Το Γαλάζιο Λειβάδι
Θα ’μαστε μόνοι εγώ κι εσύ
Και δε θα υπάρχουν πια
Ούτε αποχωρισμοί ούτε αναχωρήσεις
Ούτε μέρα ούτε νύχτα
Και θα ’χει τόσο κάποια λάμψη απεριόριστη απλωθεί
Πάνω στα πρόσωπά μας
Που θα ελευθερωθούν τα βλέφαρα απ’ τον γύψο
Θα προχωρήσουμε μαζί στην όχθη του φωτός
Και τα δικά σου βήματα θ’ απορροφήσουν τα δικά μου
Μια σκουριασμένη αξίνα κι ένα φτυάρι θα ’ναι πάντα εκεί
Να μου θυμίζουνε το τρομερό εκείνο απόγευμα μιας Κυριακής
Θα περπατήσουμε μαζί σ’ ένα γαλάζιο λειβάδι
Κι από τους λόφους θ’ αναβλύζει
Κάποιο ανάκουστο τραγούδι
Που ποτέ δε θα τελειώσει
Ερείπια
Το κλειστό βιβλίο
το λυπημένο βιολί,
ο ραγισμένος άγγελος που αγρυπνεί –
που είστε, παιδικά μου χέρια.
με λησμονήσατε.
Μα δε μπορώ,
δεν έχω πια τα μάτια μου να κλάψω.
Η βροχή αποκλείστηκε στον κήπο.
Απ’ τα κλαδιά των δέντρων κρέμονται καρδιές,
μικρά φώτα,
ο ήχος μιας καμπάνας,
η προσευχή.
Ακόμα καπνίζουν
των ημερών τα ερείπια.
Εκμαγείο
Χαραγμένη με το κόκκινο των χειλιών σου
Είναι η πόρτα της λησμονιάς
Και των μαλλιών σου οι μπούκλες οι καστανές
Συναγωνίζονται τις μελιχρές
Ανταύγειες του φθινοπώρου
Αρνείσαι με πείσμα να νυμφευθείς
Το μαύρο πέπλο της οδύνης
Τη σκόνη του καιρού
Και της καρδιάς σου οι κεραίες με λικνίζουν
Όπως οι χτύποι του ρολογιού
Όμως στις κόρες των ματιών μου
Βυθίζεις πάντα το ξίφος σου.