Κι αν αναρωτιέστε τι σχέση έχουν όλα αυτά με το βιβλίο του Γιώργου και της Σούλας Μπόζη, έχουν και παραέχουν. Γιατί αυτοί οι δύο Πολίτες και συμπολίτες μας, ανήκουν στο ξεχωριστό είδος πολιτών που βρίσκονται στον αντίποδα των μεταλλαγμένων. Ανήκουν σ’ αυτή τη μικρή κατηγορία που εξακολουθεί με σθένος να υπερασπίζεται και να αναδεικνύει τα πάτρια.
Γιατί, τι άλλο είναι αυτό το βιβλίο από ένα ανθεκτικό λιθάρι στα οχυρά που χτίζουν μερικοί άνθρωποι με τα χέρια τους και με το πνεύμα τους για να αντιμετωπίσουμε τη λαίλαπα της ισοπέδωσης που φέρνουν στον τόπο οι μεταλλαγμένοι των τραπεζών και των κομμάτων εξουσίας;
Άνθρωποι σαν τον Γιώργο και τη Σούλα Μπόζη, που διαθέτουν όλη τους τη ζωή στη μελέτη, υποστήριξη και ανάδειξη των καλύτερων στοιχείων ενός πολιτισμού άνευ του οποίου δεν είμαστε τίποτα παραπάνω από άχρωμα και άβουλα θύματα ενός διεθνούς κυκλώματος τοκογλυφίας.
Η ποιότητα ζωής ξεχειλίζει αρωματικά μέσα από τις συνταγές μαγειρικής που παρουσιάζει η Μπόζη, είτε στα βιβλία της είτε στην «Πολίτικη κουζίνα». Ποιότητα που συνδέεται όχι μόνο με αναλογίες υλικών στην κατσαρόλα, αλλά και με είδη τροφίμων που υπήρχαν άφθονα στον ευλογημένο μας τόπο. Προτού τα λεμόνια, τα κρεμμύδια και οι πατάτες γίνουν εισαγωγής. Μία μαγειρική που βασιζόταν σε μια κουλτούρα γευσιγνωσίας λαϊκής, αλλά και στη διατροφική αυτάρκεια των κοινωνιών, που εξέλιπε όχι γιατί στέρεψε ο τόπος από γόνιμα εδάφη, αλλά γιατί εφαρμόστηκαν πολιτικές που μας οδήγησαν εκεί. Πολιτικές που ξερίζωσαν τα αμπέλια, πολιτικές που έκοψαν τα καϊκια.
Η άγνωστη πλευρά της Πόλης
Η δημιουργικότητα αναδεικνύεται μέσα από τα μεταξωτά της Προύσας και τις σταμπωτές μαντίλες του Βοσπόρου που συλλέγει η Μπόζη, αλλά και τις αναφορές στην Πόλη που βρίσκει κανείς σε αφθονία στο προηγούμενο βιβλίο της «Ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης – Κοινότητα Σταυροδρομίου-Πέραν». Η υψηλού επιπέδου κοινοτική οργάνωση, η αλληλεγγύη, το καλό γούστο, η αρχιτεκτονική, η μουσική, η μαγειρική, η επιχειρηματικότητα, το θέατρο και βέβαια, το σινεμά αποτελούν στοιχεία ενός πολιτισμού υποδειγματικού, και μάλιστα, στα πλαίσια μιας κοινωνίας αλλογενούς και αλλόθρησκης, και κατά καιρούς εχθρικής.
Πού αλλού θα στηριχτεί μια χώρα, ένα κράτος, μια κοινωνία, αν όχι στα καλύτερα στοιχεία της, για να χτίσει το μέλλον της;
Πώς θα συγκροτήσει ένας λαός την ταυτότητά του αν δεν γνωρίζει τις καταβολές του, τα πολιτισμικά του θεμέλια και τα πολιτισμικά του αποθέματα;
Οι Ρωμιοί κινηματογραφιστές αποτελούν μία κατηγορία δημιουργών μέσα σε ένα σύνολο δημιουργών που συνέβαλαν καθοριστικά στη διαμόρφωση της νεότερης και εξαιρετικά πλούσιας κουλτούρας της ρωμέικης κοινότητας της Πόλης, αλλά και στη διαμόρφωση της σύγχρονης Κωνσταντινούπολης και της Τουρκίας ολόκληρης.
Αυτός ο δημιουργικός κόσμος, που περιλαμβάνει από τους φωτισμένους ιεράρχες ως τους ευφάνταστους γλύπτες και ζαχαροπλάστες, βασιζόταν σε στενούς δεσμούς ανάμεσα στις διάφορες εθνικές ομάδες της Πόλης, Ρωμιούς, Αρμένηδες, Εβραίους και Τούρκους, και ήταν στυλοβάτης της συνύπαρξης, τόσο στα χρόνια του αγώνα της εθνικής ανεξαρτησίας, όσο και στα χρόνια της ανασυγκρότησης μετά τη μικρασιατική καταστροφή.
Οι Πολίτες συχνά μιλούσαν για τον μεγάλο έρωτα του Κεμάλ με την ηθοποιό, χορεύτρια και τραγουδίστρια Ζωζώ Νταλμάς, την οποία συμπτωματικά γνώρισα μέσω της μητέρας μου. Κι αυτή η πτυχή των ελληνοτουρκικών σχέσεων και αλληλεπιδράσεων αναγνωρίζεται πλέον όλο και περισσότερο στη γειτονική μας χώρα, και καταγράφεται σε βιβλία, μελέτες και άρθρα στον τουρκικό τύπο, παρά την αντίδραση των εθνικιστών της Τουρκίας.
Στην Ελλάδα υστερούμε, γιατί επί χρόνια ο ντόπιος εθνικισμός, σκληρός και μαλακός, έχει επενδύσει πάνω στο ρατσισμό, τον αντικομμουνισμό, τον αντιεβραϊσμό, τον αντισλαβισμό και τον αντιτουρκισμό, επηρεάζοντας ακόμα και μεγάλη μερίδα των διανοουμένων.
Γι’ αυτό, παραβλέπουμε και υποτιμούμε τα θαυμαστά αποτελέσματα της συνύπαρξης Ρωμιών, Τούρκων, Εβραίων και Αρμένηδων στην Πόλη. Γιατί, από μικρά παιδιά, διδασκόμαστε και αναπαράγουμε όχι τα στοιχεία που ενισχύουν τη φιλία, τη συνύπαρξη και τη δημιουργικότητα ανάμεσα στους λαούς, αλλά τα στοιχεία που καλλιεργούν το μίσος και την εχθρότητα όχι μόνο για καθεστώτα, αλλά και για κοινωνίες ολόκληρες.
Ρωμιοί καλλιτέχνες
Ο ήχος και η εικόνα, η μουσική και η αγιογραφία, και στα νεότερα χρόνια η φωτογραφία, ήταν ανέκαθεν συστατικό στοιχείο του Ελληνισμού της Πόλης. Μέσα από τις φωτογραφίες των Ρωμιών φωτογράφων που ήταν σπουδαίοι καλλιτέχνες, όπως ο Θεόδωρος Βαφειάδης, απεικονίζεται η ζωή στην Πόλη. Όσοι έχουν παλιές οικογενειακές φωτογραφίες από την Πόλη, το ξέρουν. Αισθητικά άψογες, είναι έργα τέχνης. Όπως υπέροχα είναι πολλά από τα κτήρια που έχτισαν οι Ρωμιοί αρχιτέκτονες. Σήμερα, διασώζονται 300 μόνο στην Πόλη! Ανάκτορα, εκκλησίες, τζαμιά, δημόσια κτήρια, σχολεία και βίλες. Γύρω στο 1900, οι τουρκικές πηγές αναφέρουν 250 Ρωμιούς αρχιτέκτονες μόνο στην Πόλη! Και πόσοι απ’ αυτούς δεν ήρθαν να χτίσουν εδώ, στην Ελλάδα, μετά τη μικρασιατική καταστροφή!
Και πόσοι ψαλτάδες, θεσπέσιοι, σαν τον Θρασύβουλο Στανίτσα, που ως τα τελευταία του, το 1987, έψελνε στον Άγιο Δημήτριο Αμπελοκήπων. Και πόσοι μουσικοί και τραγουδιστές! Μπορεί στην Ελλάδα να μην γνωρίζουμε την Ευθαλία και τους αδερφούς Μπατζανούς, τον Αλέκο και τον Γιώργο, ούτε τους Ρωμιούς συνθέτες Αντώνη, Ζιβάνη και Χρίστο Κυριαζή, τον Νικολάκη, τον Ζαφειράκι Εφέντη και τον Μάρκο Τσολάκογλου, αλλά σίγουρα γνωρίζουμε τη Μαρίκα Νίνου, τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, τον Κώστα Σκαρβέλη, τον Κώστα Καρίπη, τον Νταλγκά και, βεβαίως, τον Γιώργο Μητσάκη, που δεν ήταν οι μόνοι που ήρθαν από την Πόλη στην Ελλάδα, και μαζί με τους Μικρασιάτες καλλιτέχνες συνδιαμόρφωσαν το νεότερο ελληνικό τραγούδι.
Ο Γιώργος Μπόζης ήταν ο ίδιος σκηνοθέτης στην Πόλη, διευθυντής του περιοδικού «Νέος Κινηματογράφος», εκδότης του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος» και γενικός γραμματέας της ταινιοθήκης της Πόλης. Μέχρι το 1980 που μετεγκαταστάθηκε στην Αθήνα, πρωτοστατούσε στον αγώνα των προοδευτικών Τούρκων κινηματογραφιστών κόντρα στη λογοκρισία και μάζευε τα στοιχεία που εμπεριέχονται στο βιβλίο για το ρόλο των Ρωμιών κινηματογραφιστών στην Πόλη. Ονόματα άγνωστα στους εγωκεντρικούς κύκλους της ελληνικής επικράτειας. Αιθουσάρχες όπως ο Ταμπουρίδης, ο Κυριακόπουλος, ο Πασχαλίδης, ο Χρυσός και οι αδερφοί Ψυχούλη και Τσαγκόπουλοι, ο αρχιτέκτονας Πάτροκλος Καμπανάκης που σχεδίασε και έχτισε το «Βαριετέ», ο ηχολήπτης Γιώργος Ηλιάδης και ο μοντέρ Διαμαντής Φιλμερίδης που μαζί με άλλους Ρωμιούς τεχνικούς δούλεψαν σε εκατοντάδες τούρκικες ταινίες, και ο οπερατέρ Λάζαρος Γιαζιτζίογλου που φιλμογράφησε και την ταινία του Ναζίμ Χικμέτ (σενάριο και σκηνοθεσία) «Πορεία στον ήλιο», το 1937.
Από την Πόλη στην Αθήνα
Θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια, που με πήγαινε σινεμά η μεγάλη μου ξαδέρφη, η Σταυρούλα η Σαλαμπά, που απελάθηκε το ’64 και έκτοτε ζει στο Παρίσι. Δεν θα ξεχάσω την εντύπωση που μου έκανε η ταινία που είδαμε για τον Μέγα Αλέξανδρο, τον Μπουγιούκ Ισκεντέρ, όπως τον λέγανε τουρκιστί. Θυμάμαι ακόμα τις αίθουσες των κινηματογράφων. Υπάρχουν μερικές εικόνες στο βιβλίο του Γιώργου και της Σούλας Μπόζη. Μεγαλοπρεπείς οι σάλες και τα φουαγιέ. Μερικές χτισμένες από Ρωμιούς αρχιτέκτονες και μερικές ελληνικής ιδιοκτησίας. Όταν πήγα εδώ σινεμά, στην Αθήνα, χαιρόμουν που υπήρχαν αίθουσες αντίστοιχης ποιότητας. Χωρίς βέβαια, να μπορώ να φανταστώ τότε, ότι λίγα χρόνια αργότερα, ο «Ορφέας» στη Σταδίου, το «Άττικα», το «Ράδιο Σίτι» και το «Ελληνίς» στην Πατησίων και πολλά άλλα σε όλη την Αθήνα, θα γίνονταν πολυκατοικίες, μαγαζιά και σούπερμάρκετ, στη διαδικασία ένταξης της κοινωνίας σε ένα διεθνή καταμερισμό που θέλει την Ελλάδα καταναλωτική, απολίτιστη και υπανάπτυκτη, με τη συνδρομή των μεταλλαγμένων νεοΕλλήνων τύπου Παπανδρέου και Καρατζαφέρη.
Ο Γιώργος και η Σούλα Μπόζη είναι μέρος του εθνικού μας αποθέματος. Το βιβλίο τους έχει σπάνιες φωτογραφίες και πλούσιες πληροφορίες, άγνωστες, γι’ αυτό το πολύ σημαντικό κομμάτι του νεότερου ελληνικού πολιτισμού, ξεκινώντας από τις πρώτες προβολές στα ελληνικά καφενεία της Πόλης, και για την ακρίβεια από τη μπιραρία του Δ. Αλατάρη και του Δ. Πανουργιά, το 1896, λίγους μόνο μήνες μετά τις προβολές των αδελφών Lumiere στο Παρίσι! Και, εξίσου σημαντικό, διαβάζεται σαν συναρπαστικό μυθιστόρημα. Συγχαρητήρια στους εκδότες που επιμένουν σε συνθήκες κατάρρευσης της αγοράς να βγάζουν καλά βιβλία.
Υ.Γ. Έγραψα το κείμενο συμμετέχοντας στην παρουσίαση του βιβλίου μαζί με τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη, την καθηγήτρια του πανεπιστημίου Μαρία Κομνηνού και τον δημοσιογράφο Ιάσωνα Τριανταφυλλίδη στην Ταινιοθήκη της Ελλάδας.