Οι εκλογικοί συσχετισμοί που καταγράφτηκαν στις 21/5 αντανακλούν βαθιές, «δομικές» πολυεπίπεδες μεταλλαγές που έχουν συντελεστεί μέσα στην ελληνική κοινωνία, καθ’ όλη την περίοδο του ειδικού καθεστώτος που επέβαλαν τα μνημόνια. Οι φάσεις που διανύθηκαν από το 2010 και μετά έχουν μια μεταξύ τους στενή λογική αλληλουχία ως προς τα χαρακτηριστικά τους και τους χειρισμούς που έγιναν. Η τελευταία περίοδος 2019-2023 ορίστηκε από το επιθετικό πρόσωπο ενός αναθαρρημένου ελληνικού αστισμού, πολιτικά οργανωμένου σε διάφορες γραμμές οχύρωσης με κέντρο το «σύστημα Μητσοτάκη». Προϋπόθεση για μια τέτοια πολιτική διαχείριση υπήρξε η προπαρασκευαστική δουλειά που έφεραν σε πέρας «αναλισκόμενοι» οι προηγούμενοι, με καθοριστική την κωλοτούμπα ΣΥΡΙΖΑ και την πλήρη ενσωμάτωσή του μέσα στη νέα τάξη πραγμάτων. Στη συνέχεια και πάνω σ’ αυτή τη βάση υπήρξε η ευρύτατη συναίνεση από πλευράς της συστημικής συμπολιτευόμενης «αντιπολίτευσης» των ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ καθ’ όλη τη διάρκεια της τελευταίας τετραετίας.
Αυτή η πολιτική-κομματική συστημική ευθυγράμμιση από πλευράς κεντροαριστεράς και η συνεπαγόμενη δυσκολία της να βρει ρόλο ως συστημικός πόλος, εξηγεί μόνο κατά ένα μέρος την ανοιχτή πλέον εκδήλωση της τωρινής ασυμμετρίας εντός του επανακάμπτοντος διπολισμού. Με συσπειρωμένη και γι’ αυτό ενισχυμένη την κεντροδεξιά και ιδιαίτερα αδυνατισμένη την κεντροαριστερά και εντός της απαξιωμένο τον ΣΥΡΙΖΑ. Είναι σαν να μην χωράει δύο πόλους επί του παρόντος ένα σύστημα ασφυκτικά ποδηγετημένο και με μικρά περιθώρια για πολιτικούς ελιγμούς. Το εκλογικό αποτέλεσμα λέει πολλά και χρήσιμα για την κατάσταση του λαϊκού παράγοντα και πρέπει να διαβαστεί λαμβάνοντας σοβαρά υπ’ όψη τις μοριακές διαδικασίες συντηρητικής προσαρμογής και ενσωμάτωσης που συντελούνται σωρευτικά μετά το 2015 και αφορούν ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Ειδικότερα τα βουβά ρεύματα και διαθέσεις μέσα στην κοινωνία υποχρεώνουν να σταθούμε με σοβαρότητα στις υλικές βάσεις αυτής της κοινωνικής ενσωμάτωσης. Μια βουβαμάρα που από κάτω της κρύβει τον πολιτικό, αναγκαστικά βραχυπρόθεσμων υπολογισμών πραγματισμό αλλά και τη ρευστότητα και την ευκαιριακότητα των αναζητούμενων λύσεων. Ο ελληνικός αστισμός, από μια φάση όπου επιχειρούσε να μαζέψει τα αμάζευτα βρισκόμενος στο στόχαστρο για τη χρεωκοπία της χώρας και την παράδοσή της στους δανειστές, έχει περάσει μετά το 2019 σε μια επιθετική φάση επαναφέροντας σε ανανεωμένη έκδοση όλες τις δομικές στρεβλώσεις ενός ενισχυμένου μεταπρατισμού, που του δίνει όμως αξιόλογες υλικές ευχέρειες χειρισμού, αποδυνάμωσης και διατήρησης υπό έλεγχο των κοινωνικών αντιδράσεων. Σε συνδυασμό βέβαια και με τις αντίστοιχες ιδεολογικές και πολιτικές ευχέρειες. Εδώ όμως θα επιχειρήσουμε να δείξουμε τη σημασία των μετασχηματιστικών κινήσεων που έχουν γίνει στην οικονομία τα τελευταία χρόνια και των αρκετά συχνά «αθόρυβων» κοινωνικών τους συνεπειών. Πριν προχωρήσουμε είναι χρήσιμο να σημειώσουμε το εξής: Παρά την περιρρέουσα ρευστότητα πεποιθήσεων και πολιτικών επιλογών είναι τα δομικά στοιχεία μιας συντηρητικής πολιτικής συμπεριφοράς –η αναστύλωση και ενίσχυση του διπολικού συστήματος, ο διασκορπισμός και το μπλοκάρισμα των αντισυστημικών διαθέσεων– που θα ορίσουν το σχήμα των εξελίξεων του προσεχούς διαστήματος. Ανεξάρτητα από επιμέρους ενδεχόμενα, ο κεντροδεξιός πόλος θα είναι η έλκουσα δύναμη για μια υπολογίσιμη και όπως όλα δείχνουν πολιτικά κρίσιμη περίοδο, με την κεντροαριστερά να βρίσκεται υπό αναδιαμόρφωση και αναπροσαρμογή επί το συστημικότερον και βεβαίως να παρέχει πολιτικό προσωπικό στο «σύστημα Μητσοτάκη» όπως έγινε και την τετραετία που πέρασε.
Επιδοματισμός από τη μια αλλά και οι ευνοημένοι της «Ελλάδας-κόμβου»
Το οικοδόμημα έχει πολλούς ορόφους. Αρχίζοντας από «τα θεμέλια», πολλά στηρίζονται στα πάσης φύσεως επιδόματα. Ως προς αυτό, η διαχείριση της τετραετίας που πέρασε έχει λειτουργήσει σαν κοινωνικό υπόδειγμα προς εξαγωγή σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Η καθίζηση των μικρομεσαίων –ειδικά των βιοτεχνών και τμημάτων του λιανικού εμπορίου που έχουν υποστεί βίαιες αναδιαρθρώσεις– μαζί με τη μεγάλη συμπίεση πληβειακών στρωμάτων, έχει υποκαταστήσει τα θεσμοποιημένα εργασιακά και λοιπά κοινωνικά δικαιώματα και μια προηγούμενη σχετική σταθερότητα της κοινωνικής θέσης, με τις παροχές που εξαρτώνται από την πολιτική βούληση και την πατρωνία της κυβερνητικής διαχείρισης. Ένα διαρκές εμβαλωματικό κόψε-ράψε που στενεύει δραστικά τον ορίζοντα των προσδοκιών για την πλειονότητα της κοινωνίας και «θεσμοποιεί» μια χαμοζωή που τρέχει διαρκώς πίσω από την επιβίωση. Οι συνέπειες για το κοινωνικό φρόνημα είναι αναμενόμενες.
Ύστερα κεντρικό ρόλο παίζει η διόγκωση με παρασιτικά χαρακτηριστικά, μιας σειράς δραστηριοτήτων στον τουρισμό και την εστίαση. Αυτές γίνονται κυρίαρχες και παράγουν μαζικά ακραία επισφαλείς και κακοπληρωμένες εργασιακές σχέσεις χωρίς δικαιώματα. Δημιουργούνται ολόκληρες γεωγραφίες νεανικής απασχόλησης όπου η προσωρινότητα, η αποδοχή της ελαστικοποίησης και της εργοδοτικής αυθαιρεσίας σε συνδυασμό με την οργάνωση της ζωής στη βάση ενός εργασιακού νομαδισμού προς τα νησιωτικά τουριστικά κέντρα, εγκαθιστούν νοοτροπίες και επηρεάζουν κοινωνικοπολιτικές διαθέσεις. Δεν είναι περίεργο ότι πάνω σε τέτοια τοπία εμφανίζεται μια χαρακτηριστική αιώρηση ανάμεσα στην κατατονία και τα σκόρπια ξεσπάσματα κοινωνικής δυσφορίας. Από την άλλη πλευρά αυτοί οι τομείς παράγουν μια ολόκληρη γκάμα κοινωνικών τύπων αεριτζίδικης επιχειρηματικότητας και εισοδημάτων οικοδομώντας νέες κοινωνικές ιεραρχίες που βασίζονται στις τοπικές, περιφερειακές και κεντρικές πολιτικές σχέσεις πατρωνίας. Για το πως θα καλυφθούν παραβάσεις, θα εξασφαλιστούν άδειες, τραπεζικές δανειοδοτήσεις και πολλά άλλα.
Πολύ χρήμα όμως βγαίνει και από όλο το πολυπλόκαμο κύκλωμα των οικιστικών μπίζνες σε μια αγορά ακινήτων που διαρκώς ανατιμάται και παρουσιάζεται να τροφοδοτεί μάλιστα την αύξηση των άμεσων ξένων επενδύσεων (!). Η λειτουργία της βραχυχρόνιας μίσθωσης τύπου airbnb ανασχηματίζει βίαια την κοινωνική γεωγραφία σε ολόκληρες περιοχές, προάγοντας ιδιαίτερα συντηρητικές, επιθετικά εκμεταλλευτικές νοοτροπίες και διαμορφώνοντας τη βάση για αντίστοιχες πολιτικές συμπεριφορές. Είναι χαρακτηριστικό της επανόδου στις στρεβλές σταθερές μιας προηγούμενης κατάστασης ότι στα αστικά κέντρα η αντιπαροχή επανέρχεται σαν «κινητήρας ανάπτυξης» με διευρυμένες επιθετικές προδιαγραφές και με όλες τις ανάλογες πολιτικές συνέπειες, ενώ σε άλλα τμήματα της περιφέρειας (Κρήτη, άλλα νησιά και περιοχές της Πελοποννήσου) αγοράζονται ολόκληρες περιοχές από ξένους προς εκμετάλλευση στα πλαίσια πρότζεκτ «τουρισμού της τρίτης ηλικίας». Σε ολόκληρες περιοχές –πάλι Κρήτη με την εισαγωγή των λεγόμενων «πράσινων ενεργειακών κοινοτήτων» αλλά και Εύβοια με την πρόσδεση ολόκληρων κοινοτήτων στην «ανάπλαση» των δασικών εκτάσεων μετά τις πυρκαγιές και την εγκατάσταση ανεμογεννητριών– οι κοινωνικές αναδιαρθρώσεις αντανακλώνται χαρακτηριστικά και στην πολιτική συμπεριφορά στις πρόσφατες εκλογές.
Τα όρια των σχεδιασμών των ελληνικών ελίτ και τι απαιτείται στις σημερινές συνθήκες
Τα όσα αναγκαστικά με μερικότητα αναφέραμε εδώ είναι ενδεικτικά πολύ μεγαλύτερων κοινωνικοπολιτικών μετασχηματισμών που προκαλούν οι προωθούμενες επιθετικές αναδιαρθρώσεις. Κάνουν όμως εμφανείς βασικές προϋποθέσεις προκειμένου να γίνεται με σοβαρότητα λόγος για την προοπτική μιας διεξόδου: Πρώτα απ’ όλα να βρισκόμαστε στο έδαφος της πραγματικότητας σχετικά με τις διεργασίες που συμβαίνουν μέσα στην κοινωνία και υποδηλώνουν ότι έχουμε περάσει σε μια φάση με ουσιωδώς διαφορετικά χαρακτηριστικά από εκείνα της μνημονιακής περιόδου. Η όποια αναπαραγωγή συνθημάτων «τύπου ρήξης» είναι περισσότερο από ποτέ εκτός τόπου και χρόνου και γι’ αυτό τιμωρείται. Επιπλέον, εναλλακτική δεν μπορεί να διαμορφωθεί μέσα στα ασφυκτικά όρια της μνημονιακής στοίχισης του πολιτικού συστήματος και της αντίστοιχης τρέχουσας επιφανειακής πολιτικολογίας: πολιτική και «προγράμματα» «υπό τον κανονιστικό έλεγχο της Τραπέζης της Ελλάδος» για τα συστημικά κόμματα, άσφαιρα, προσχηματικά λόγια για τους υπόλοιπους εφόσον κάθονται φρόνιμοι στη γωνιά τους. Ο δρόμος για την οικοδόμηση εναλλακτικής πρέπει να βλέπει στην ολότητά του το πρόβλημα ύπαρξης της χώρας και να επιδιώκει να προετοιμάσει τον λαό για την ανάγκη ενός πλατιού πολιτικού κινήματος μπροστά στις άμεσες απειλές για την κυριαρχία και την ακεραιότητα της χώρας αλλά και μπροστά στα διαφαινόμενα όρια –αυτά που θα ορίσουν εν ολίγοις τη μετεκλογική «επόμενη μέρα»– των για άλλη μια φορά σαθρών μεταπρατικών σχεδιασμών των ελληνικών ελίτ μέσα στις συνθήκες δημοσιονομικής και νομισματικής περίσφιξης από πλευράς «Ευρώπης» και μεγάλων επαπειλούμενων παγκόσμιων κρισιακών αναταράξεων.