Σα να μη σ’ έχω χάσει ποτέ

Τώρα που κινδυνεύω να σ’ έχω ή να μη σ’ έχω
που έχουν περάσει η λησμονιά κι η ελπίδα σα μια καταιγίδα
από πάνω μου
ξανατρέχω για μια τελευταία φορά τον ίδιο το δρόμο.
Μπορεί να ξανασυναντήσω μέσα σ’ όλες τις νύχτες τον ίσκιο σου,
μπορεί να με συνεπάρεις, ξανά, όπως ο καθαρός αυτός ουρανός,
τούτο το απόγευμα που αναπαύεται μέσα μου.

Πρώτη φορά δοκιμάζω τόση άνεση,
ο άνεμος έρχεται σαν ένα μικρό θαύμα
και κουβεντιάζει μαζί μου.
Ακούω το φως που περπατά πάνω στα φύλλα.

Σα να μη σ’ έχω χάσει ποτέ,
να μην έχεις περάσει απ’ τον ύπνο μου.

 

Άρνηση

Εσύ, που δεν είσαι πια δέντρο,
δεν είσαι ποιος ξέρει, ούτε αχτίδα, δε σκέπτεσαι,
μπορεί νάχεις περάσει σ’ έναν άλλον ουρανό
σε μια ελπίδα που εμείς δεν ελπίζουμε.

Γιατί με τόσο φως που γνωρίσαμε
κάνοντας να χορεύουν τα λίγα μας βήματα,
να μη σου κακοφανεί, μπορεί να ξεχάσουμε
από που ήρθαμε κι αν μπορεί να φύγουμε ξαφνικά.

 

Ο μικρός ταχυδακτυλουργός

Πολύ παλιά, πολύ παλιά
τότε που απ’ το καπέλο μου έβγαζα
περιστέρια, κουνέλια, σημαίες
κι εσύ με κοιτούσες, δεν πίστευες έκπληκτη.

Πολύ παλιά, πολύ παλιά
όπως σε μια φωτογραφία αντίκα.

 

Χωρίς να κυτταχτεί

Χωρίς να κυτταχτεί μες στο φεγγάρι
χωρίς να γνωριστεί μέσα στην ώρα
σηκώνοντας στην όχθη τη φωνή της
αφήνει τ’ ανεξάντλητα πουλιά.

Λευκή σαν ψύχα γιασεμιού
πλέει δροσερή μες στην αγάπη.

Απλή ξυπνάει τα φλάουτα
σα μια γιορτή
χωρίς μι’ αχτίδα να λεκιάζει την καρδιά της
τον ύπνο της ν’ αργεί.

Ανοίγει την πιο διάφανη στιγμή
ρίγος ξανθό του διάφανου νερού,
σπουργίτι του πρωινού που ξεσηκώνει
τη λιτανεία των σημάντρων μες στο φως.

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!