Του Κώστα Ανδριανόπουλου
Η Αριστερά νομίζει ότι μπορεί να ασκεί πολιτικές στα όρια της φθοράς του ΠΑΣΟΚ. Το γεγονός εκφράζεται με πολλούς τρόπους, από βουλιμικούς, αυτούς δηλαδή που προσβλέπουν στην άμεση, σχεδόν αυτόματη είσπραξη κερδών, μέχρι πιο περίτεχνους. Οι τελευταίοι αφορούν ένα φάσμα τακτικών (στην ουσία τεχνικών), που ξεκινούν από την απευθείας συναλλαγή με το ΠΑΣΟΚ και καταλήγουν στις προτάσεις για την αριστερή συγκρότηση με κύριο εφόδιο την αντιπαλότητα στο κυβερνητικό ΠΑΣΟΚ.
Η κεντροαριστερά, ως σύλληψη, αποτελεί αυτό ακριβώς: Η κριτική επιχειρηματολογία όσων υποστηρίζουν κεντροαριστερά σενάρια και προαλείφονται για εταίροι είναι κυριευμένη από μια συμπεριφορά παραγκωνισμού, τη συμπεριφορά δηλαδή αυτού που προσπαθεί να πείσει το ΠΑΣΟΚ ότι ο ίδιος αποτελεί τη διέξοδο στην κατιούσα του.
Από την άλλη υπάρχει η Αριστερά που διεκδικεί έναν αυτόνομο ρόλο. Εδώ η άσκηση της πολιτικής πάνω στην φθορά του ΠΑΣΟΚ επιχειρείται μέσα από την αγωνιστική αποφασιστικότητα και την ένταση των συγκρούσεων. Συνακόλουθα έτσι, η αριστερή αποπεριθωριοποίηση παραπέμπεται στον απεγκλωβισμό της κοινωνικής βάσης του ΠΑΣΟΚ, με τα ίδια πάντα πενιχρά αποτελέσματα.
Αυτός ο τρόπος σκέψης συνιστά μια στρατηγική αδυναμία για την Αριστερά. Είμαστε ωστόσο υποχρεωμένοι να συνυπάρχουμε μαζί του, ωσότου διαμορφωθούν οι αναγκαίες ευρύτερες ιδεολογικές και πολιτικές προϋποθέσεις της αντίστοιχης χειραφέτησης. Έως τότε όμως, αυτή η πολιτική συμπεριφορά μπορεί να αντιμετωπιστεί σχετικά αυτόνομα στο ίδιο της το έδαφος.
Επ’ αυτού καθοριστικό είναι να πειστεί η Αριστερά πως σήμερα απαιτείται η διαμόρφωση μιας αξιόπιστης αντιπολίτευσης με στοιχειώδη φυσιογνωμία και αυτοσυνέπεια. Πολύ δε περισσότερο που η συγκυρία την εξωθεί σ’ αυτόν το ρόλο. Αντιπολίτευση που θα συνδέει τις μαζικές αντιστάσεις με την ουσία των προβλημάτων και όχι με τον παραγκωνισμό τους.
Οι τελευταίες κινητοποιήσεις είναι ένα παράδειγμα πολλαπλά διαφωτιστικό. Η κλιμάκωση των αντιστάσεων φέρνει τους μετέχοντες αντιμέτωπους με το επιτακτικό ερώτημα: Να ανακληθούν τα μέτρα. Και ως προς τη χώρα, τι; Αυτό το «τι» δεν είναι κάτι που αφορά το «μετά» από τις κινητοποιήσεις. Η ύπαρξή του επηρεάζει «τώρα» τη δυνατότητα και την έκβαση του αγώνα.
Προβάλει λοιπόν η ανάγκη για ένα σχέδιο οικονομικο-πολιτικής διεξόδου της χώρας εντός του οποίου οι αντινεοφιλελεύθερες ρήξεις θα βρίσκουν το νόημά τους. Σ’ αυτό θα εγγράφονται και οι διεκδικήσεις για τις αναγκαίες οικονομικές μεταβολές, που θα αντιδιαστέλλονται έτσι από τη λογική των θετικών προτάσεων και την έμμεση υποστήριξη της κυβέρνησης. Εδώ ακριβώς είμαστε σήμερα.