Ευδιάκριτες αντιφάσεις σε ένα δύσβατο μονοπάτι προγραμμάτων ημιανεργίας
Του Ηλία Σταθάτου
Η ερώτηση που κατέθεσε (11/2) ο βουλευτής της Ν.Δ. Λευτέρης Αυγενάκης, με την οποία ζητούσε να ενημερωθεί με ποιο τρόπο η κυβέρνηση θα πετύχει την αύξηση του βασικού μισθού, λαμβανομένης υπ’ όψιν της ρήτρας διαπραγμάτευσης της Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, έδωσε την αφορμή στην ηγεσία του υπουργείου Εργασίας να δώσει έναν «οδικό χάρτη» με τα επόμενα βήματα της κυβέρνησης που αφορούν την απασχόληση και την ανεργία.
Ας ξεπεράσουμε το γελοίο της υπόθεσης βουλευτής της Ν.Δ. να… πονάει για τους μακροχρόνια άνεργους και την απασχόληση των νέων και ας επικεντρωθούμε σε ό,τι ανακοινώθηκε στο έγγραφο του υπουργού Εργασίας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, Πάνου Σκουρλέτη, που διαβιβάστηκε στη Βουλή ως απάντηση στην ερώτηση του κ. Αυγενάκη. Οι επόμενες πολιτικές, σύμφωνα με τον υπουργό, θα αφορούν τον κατώτατο μισθό, τη μερική απασχόληση, αλλά και την ανεργία, ειδικά των νέων.
Σε συνθήκες ποιας παραγωγικής ανασυγκρότησης;
Σύμφωνα με τον κ. Σκουρλέτη: «Το υπουργείο Εργασίας θα αποκαταστήσει άμεσα την Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας και το πεδίο εφαρμογής της το οποίο αποδυναμώθηκε με τις διατάξεις του Ν. 4093.2012», αναφέρει ο υπουργός. Όπως σπεύδει να επισημάνει: οι όροι της, μισθολογικοί και μη, θα εφαρμόζονται πλέον επί όλων των εργαζομένων της χώρας, ανεξαρτήτως του χαρακτηρισμού τους ως «θεσμικοί» και «μισθολογικοί». «Πέραν αυτού και μέχρι την πλήρη αποκατάσταση της συλλογικής αυτονομίας, που επλήγη βαρύτατα από αλλεπάλληλες νομοθετικές ρυθμίσεις των τελευταίων ετών, ο κατώτατος μισθός και το κατώτατο ημερομίσθιο θα αυξηθούν σταδιακά μέχρι το τέλος του 2016, οπότε και θα επανέλθουν στα επίπεδα που ίσχυαν πριν από την έκδοση της ΠΥΣ 6/2012 αρχικά και εν συνεχεία του Ν. 4093/2012. Η αντισυνταγματική και αντίθετη στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο διάκριση σε εργαζόμενους άνω και κάτω των 25 ετών θα καταργηθεί, ενώ θα υπάρξει και εξομοίωση μεταξύ υπαλλήλων και εργατοτεχνιτών όσον αφορά τις κατώτατες αποδοχές», ενημερώνει ο κ. Σκουρλέτης και εξηγεί: «Αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνικοί εταίροι θα δύνανται να συμφωνήσουν με την Εθνική Γενική ΣΣΕ μόνο σε ευνοϊκότερες συλλογικές ρυθμίσεις για τους εργαζομένους της χώρας, σύμφωνα άλλωστε με τη θεμελιώδη αρχή της ευνοϊκότητας που διέπει το Εργατικό Δίκαιο».
Σε κάθε περίπτωση, όπως τονίζεται, η αύξηση του κατώτατου μισθού σταδιακά θα πραγματωθεί σε συνθήκες ανάκαμψης της οικονομίας και παραγωγικής ανασυγκρότησης της. Τα βήματα, είναι θετικά. Όμως, ανακύπτει το ερώτημα, από την στιγμή που τίθεται ως συνθήκη η παραγωγική ανασυγκρότηση, πρέπει να σχεδιάζονται αντίστοιχες πολιτικές. Κάτι που δεν φαίνεται να έχει συμβεί μέχρι τώρα.
Ευέλικτες μορφές εργασίας
Ο κ. Σκουρλέτης προανήγγειλε, επίσης, ότι το νομοθετικό πλαίσιο των ευέλικτων μορφών εργασίας, όπως η εργασία εκ περιτροπής και η μερική απασχόληση θα επανεξεταστούν εκ του μηδενός προκειμένου να αποφευχθούν οι διαπιστωθείσες καταχρήσεις και καταστρατηγήσεις. «Σκοπός μας είναι να αναβαθμιστεί ο ρόλος των εργαζομένων και των εκπροσώπων τους μέσω διαδικασιών διαβούλευσης, όπως αυτές προβλέπονται στο Π.Δ. 240/2006, ενώ θα ενισχυθούν και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί του ΣΕΠΕ», αναφέρει ο υπουργός και ενημερώνει ότι αποδίδεται μεγάλη σημασία στο Πληροφοριακό Σύστημα Εργάνη, ώστε να αποτελέσει αξιόπιστο εργαλείο στα χέρια των αρμοδίων Αρχών τόσο ως προς την ενημέρωση για τη διαμόρφωση της αγοράς εργασίας όσο και ως προς τον έλεγχο των παραβάσεων της ισχύουσας νομοθεσίας. «Στόχος μας είναι να αντιστραφεί σταδιακά η εκπαραθύρωση της σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου από ευέλικτες μορφές απασχόλησης, οι οποίες έχουν αυξηθεί δραματικά στην αγορά εργασίας».
Θετικό, αλλά σε καμία περίπτωση αρκετό. Αυτό που φαίνεται να διαφεύγει της προσοχής είναι ότι η άνθηση της ευέλικτης απασχόλησης, δεν είναι αποτέλεσμα απλώς της νομικής της διευκόλυνσης, αλλά του οικονομικού μοντέλου και των πολιτικών επιλογών που κυριάρχησαν και κυριαρχούν, σε Ελλάδα και Ευρώπη. Είναι στο κοινωνικό και οικονομικό μοντέλο που πρέπει να υπάρξει παρέμβαση, πρώτα από όλα, ώστε να μειωθεί η ευελιξία αποτελεσματικά. Κάτι που ασφαλώς αποτελεί «μονομερή ενέργεια», καθώς οι «μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας» της Ε.Ε. είναι ακριβώς αυτό: περισσότερη ευελιξία και επισφάλεια. Κάτι που αποτελεί πρόβλημα και για την ίδια την Ε.Ε., σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο, μια και πολλές έρευνες της Κομισιόν αναγνωρίζουν τις δυσμενείς επιδράσεις της μερικής απασχόλησης. Όμως, παρά το γεγονός ότι έχει αναγνωρισθεί πως «κάνει ζημιά», ειδικά στους νέους, η μερική απασχόληση αποτελεί πολιτική επιλογή. Και γι’ αυτό δεν εγκαταλείπεται.
Ανεργία, και ιδιαίτερα νεανική
Σε ό,τι αφορά την ανεργία, ο υπουργός απαντά ότι ο ΟΑΕΔ αποτελεί το κύριο όργανο της κυβερνητικής πολιτικής για την ενίσχυση της απασχόλησης και την αντιμετώπιση της ανεργίας σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της Ε.Ε. Σε αυτό το πλαίσιο συνιστά, ως δίκτυο δημόσιας υπηρεσίας απασχόλησης, τη βασική δομή για την εφαρμογή της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής για την απασχόληση 2020 αλλά και την προώθηση δράσεων κοινωνικής προστασίας που σχετίζονται με το ανθρώπινο δυναμικό. Ως προς την πρόσβαση στην αγορά εργασίας, ιδιαίτερα σημαντικός είναι ο ρόλος των ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης που πραγματοποιεί ο Οργανισμός για τους ανέργους. Ακόμη, ο υπουργός απαριθμεί τα ευρωπαϊκά προγράμματα που «τρέχουν», αλλά και τη στρατηγική «Εγγύηση για τη Νεολαία», που πρόσφατα εγκρίθηκε από την Κομισιόν και ορίζει πως νέοι κάτω των 25 ετών που ούτε εκπαιδεύονται ούτε δουλεύουν, θα λάβουν μια συγκεκριμένη «ποιοτική προσφορά».
Όμως, τα προγράμματα κοινωφελούς εργασίας, τα voucher, οι επιδοτούμενες εισφορές, τα σεμινάρια και οι «ποιοτικές προσφορές» -δηλαδή όχι ποσοτικές, δηλαδή όχι χρήματα-, δεν αντιμετωπίζουν την ανεργία, ούτε είναι εργασία. Επίσης, αποτελούν πολιτικές επιλογές της Ε.Ε. για την εμπέδωση της διάλυσης των εργασιακών δικαιωμάτων και του «flexicurity». Στην καλύτερη περίπτωση επεκτείνουν την επισφάλεια, σπαταλώντας πολύτιμους πόρους και ανθρώπινο δυναμικό, συχνά το δυναμικότερο.
Οι αντιφάσεις που αναδεικνύονται στο νευραλγικό τομέα της απασχόλησης είναι σίγουρα ευδιάκριτες. Ο χρόνος, όπως έχουν τα πράγματα, δεν είναι σύμμαχος της νέας κυβέρνησης. Και όταν τα προβλήματα χρονίσουν, θα γίνει ολοφάνερο ότι απαιτούνται ρήξεις. Ζητούμενο αν τότε θα μπορούν να γίνουν.