Της Μαρίας Πετρίτση*

Η πόλη κολυμπά στην αβαθή θάλασσα μιας χειμωνιάτικης γιορτής. Οι άνθρωποι περπατούν με τα χέρια στις τσέπες. Κρυώνω, και σου λέω να μπούμε σε ένα μαγαζί με χρωματιστά μπουκάλια και μυρωδιά κρασιού. Στην πόρτα κουδουνίζει ένας μίνι τάρανδος με αγιοβασιλιάτικο καπέλο. Πίσω από τη βιτρίνα με τις ακρυλικές υποσχέσεις ένας μυστικός κόσμος κρυφοκοιτά. Αχνές φωτογραφίες από εγκαταλελειμμένα λούνα παρκ, ζωγραφιστά τρενάκια, καρουσέλ, βατραχάκια μπρούτζινα, σβούρες και παιχνίδια που δεν ανήκουν πουθενά. Σπάνια βιβλία που κάποτε ξάπλωναν πάνω σε ράφια όλο μούχλα και τερμίτες, βινύλια Λιλί Μαρλέν, Ντέμης Ρούσσος και Ζορμπάς δίπλα στις παλιές επιτυχίες της Μπαρμπαρά και του Μπρασένς, υφασμάτινες σημαίες από μέρη μακρινά, άκυρα χαρτονομίσματα και κέρματα παλαιάς κοπής, ζωγραφιές λαδομπογιά σε τοίχους που ξεφτίζουν, ο Μποντλέρ, ο Λόρδος Μπάιρον, η Έντιθ Πιάφ σε κοιτάζουν κατάματα και αναμένουν ένα κρυφό σου άγγιγμα καθώς θα ανεβαίνεις τα σκαλιά.
Χαραγμένοι τοίχοι -με πρόκα, σουγιαδάκι ή κάτι άλλο αιχμηρό- ονόματα και ημερομηνίες, «Ερμίνα + Αλέξανδρος = αγάπη για πάντα». Δωμάτια κελιά. Που κάποτε φιλοξενούσαν άλλους. Μια δραματική σβάστικα λαξευμένη ανάμεσα σε αμέτρητα εβραϊκά ονόματα, πολυέλαιοι με χρωματιστά λαμπιόνια, καμένα μερικά, έπιπλα με δαντελωτά χειροποίητα σχέδια, μαξιλάρια από ρουμπινί βελούδο και ήθη χαμηλά. Ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο στολισμένο με κόκκινα λαμπιόνια φεγγοβολά. Χαμένες αγάπες, ίντριγκες, πάθη μεθυστικά- ανείπωτες λέξεις. Η μουσική του λόγου. Ένα γραμμόφωνο κι ένα τζουκ μποξ όλο δακτυλικά αποτυπώματα λίγο πιο πέρα, ρετρό χρυσοποίκιλτοι καθρέφτες σε κάθε γωνιά. Μια τρομπέτα καταγής στις σανίδες. Ένας μικρός Ιησούς στη φάτνη του.
Ο χώρος μοιάζει με θεατρικό σκηνικό. Σκαλιά, σκαλάκια και τρυφερές ξύλινες σκάλες συνδέουν άναρχα τα επίπεδα και στις στροφές του λαβύρινθου τρίζουν γέρικα και μαλακά. Ποτέ ένα τρίξιμο δεν με συγκίνησε τόσο αφόρητα. Ποτέ δεν θαύμασα τόσο γλυκά μια τυχαία σκλήθρα που στεκόταν όρθια ανάμεσα στις λουλουδένιες πλάτες δυο σκουριασμένων καρφιών. Η άγρια χαρά ενός περαστικού έρωτα ποτέ δεν στόχευσε τόσο απρόσμενα όσο ένα παιδιάστικο χαμόγελο στην αρχή της σκάλας.
Κορνίζες παλιακές με απολυτήρια υπέργηρων τεθνεώτων πίσω από το γυαλί, ερωτικά γράμματα μιας άλλης εποχής γραμμένα με αληθινό μελάνι, παράσημα από ανδρικά στήθη που πολέμησαν σε χιονισμένα βουνά, γυναικείες δαντέλες αραχνοΰφαντες, που κάποτε έκαναν τα έφηβα αγόρια του τελευταίου θρανίου μιας κρύας τάξης να ονειροπολούν στη θέα και στα αινίγματά τους. Κάλαντα σε διάφορες γλώσσες, παιδιά με τριγωνάκια ανεβοκατεβαίνουν χαρούμενα. Πάνω στα γυάλινα ράφια, μπουκάλια με παλιά αλκοόλ και αναμνηστικά ξεχασμένα από κάποιους περασμένους πότες περιμένουν ένα χέρι να απλωθεί. Οι λιγοστοί θαμώνες ψιθυρίζουν μεταξύ τους και κοιτάζουν τα νέα πρόσωπα με δυσπιστία.
Ένα χριστουγεννιάτικο παραμύθι που ταιριάζει πολύ στους ρομαντικούς. Στην καρδιά της πόλης, με σκέψεις μπερδεμένες και προθέσεις θολές. Στην άκρη ενός αμέθυστου δρόμου που μουρμουρίζει σαν επίμονη αγκαλιά. Παίρνουμε ακόμη ένα κονιάκ ή ένα λικέρ κεράσι; Μια σταλιά. Ίσα να λάμψει ένα δάκρυ στο ποτήρι. Θα μου μιλήσεις για θέματα καρδιάς και θα σου πω τα οδυνηρά μυστικά μου.
Παράξενες μέρες, αλάξευτες. Η οδός Χριστουγέννων χαμογελά. Στην Καζαμπλάνκα στάζει σκουριασμένη βροχή. Κι από την Αγία Πετρούπολη νεώτερον ουδέν, παρ’ όλες τις παραινέσεις. Στο Φες η κόκκινη άμμος στροβιλίζεται ανάμεσα στα πήλινα τούβλα των οχυρών. Στο Τζαϊπούρ οι έμποροι υφασμάτων πουλάνε τα σάρι μισοτιμής πάνω στους πάγκους. Η Τσάινα Τάουν γέμισε νεοϋορκέζικες ακρίδες και ξεδιάντροπες πόρνες των τριών δολαρίων που κλαίνε πνιχτά. Τα ηφαίστεια της Αγίας Λουκίας κοχλάζουν. Η βασίλισσα του Σαβά συνεχίζει να θρηνεί τον χαμένο εραστή της που την αποκαλούσε «πριγκίπισσα» και της χάιδευε τους αστραγάλους και την κοιλιά. Ο κόλπος των Καρχαριών γέμισε τυφλά χρυσόψαρα. Στο Γαλάζιο Όρος οι μοναχοί εξορύσσουν κρυστάλλους αλατιού που μοιάζουν με καλειδοσκόπια. Στην Γκραν Πλας οι έφηβοι μαθητές ενός σχολείου κάθονται καταγής και τραγουδάνε τζινγκλ μπελς και διάφορα τέτοια. Στο Ράιντορφ ένας άντρας πίνει ουίσκι με πάγο και παρ’ όλο που βρέχει παραμένει στεγνός. Η Κέρκυρα δεν μάθαμε ποτέ σε ποιον ανήκει. Η καινούργια χρονιά θα λέγεται 2014.
Εμείς τραγουδάμε χωρίς επώνυμα αισθήματα για ένα τρένο που φεύγει.

* Η Μαρία Πετρίτση
είναι συγγραφέας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!