του Βαγγέλη Σπαθά
Ο Έντουαρντ Σνόουντεν, σχολιάζοντας στο Twitter το «κόψιμο» του Τραμπ από το Facebook και τα υπόλοιπα κοινωνικά δίκτυα, το χαρακτήρισε σαν σημείο καμπής για τη μάχη για την ελευθερία του λόγου στο διαδίκτυο. Πληθώρα απαντήσεων διαφώνησαν με τη συγκεκριμένη φράση και ο Σνόουντεν συμπλήρωσε την ανάρτησή του: «Ας φανταστούμε αυτό να γίνει ο κανόνας μετά τις επόμενες 13 μέρες (που απομένουν για την προεδρία Τραμπ)».
Ακολούθησε το «κόψιμο» του κοινωνικού δικτύου Parler (parler.com). Οι Apple και Google σταμάτησαν να παρέχουν την εφαρμογή του Parler για κινητά/tablets από τις αντίστοιχες πλατφόρμες (App store, Google Play). Η Amazon «έκοψε» τους servers και τις βάσεις δεδομένων που τρέχουν την πλατφόρμα. Οπότε και το Parler με δυο-τρεις κινήσεις εξαφανίστηκε από το διαδίκτυο. Ήδη μια εβδομάδα μετά δεν μπόρεσε να ξανασηκωθεί η ιστοσελίδα της πλατφόρμας και δεν είναι δεδομένο αν θα τα καταφέρουν. Ένα ολόκληρο κοινωνικό δίκτυο με τις συνομιλίες εκατομμυρίων πολιτών, κατά βάση Αμερικάνων, με την απόφαση των Big Tech «κόπηκε» από το διαδίκτυο.
Το Parler ξεκίνησε τον Αύγουστο του 2018 σαν εναλλακτικό Twitter με περισσότερη ιδιωτικότητα. Μέχρι την εβδομάδα της επιδρομής στο Καπιτώλιο είχε καταφέρει να συγκεντρώσει 20 εκατομμύρια χρήστες, κυρίως Αμερικανούς πολίτες. Υποστηρίχθηκε οικονομικά από Ρεπουμπλικάνους όπως η δισεκατομμυριούχος Ρεμπέκα Μέρσερ. Γιγαντώθηκε ιδιαίτερα μετά και την καμπάνια Ρεπουμπλικάνων με το γνωστό «Twexit», που καλούσε τους πολίτες να εγκαταλείψουν το Twitter και να στραφούν σε άλλα κοινωνικά δίκτυα.
Το Parler κατηγορήθηκε σαν το βασικό κοινωνικό δίκτυο που χρησιμοποίησαν οι οπαδοί του Τραμπ για να οργανώσουν την επίθεση στο Καπιτώλιο. Πιθανόν και να ισχύει ότι ήταν το κύριο μέσο συνομιλίας την ημέρα της επίθεσης. Όπως επίσης και τα Youtube, Facebook και Twitter, όπως καταγγέλει ο CEO του Parler Τζον Μέητζ. Και μάλιστα με δυνατότητα επικοινωνίας περισσότερων ανθρώπων μιας και έχουν δισεκατομμύρια χρήστες.
Φυσικά για τις μεγάλες πλατφόρμες υπάρχει και προϊστορία. Είναι π.χ. γνωστό ότι και ο ISIS χρησιμοποιούσε τα Facebook και Youtube για στρατολογήσεις μελών του, χωρίς φυσικά να τεθεί θέμα να κλείσουν οι εν λόγω πλατφόρμες. Ή την υπόθεση Μιανμάρ όπου το Facebook χρησιμοποιήθηκε σαν βασικό μέσο διασποράς ψευδών ειδήσεων που οδήγησαν και σε μαζικές σφαγές πολιτών το 2016 και 2017.
Ας σκεφτούμε ένα πρωί όπου θα κατεβάσουν τα ρολά οι μεγάλοι cloud πάροχοι σε κάποια κρατική υπηρεσία μιας χώρας που έχει τεθεί στο στόχαστρο και που επέλεξε για λόγους «ευκολίας» και γρήγορου ψηφιακού μετασχηματισμού να έχει τα κρατικά δεδομένα και τις υπηρεσίες στο cloud…
Η εξήγηση που δίνει ο CEO του Parler είναι πιο πιθανή: ο συνασπισμός των Big Tech (Google, Amazon, Apple, Facebook, Twitter) ώστε να κλείσουν μικρότερες αναδυόμενες πλατφόρμες.
Ας σκεφτούμε ένα πρωί όπου θα κατεβάσουν τα ρολά οι μεγάλοι cloud πάροχοι σε κάποια κρατική υπηρεσία μιας χώρας που έχει τεθεί στο στόχαστρο και που επέλεξε για λόγους «ευκολίας» και γρήγορου ψηφιακού μετασχηματισμού να έχει τα κρατικά δεδομένα και τις υπηρεσίες στο cloud…
Γιατί τόσος ντόρος για τα κοινωνικά δίκτυα;
Μα προφανώς για την ταχύτητα με την οποία μπορεί μια άποψη να φτάσει σε τεράστιο αριθμό ανθρώπων. Ο Τραμπ σχεδόν συνομιλούσε με το κοινό του μέσω των κοινωνικών δικτύων και ιδιαίτερα με το twitter των 80 εκατομμυρίων ακολούθων του (followers). Έγραφε ένα tweet, καλούσε σε μια συγκέντρωση σε λίγες ώρες και με αυτό τον τρόπο χιλιάδες άνθρωποι ανταποκρίνονταν.
Μην ξεχνάμε επίσης ότι τα κοινωνικά δίκτυα ήταν και ένας βασικός τρόπος επικοινωνίας που χρησιμοποιήθηκε στο παρελθόν κατά τη διάρκεια της Αραβικής Άνοιξης αλλά και στους Ισπανούς και Έλληνες Αγανακτισμένους, παίζοντας καταλυτικό ρόλο στη μαζικοποίηση των φαινομένων.
Το προφανές συμπέρασμα που προκύπτει είναι πως αν οι Big Tech μπορούν και κόβουν ακόμα και τον πρόεδρο των ΗΠΑ, που θεωρητικά έχει το τίτλο του πλανητάρχη, αυτό σημαίνει πως έχουν πλέον τέτοια δύναμη που μπορούν και αποφασίζουν για τις κοινωνίες ερήμην των κυβερνήσεων των ισχυρών κρατών. Ο συμβολισμός αυτής της κίνησης είναι τόσο ισχυρός που σηματοδοτεί σαφέστατα τη νέα φάση που μπαίνουμε με την ανεξέλεγκτη δύναμη που έχουν αποκτήσει οι πολυεθνικές του διαδικτύου. Θα μπορούσε ποτέ εν έτει 2003, όταν η Αμερική ξεκινούσε τη νέα πολεμική σταυροφορία στο Ιράκ, κάποιο μεγάλο Αμερικάνικο ΜΜΕ της εποχής να κόψει τον Μπους; Ρητορικό το ερώτημα.
Στα κοινωνικά δίκτυα και στο διαδίκτυο όμως δεν πρέπει να υπάρχουν κανόνες;
Το ζήτημα της λογοκρισίας στο διαδίκτυο δεν είναι καινούριο. Το καινούριο είναι ότι κόβουν μέχρι και τον Πρόεδρο των ΗΠΑ ή μια πλατφόρμα την οποία χρησιμοποιούν εκατομμύρια πολίτες. Η απάντηση στο αν πρέπει να υπάρχουν όρια είναι ότι σαφώς και πρέπει. Όμως ποιος είναι αυτός που τα θέτει; Τα όρια θα τίθενται από τις ίδιες τις πολυεθνικές τεχνολογίας ξεπερνώντας αναλόγως τα ίδια τα κράτη; Θα τίθενται από τις κυβερνήσεις και τα νομοθετικά σώματα; Από τους ίδιους τους πολίτες;
Οπως είναι τεχνολογικά δομημένες -από τον πηγαίο κώδικα και την υποστηρικτική υποδομή- οι γνωστές πλατφόρμες, έχουν έναν τρόπο λειτουργίας όπου τα κλειδιά του ποιος κόβεται και ποιος έχει δικαίωμα έκφρασης στον ψηφιακό κόσμο τα κρατάνε οι Big Tech.
Ο δημοκρατικός έλεγχος του διαδικτύου είναι το ένα βήμα. Ούτε όμως μονόδρομος είναι τα πράγματα και από πλευράς τεχνολογίας. Για παράδειγμα, ορισμένες από τις αναδυόμενες πλατφόρμες επικοινωνίας (π.χ. Signal) χρησιμοποιούν τεχνικές κρυπτογράφησης «από άκρη σε άκρη» (End-to-End Encryption). Έτσι, είναι πολύ πιο δύσκολο η εταιρεία που βρίσκεται πίσω από την κάθε πλατφόρμα να παρακολουθήσει τις συνομιλίες μεταξύ των χρηστών, καθώς κρυπτογραφείται το μήνυμα προτού φύγει από τον αποστολέα και αποκρυπτογραφείται αφού φτάσει στο παραλήπτη. Άρα, κατ’ επέκταση, αν υιοθετηθούν πολιτικές λογοκρισίας πρέπει να εγκριθούν από τους ίδιους τους χρήστες και δεν μπορούν να επιβληθούν από την πλατφόρμα. Ή ακόμη, είναι σε ανάπτυξη και λύσεις όπως κοινωνικά δίκτυα όπου τα δεδομένα δε θα βρίσκονται σε κεντρικά Data Centers και με κεντρικό διαχειριστή μια εταιρεία, αλλά θα αποκεντρώνονται σε πληθώρα σημείων με αποτέλεσμα τη δυσκολία σε έναν μονό να μπορεί να έχει τον απόλυτο έλεγχο. Φυσικά τα δισεκατομμύρια των χρηματοδοτήσεων βρίσκονται στις Βig Τech. Δεν σταματούν όμως εκεί οι δυνατότητες για δημοκρατικό έλεγχο στα δεδομένα.