Πόσο αμφισβητείται η πολιτική εξουσία στο σύνολό της; Του Γιάννη Τσούτσια
Οι εκλογές κλείδωσαν. Το πράσινο φώς από τις Βρυξέλλες εδόθη. Η συγκυρία εκτιμήθηκε κατάλληλη και ίσως μοναδική. Δεν είναι ο φόβος του αντίκτυπου από την άμεση εφαρμογή των ψηφισμένων μέτρων που επισπεύδει τη διεξαγωγή τους. Ούτε μόνον η εκτίμηση πως έχει διασφαλιστεί πλέον η ευθυγράμμιση των δυο πρώην μεγάλων κομμάτων με τα σχέδια και τις απαιτήσεις της Μέρκελ.
Δεν πρόκειται, τέλος, ούτε για κάποια απόπειρα εκλογικής αποτύπωσης ευνοϊκών κομματικών συσχετισμών, μετά από δύο χρόνια πιέσεων και εκβιασμών που οριστικοποίησαν την επιβολή της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Αυτό που κυρίως εκτιμήθηκε σ’ αυτή τη φάση, ως ιδανική συγκυρία για τη διεξαγωγή εκλογών, είναι η έλλειψη κάποιας συγκροτημένης συστημικής απειλής. Με άλλα λόγια, η περιορισμένη αμφισβήτηση της πολιτικής εξουσίας στο σύνολό της, στα συστατικά της χαρακτηριστικά, στον ιδιαίτερο τρόπο που αυτή συγκροτήθηκε.
Ακόμη και μετά από τα δύο αυτά χρόνια, η συζήτηση στην Ελλάδα περιορίζεται στην όντως υπαρκτή κατάρρευση του δικομματισμού, αποκρύπτοντας, όμως, τον πυρήνα της κατασκευής της μεταπολίτευσης. Μιας νόθας, δηλαδή, πολιτικής εξουσίας που ουδέποτε λειτούργησε αυτοτελώς, παρά μόνο ως σύμπλεγμα εξάρτησης, διαπλοκής, κομματοκρατίας και μιντιοκρατίας.
Αυτό το σύστημα, παρά την κατάρρευση του δικομματισμού, παραμένει ενεργό, εξακολουθεί να διαφεύγει στο απυρόβλητο, επιτρέποντας «εκ του ασφαλούς» τη διεξαγωγή εκλογών, αφού και πάλι δεν αμφισβητείται ως όλον, παρά ως μέρος του. Οι επερχόμενες εκλογές λοιπόν, θα αφορούν περισσότερο τους κομματικούς συσχετισμούς, αυτό αποτελεί το επίδικο τους –χωρίς αυτό να υποβαθμίζει, βέβαια, την αξία τους και τις πιθανές μεσοπρόθεσμες συνέπειές τους.
Θα αρκούσε επ’ αυτού να ανακαλέσει κανείς την πρόσφατη εσωκομματική διαδικασία στο ΠΑΣΟΚ, προς επίρρωση των παραπάνω: Η κοινή γνώμη είδε άναυδη το πηγαίο κομματικό χειροκρότημα μετά το τέλος της ομιλίας του αποχωρούντος αλλά και του νέου αρχηγού, είδε τα ίδια πρόσωπα στο ρόλο των σωτήρων, σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει, ίδιες εικόνες, ίδια επιχειρήματα, οι ίδιοι δημοσιογράφοι-σχολιαστές να τα αναλύουν, σε μια συνθήκη, από κάθε άποψη, ακατάληπτη και σχιζοφρενική. Γι’ αυτό, παρά την αναμφισβήτητη κρισιμότητα αυτών των εκλογών, των πρώτων μετά τα μνημόνια και τις συμβάσεις, η σημασία τους μοιάζει εξουθενωμένη, αφού δεν αμφισβητείται συνολικά το πολιτικό σύστημα που οδήγησε στο Μνημόνιο, παρά μόνο η δυνατότητα του μνημονιακού μπλοκ να εξασφαλίσει εκλογική αυτοδυναμία!
Ακόμη και η Αριστερά στρέφει τα βέλη της στο πολιτικό σκηνικό, στην κομματική αρχιτεκτονική, αδυνατεί να στοχοποιήσει συνολικά το πολιτικό σύστημα. Η κριτική της καταλήγει χαμηλής έντασης, παρά τον αναβρασμό και τη λαϊκή διαθεσιμότητα, που διαισθητικά αντιλαμβάνεται το πραγματικό στοίχημα.
Αυτά, προφανώς, εκτιμήθηκαν από πλευράς Μέρκελ και επισπεύτηκε η διεξαγωγή των εκλογών. Η εξάρτηση του πολιτικού προσωπικού περνάει σε δεύτερο πλάνο και το πράγμα μετατίθεται στο «μικρό» ταμπλό και όχι στο «μεγάλο». Εκπίπτει στο πιο ανώδυνο, σε ειδικότερους στόχους, σε χειρισμούς, στα γκάλοπ, στο αν π.χ. θα αποδειχθούν επαρκή τα ποσοστά των δυο κομμάτων για να συγκυβερνήσουν ή θα απαιτηθεί να συναθροιστούν και τα ποσοστά του κ. Κουβέλη, στο πώς θα αντιμετωπιστούν φαινόμενα τύπου Καμμένου, οι αποσκιρτήσεις και οι διαρροές, πώς θα αναρρώσει το ΠΑΣΟΚ, θα περιοριστεί η επιρροή της Αριστεράς και άλλα ανάλογα. Εν τω μεταξύ, οι ίδιοι κύκλοι, ανενόχλητοι, θα πειραματιστούν με την ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού και όσα μπορούν να διασώσουν.
Η πλευρά Σαμαρά επιχειρεί κάπως να πολιτικοποιήσει τη στάση της, σε μια απόπειρα αναστήλωσης της δεξιάς ταυτότητας, μεταφέροντας τη συζήτηση από το Μνημόνιο σ’ ένα μέτωπο κατά της Αριστεράς, με στόχο και να την περιορίσει και να αποτρέψει τις απώλειές της Ν.Δ. προς την ακροδεξιά. Έτσι οι εκβιασμοί περί δραχμής θα δυναμώσουν και τα περί «μονόδρομων» θα ενταθούν.
Όμως επιπλέον, για πρώτη φορά, διατυπώνονται τελευταία από την πλευρά της Αριστεράς και ανησυχίες και φόβοι για το ενδεχόμενο και σχεδίων πολιτικής αποσταθεροποίησης. Οι αιτιάσεις δεν είναι σαφείς, ωστόσο, αν και αυτές χρησιμοποιούνται συχνά από την ίδια την Αριστερά ως ευκαιρία συσπείρωσης των ψηφοφόρων της και ως άλλοθι για την ένδεια της πολιτικής της, δεν μπορούν και να θεωρηθούν αβάσιμες. Σε μια χώρα όπου η δημοκρατία έχει πάψει να λειτουργεί, το σύνταγμα καταργήθηκε, όπου η Προεδρία της Δημοκρατίας, η Δικαιοσύνη και συνολικά οι θεσμοί έχουν απαξιωθεί, θα αποτελούσε τελικά παράδοξο να τηρούνται δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες. Η εποχή έχει και επ’ αυτού αλλάξει. Σε σύγκριση με την ομαλή μεταπολιτευτική περίοδο, δεν μπορεί τίποτε πλέον να αποκλειστεί, ούτε και η επιστροφή στις ταραγμένες περιόδους του παρασκηνίου, με τους μηχανισμούς και τις εκτροπές να διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στις εξελίξεις.
Τελικά, κάπως έτσι θα πάμε στις εκλογές. Θα έχουμε, άραγε, τις εκλογές «που μας αξίζουν»;
Δεν πρόκειται, τέλος, ούτε για κάποια απόπειρα εκλογικής αποτύπωσης ευνοϊκών κομματικών συσχετισμών, μετά από δύο χρόνια πιέσεων και εκβιασμών που οριστικοποίησαν την επιβολή της ευρωπαϊκής πολιτικής.
Αυτό που κυρίως εκτιμήθηκε σ’ αυτή τη φάση, ως ιδανική συγκυρία για τη διεξαγωγή εκλογών, είναι η έλλειψη κάποιας συγκροτημένης συστημικής απειλής. Με άλλα λόγια, η περιορισμένη αμφισβήτηση της πολιτικής εξουσίας στο σύνολό της, στα συστατικά της χαρακτηριστικά, στον ιδιαίτερο τρόπο που αυτή συγκροτήθηκε.
Ακόμη και μετά από τα δύο αυτά χρόνια, η συζήτηση στην Ελλάδα περιορίζεται στην όντως υπαρκτή κατάρρευση του δικομματισμού, αποκρύπτοντας, όμως, τον πυρήνα της κατασκευής της μεταπολίτευσης. Μιας νόθας, δηλαδή, πολιτικής εξουσίας που ουδέποτε λειτούργησε αυτοτελώς, παρά μόνο ως σύμπλεγμα εξάρτησης, διαπλοκής, κομματοκρατίας και μιντιοκρατίας.
Αυτό το σύστημα, παρά την κατάρρευση του δικομματισμού, παραμένει ενεργό, εξακολουθεί να διαφεύγει στο απυρόβλητο, επιτρέποντας «εκ του ασφαλούς» τη διεξαγωγή εκλογών, αφού και πάλι δεν αμφισβητείται ως όλον, παρά ως μέρος του. Οι επερχόμενες εκλογές λοιπόν, θα αφορούν περισσότερο τους κομματικούς συσχετισμούς, αυτό αποτελεί το επίδικο τους –χωρίς αυτό να υποβαθμίζει, βέβαια, την αξία τους και τις πιθανές μεσοπρόθεσμες συνέπειές τους.
Θα αρκούσε επ’ αυτού να ανακαλέσει κανείς την πρόσφατη εσωκομματική διαδικασία στο ΠΑΣΟΚ, προς επίρρωση των παραπάνω: Η κοινή γνώμη είδε άναυδη το πηγαίο κομματικό χειροκρότημα μετά το τέλος της ομιλίας του αποχωρούντος αλλά και του νέου αρχηγού, είδε τα ίδια πρόσωπα στο ρόλο των σωτήρων, σαν τίποτα να μην έχει αλλάξει, ίδιες εικόνες, ίδια επιχειρήματα, οι ίδιοι δημοσιογράφοι-σχολιαστές να τα αναλύουν, σε μια συνθήκη, από κάθε άποψη, ακατάληπτη και σχιζοφρενική. Γι’ αυτό, παρά την αναμφισβήτητη κρισιμότητα αυτών των εκλογών, των πρώτων μετά τα μνημόνια και τις συμβάσεις, η σημασία τους μοιάζει εξουθενωμένη, αφού δεν αμφισβητείται συνολικά το πολιτικό σύστημα που οδήγησε στο Μνημόνιο, παρά μόνο η δυνατότητα του μνημονιακού μπλοκ να εξασφαλίσει εκλογική αυτοδυναμία!
Ακόμη και η Αριστερά στρέφει τα βέλη της στο πολιτικό σκηνικό, στην κομματική αρχιτεκτονική, αδυνατεί να στοχοποιήσει συνολικά το πολιτικό σύστημα. Η κριτική της καταλήγει χαμηλής έντασης, παρά τον αναβρασμό και τη λαϊκή διαθεσιμότητα, που διαισθητικά αντιλαμβάνεται το πραγματικό στοίχημα.
Αυτά, προφανώς, εκτιμήθηκαν από πλευράς Μέρκελ και επισπεύτηκε η διεξαγωγή των εκλογών. Η εξάρτηση του πολιτικού προσωπικού περνάει σε δεύτερο πλάνο και το πράγμα μετατίθεται στο «μικρό» ταμπλό και όχι στο «μεγάλο». Εκπίπτει στο πιο ανώδυνο, σε ειδικότερους στόχους, σε χειρισμούς, στα γκάλοπ, στο αν π.χ. θα αποδειχθούν επαρκή τα ποσοστά των δυο κομμάτων για να συγκυβερνήσουν ή θα απαιτηθεί να συναθροιστούν και τα ποσοστά του κ. Κουβέλη, στο πώς θα αντιμετωπιστούν φαινόμενα τύπου Καμμένου, οι αποσκιρτήσεις και οι διαρροές, πώς θα αναρρώσει το ΠΑΣΟΚ, θα περιοριστεί η επιρροή της Αριστεράς και άλλα ανάλογα. Εν τω μεταξύ, οι ίδιοι κύκλοι, ανενόχλητοι, θα πειραματιστούν με την ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού και όσα μπορούν να διασώσουν.
Η πλευρά Σαμαρά επιχειρεί κάπως να πολιτικοποιήσει τη στάση της, σε μια απόπειρα αναστήλωσης της δεξιάς ταυτότητας, μεταφέροντας τη συζήτηση από το Μνημόνιο σ’ ένα μέτωπο κατά της Αριστεράς, με στόχο και να την περιορίσει και να αποτρέψει τις απώλειές της Ν.Δ. προς την ακροδεξιά. Έτσι οι εκβιασμοί περί δραχμής θα δυναμώσουν και τα περί «μονόδρομων» θα ενταθούν.
Όμως επιπλέον, για πρώτη φορά, διατυπώνονται τελευταία από την πλευρά της Αριστεράς και ανησυχίες και φόβοι για το ενδεχόμενο και σχεδίων πολιτικής αποσταθεροποίησης. Οι αιτιάσεις δεν είναι σαφείς, ωστόσο, αν και αυτές χρησιμοποιούνται συχνά από την ίδια την Αριστερά ως ευκαιρία συσπείρωσης των ψηφοφόρων της και ως άλλοθι για την ένδεια της πολιτικής της, δεν μπορούν και να θεωρηθούν αβάσιμες. Σε μια χώρα όπου η δημοκρατία έχει πάψει να λειτουργεί, το σύνταγμα καταργήθηκε, όπου η Προεδρία της Δημοκρατίας, η Δικαιοσύνη και συνολικά οι θεσμοί έχουν απαξιωθεί, θα αποτελούσε τελικά παράδοξο να τηρούνται δημοκρατικές εκλογικές διαδικασίες. Η εποχή έχει και επ’ αυτού αλλάξει. Σε σύγκριση με την ομαλή μεταπολιτευτική περίοδο, δεν μπορεί τίποτε πλέον να αποκλειστεί, ούτε και η επιστροφή στις ταραγμένες περιόδους του παρασκηνίου, με τους μηχανισμούς και τις εκτροπές να διαδραματίζουν κομβικό ρόλο στις εξελίξεις.
Τελικά, κάπως έτσι θα πάμε στις εκλογές. Θα έχουμε, άραγε, τις εκλογές «που μας αξίζουν»;
Σχόλια