υπάτου ακούσθηκε με ευκρίνεια. Δουλεύετε χωρίς λόγια πολλά! Μόνο η δικιά μας φωνή, η φωνή του αφέντη, του αποικιοκράτη, ν’ ακούγεται!
 Οι μάσκες έπεσαν πριν καν ανοίξει το Τριώδιο. Θέλουν να μας πείσουν πως είμαστε σκλάβων γεννήματα και σαν τέτοιοι δεν δικαιούμεθα λόγο ν’ αρθρώνουμε. Και ο ανθύπατος συνέχισε. Διαρκώς μουρμουράτε για τα λάθη, για τους πολλαπλασιαστές, αλλά ξεχνάτε ότι εσείς πλέον δεν ανήκετε σε χώρα ανεξάρτητη.
Παραδοθήκατε, αμαχητί, στα νύχια του πλέον ανίερου τραστ, των τοκογλύφων!
Φίλοι μου, όσο, έντρομοι παραμένουμε, κλεισμένοι στα λαϊκά υπνωτήρια, εκεί όπου εξουσία και κράτος έχει η οθόνη της τηλεόρασης, θα είμαστε άφωνοι θεατές της ταφής της αξιοπρέπειας και της ζωής μας. Καιρός να υπερασπιστούμε το δέντρο της λευτεριάς. Το μεγαλώσαμε ποτίζοντάς το με αίμα. Καιρός να σηκώσουμε τις θυμωμένες σημαίες μας και να τραγουδήσουμε σιγανά, μα με καθάρια φωνή, τις μελλούμενες μέρες με τα πολύχρωμα οράματα.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!