Σε αυτή τη χώρα ορισμένοι επιφανείς αναλυτές των εξελίξεων, υποκριτικά ή όχι μικρή σημασία έχει, ζουν ακόμα με τις αναμνήσεις της «σθεναρής στάσης» του υπουργού Εξωτερικών Ν. Δένδια κατά την επίσκεψή του στην Άγκυρα. Την ίδια στιγμή οι επιφανείς εκπρόσωποι του πολιτικού συστήματος έχουν κάνει ένα βήμα παρακάτω. Άλλωστε ποτέ δε χώνεψαν –ακόμα και αν χειροκρότησαν– ούτε τις «σθεναρές στάσεις» ούτε τις προσωπικές φιλοδοξίες που απορρέουν από αυτές ή τις υπαγορεύουν. Ζουν καλλιεργώντας τη βεβαιότητα ότι η επιθυμία επιστροφής των ΗΠΑ στην περιοχή θα σημάνει ταυτόχρονα την τιμωρία της Τουρκίας, ή έστω του Ερντογάν, και την παράλληλη δικαίωση της Ελλάδας. Με αναβάθμιση της θέσης της ως ανταμοιβή για την απόλυτη προσήλωση και δουλοπρεπή συνταύτιση με τα γεωπολιτικά συμφέροντα της υπερατλαντικής υπερδύναμης.
Αυτά είναι λίγο-πολύ γνωστά αν και η περίφημη, «χωρίς αντίπαλο» τάχα, αμερικάνικη πρόταση για τις φρεγάτες εξέθεσε ανεπανόρθωτα τις σχετικές βεβαιότητες. Λεπτομέρειες…
Εκείνο που δεν είναι καθόλου λεπτομέρεια –και σκόπιμα ξεχνιέται– είναι ότι η πρόθεση επιστροφής των ΗΠΑ σε Βαλκάνια, Μέση Ανατολή και Ν.Α Μεσόγειο όχι μόνο παραμένει ασαφής ως προς το περιεχόμενο και τους στόχους της αλλά συντελείται εν μέσω σοβαρών τροποποιήσεων του συσχετισμού δύναμης στην περιοχή. Δεύτερο, ότι η όποια ένταση ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία δεν προέκυψε στη βάση της επεκτατικής και παράνομης συμπεριφοράς της Άγκυρας απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο. Και τα δυο θα καθορίσουν σε σημαντικό βαθμό τις εξελίξεις χωρίς η Αθήνα να προετοιμάζεται ούτε για τους αναπόφευκτους κλυδωνισμούς ούτε για την πιθανότητα να βρεθεί στη θέση του «χρήσιμου ηλίθιου».
Δυτικές δεσμεύσεις, συμβόλαια και μεθοδεύσεις
Η ελληνική διπλωματία, με τη συναίνεση όλου του φάσματος του επίσημου πολιτικού κόσμου, έχει καταφέρει κάτι μοναδικό στα χρονικά: Να παραχωρήσει τα νόμιμα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, ακόμα και την ίδια την εδαφική της ακεραιότητα ως εργαλεία εκβιασμού στην αναζήτηση διευθετήσεων των σχέσεων μεταξύ της Τουρκίας με την πολύπλευρα διασπασμένη δυτική συμμαχία.
Παρακολουθεί παθητικά τη διένεξη μεταξύ Ουάσιγκτον και Άγκυρας για τους ρωσικούς πυραύλους και το σύνολο των σχέσεων Τουρκίας–Ρωσίας, πιστεύοντας ότι η χώρα θα αναβαθμιστεί ή θα αποφύγει την ταπείνωση όσο δεν είναι ορατή η λύση αυτής της κρίσης.
Το πολιτικό προσωπικό της χώρας αδυνατεί να κατανοήσει και να αντιδράσει στη φανερή πρόθεση των ΗΠΑ να διαπραγματεύονται την επιστροφή της Τουρκίας στο «δυτικό μαντρί» με «αντισταθμιστικά οφέλη» παραχωρήσεις σε Κύπρο και Αιγαίο
Αδυνατεί να κατανοήσει και να αντιδράσει στη φανερή πρόθεση των ΗΠΑ να διαπραγματεύονται την επιστροφή της Τουρκίας στο «δυτικό μαντρί», με «αντισταθμιστικά οφέλη» τις παραχωρήσεις σε Κύπρο και Αιγαίο. Το ίδιο άλλωστε φαίνεται ότι κάνουν και οι «νέοι φίλοι» της χώρας (Αίγυπτος, Ισραήλ κ.ά.) στην προσπάθεια διευθέτησης των δικών τους διαφορών με την Τουρκία.
Παρακολουθεί το ίδιο παθητικά τη γερμανική Ευρώπη να διαπραγματεύεται τη «θετική ατζέντα» των ευρωτουρκικών σχέσεων ως εργαλείο αξιοποίησης της Τουρκίας για επέκταση των ζωνών επιρροής του Βερολίνου σε Μέση Ανατολή και Βόρεια Αφρική συνυπογράφοντας σοβαρές παραχωρήσεις σε κυριαρχικά δικαιώματα και ανεχόμενη σημαντικές προσβολές, με τελευταία τον αποκλεισμό της από τη συνδιάσκεψη για τη Λιβύη.
Τορπιλίζει μακρόχρονες διπλωματικές σχέσεις με τη Ρωσία δεχόμενη αδιαμαρτύρητα και χωρίς ανταλλάγματα τη συνυπογραφή κυρώσεων κατά της ίδιας και των συμμάχων της.
Αξιολογεί την πρόθεση Μπάϊντεν για επιστροφή στην περιοχή ως «χρυσή ευκαιρία» και αδυνατεί να διαπιστώσει ότι η μέχρι τώρα απουσία των ΗΠΑ έχει επιτρέψει να διαμορφωθεί ένα δύσκολα ανατρέψιμο τοπίο. Η Ρωσία έχει παγιώσει τη θέση της στη Συρία και διευρύνει τον κύκλο επαφών της με τις χώρες της περιοχής. Ταυτόχρονα έχουν αναδειχθεί περιφερειακές δυνάμεις (Ισραήλ, Τουρκία, Ιράν) με τους δικούς τους γεωπολιτικούς σχεδιασμούς που καθιστούν πιο περίπλοκες τις αναζητούμενες διευθετήσεις που άλλωστε δεν μπορούν να επιβληθούν από τις ΗΠΑ με την πυγμή και την αποφασιστικότητα περασμένων δεκαετιών.
Μεθοδευμένα λάθη στην ανάγνωση της συγκυρίας
Οι ήπιοι τόνοι του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών Τσαβούσογλου κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Αθήνα θεωρήθηκε από πολλούς ως δικαίωση της ελληνικής διπλωματίας. Πολιτικοί και αναλυτές μοιάζουν αδύναμοι -ή δεν θέλουν, πράγμα πιο πιθανό- να παρακολουθήσουν τις κινήσεις της τουρκικής διπλωματίας. Οι ήπιοι τόνοι του Τσαβούσογλου συνοδεύτηκαν από τις «πολεμικές ιαχές» του Συμβουλίου Ασφαλείας της Τουρκίας (δες σημείωμα στο προηγούμενο φύλλο) και εδώ τηρήθηκε σιγή ιχθύος. Ίδια σιγή και όταν αναγγέλθηκε από τον Ερντογάν το τέλος του ανέφελου καλοκαιριού με νέα έξοδο ερευνητικών σκαφών και γεωτρύπανων στη Ν.Α Μεσόγειο όταν θα έχει ολοκληρωθεί η Σύνοδος Κορυφής ΝΑΤΟ και Ε.Ε.
Η ίδια διπλωματική σιωπή επικράτησε όταν η Τουρκία έστειλε πρόσφατα επιστολή στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ζητώντας να υιοθετηθεί η πρόταση των δύο κρατών στην Κύπρο. Και το χειρότερο, ασχολίαστη πέρασε και η αποκάλυψη των πραγματικών προθέσεων της Τουρκίας για οριστική διχοτόμηση καθώς στην επιστολή αυτή προς τους πέντε του Σ.Α., διευκρινίζεται ότι «αυτή η νέα βάση θα διαφυλάξει το καθεστώς και των δύο πλευρών σε περίπτωση αποτυχίας των διαπραγματεύσεων ή εάν καταρρεύσει οποιαδήποτε συμφωνία επιτευχθεί».
Το δυστύχημα της ελληνικής διπλωματίας είναι ότι η Άγκυρα δεν κρύβει τις προθέσεις της. Ήδη έχει ανακοινωθεί ότι στην επικείμενη συνάντηση Ερντογάν-Μητσοτάκη η Τουρκία θα θέσει με εμμονή τους όρους της: 1) Αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Αιγαίου με διατήρηση του casus belli, 2) Αναγνώριση της χάραξης ΑΟΖ σε Αιγαίο και Ν.Α Μεσόγειο έξω από τις προδιαγραφές του Διεθνούς Δικαίου και 3) Εμμονή στην πρόταση των δύο κρατών με καθεστώς ισότιμης κυριαρχίας στην Κύπρο.
Το τι θα αντιτάξει η ελληνική πλευρά είναι γνωστό. Βέβαια λύση δε θα προκύψει. Απλά θα έχει γίνει ένα ακόμα βήμα αναγνώρισης τετελεσμένων το οποίο είναι άλλωστε και το πραγματικό ζητούμενο. Τόσο από την ελληνική πλευρά όσο και από τους δυτικούς συμμάχους…