«Σε αυτές τις περιστάσεις [των φοιτητικών εξεγέρσεων της δεκαετίας του ’60], η ύπαρξη φοιτητικών ταραχών δεν είναι απορίας άξια, αν και το σημαντικό είναι ότι έχει πάρει τη μορφή αριστερών σοσιαλεπαναστατικών και όχι ακροδεξιών κινημάτων, όπως έγινε με την πλειονότητα των πολιτικοποιημένων φοιτητών στην μεσοπολεμική Ευρώπη. […]
Ωστόσο, αυτό δεν εγγυάται ότι αυτή η φοιτητική αναταραχή θα παραμείνει πολιτική δύναμη σοβαρή και μόνιμη, ούτε, ακόμα λιγότερο, αποτελεσματική. Πιθανόν να μην παραμείνει, αν το μεγαλύτερο μέρος αυτής της νεαρής φοιτητικής μάζας απορροφηθεί από μία αναπτυσσόμενη οικονομία και από μία σταθερή κοινωνία. […]
Από την άλλη, μεγάλος αριθμός φοιτητών που είτε αντιμετωπίζουν την ανεργία είτε μία απασχόληση λιγότερο επιθυμητή από αυτήν που τους είχαν κάνει να προσδοκούν από το πτυχίο τους (ή άλλο πιστοποιητικό), είναι πιθανό να αποτελέσει μία μόνιμη μάζα δυσαρεστημένων, η οποία θα υποστηρίζει πρόθυμα τα επαναστατικά κινήματα (ή αυτά της άκρας Δεξιάς) και θα προμηθεύει ακτιβιστές και στα μεν και στα δε. Ο ξεπεσμένος από την τάξη του διανοούμενος ή μικροαστός έχει αποτελέσει τη βάση τέτοιων κινημάτων σε αρκετές χώρες και σε αρκετές περιόδους. Οι κυβερνήσεις έχουν πλήρη επίγνωση αυτού του ενδεχόμενου, ιδιαίτερα σε μία περίοδο οικονομικών δυσκολιών ή κρίσεων […] Δύο λύσεις φαίνεται να είναι οι ενδεδειγμένες για πολλές κυβερνήσεις: να εκτρέψουν τον κύριο όγκο των “πλεοναζόντων” φοιτητών σε διάφορους θεσμούς, όπου αυτοί θα μπορούν να σκοτώνουν την ώρα τους αποδοτικά κατά το μάλλον ή ήττον, κρατώντας σε χωριστά ιδρύματα τη σοβαρή υπόθεση της κατάρτισης των στελεχών για την οικονομία, η οποία άλλωστε απαιτεί ανώτερα επιστημονικά, τεχνικά, επαγγελματικά κ.λπ. προσόντα, και να απομονώσουν τους φοιτητές από τον υπόλοιπο, ενδεχομένως αντικαθεστωτικό, πληθυσμό.
Το μέλλον επομένως του φοιτητικού κινήματος ως επαναστατικής δύναμης εξαρτάται κατά μέγα μέρος από τις προοπτικές της καπιταλιστικής οικονομίας. […]
Δεν μπορούμε να θεωρήσουμε δεδομένο ότι μία ριζοσπαστικοποίηση των εργατών και των φοιτητών, αν υποθέσουμε πως θα συνέβαινε, θα δημιουργούσε αυτόματα και ένα ενωμένο αριστερό κίνημα. Μπορεί να δημιουργήσει παράλληλα κινήματα, που να είναι άσχημα συντονισμένα ή ακόμα και στα μαχαίρια μεταξύ τους. Κι αυτό, γιατί είναι αλήθεια ότι μόνο μέχρις ενός σημείου ισχύει η αναλογία των διανοουμένων και των ελεύθερων επαγγελμάτων του σήμερα με την “εργατική αριστοκρατία” του παρελθοντος. Τα μέλη της παλιάς εργατικής “αριστοκρατίας” ήταν χειρώνακτες, τα μέλη της νέας όχι. […] Τα παλιά σοσιαλιστικά και εργατικά κινήματα των ανεπτυγμένων χωρών βασίζονταν στην ηγεμονία των χειρωνακτικά εργαζόμενων. Κάποιοι από τους ηγέτες τους μπορεί να ήταν διανοούμενοι, και μπορεί αυτά να προσήλκυαν μεγάλους αριθμούς διανοουμένων, αλλά γενικά ο όρος με τους οποίους αυτοί είχαν ενταχθεί ήταν ότι θα υποτάσσονταν στους εργάτες. Αυτός ο όρος ήταν ρεαλιστικός, γιατί συνολικά το στρώμα των διανοουμένων και των ελεύθερων επαγγελματιών δεν ήταν σοσιαλιστικό, ή ήταν υπερβολικά ολιγάριθμο για να αποτελεί σημαντικό μέρος του εργατικού κινήματος. Σήμερα είναι μεγάλο, οικονομικά σημαντικό, δραστήριο και αποτελεσματικό. […]
Όποτε οι δύο αυτές πτέρυγες του κινήματος συγκλίνουν ή συγχωνεύονται, όπως στη Γαλλία το 1968 ή ίσως στην Ιταλία το 1969, η δύναμή του είναι τεράστια. Όμως δεν γίνεται να θεωρούμε δεδομένο ότι ο συγκερασμός τους είναι αυτόματος, ούτε ότι θα γίνει αυθόρμητα. […] Αν μία τέτοια συνένωση δεν λάβει χώρα, τότε το κίνημα των διανοουμένων θα καταλήξει να γίνει είτε μία ισχυρή και αποτελεσματική ρεφορμιστική ομάδα πίεσης των νέων επαγγελματικών στρωμάτων, της οποίας καλά παραδείγματα είναι οι κινητοποιήσεις των καταναλωτών και οι εκστρατείες για το περιβάλλον, είτε ένα ευμετάβολο ριζοσπαστικό νεολαιίστικο και φοιτητικό κίνημα, που θα ταλαντεύεται ανάμεσα σε σύντομα ξεσπάσματα και στην υποτροπή στην παθητικότητα, ενώ μια μικρή ακτιβιστική μειονότητα θα επιδίδεται σε φρενήρεις υπεραριστερές ενέργειες. […]
Από την άλλη, δεν είναι πιθανό ούτε οι εργάτες να κάνουν επιτυχημένη επανάσταση χωρίς τους διανοούμενους, κι ακόμα λιγότερο πιθανό είναι να την κάνουν εναντίον τους. Μπορεί να καταλήξουν ξανά να είναι ένα ισχυρό κίνημα όσων εργάζονται χειρωνακτικά, μαχητικό και ισχυρό εντός των ορίων του “οικονομισμού”, πλην όμως ανίκανο να προχωρήσει και πολύ πέρα από τα όρια του ακτιβισμού της βάσης. Ή πάλι, μπορεί να επιτύχει αυτό που φαίνεται να είναι το ανώτερο σημείο των “αυθόρμητων” προλεταριακών κινημάτων, ένα είδος συνδικαλισμού, ο οποίος ασφαλώς οραματίζεται και επιδιώκει να οικοδομήσει μία νέα κοινωνία, αλλά είναι ανίκανος να επιτύχει τους στόχους του. Δεν έχει και μεγάλη σημασία που η αδυναμία των εργατών ή άλλων μαζών των εργαζόμενων φτωχών, όταν είναι απομονωμένοι, είναι διαφορετικού είδους από την αδυναμία των διανοούμενων, αφού οι εργαζόμενοι και μόνοι τους είναι ικανοί να ανατρέψουν μία κοινωνική τάξη πραγμάτων, ενώ οι διανοούμενοι μόνοι τους δεν μπορούν. Αν πρόκειται να οικοδομηθεί κοινωνία ανθρώπινη άξια του ονόματος της, τότε και οι δύο χρειάζονται ο ένας τον άλλο.