Με τον Μιχαλάκη ήμασταν συμμαθητές στο γυμνάσιο, στη Μυτιλήνη. Ήταν λίγο λιανός στο σουλούπι και στα μαθήματα όχι και τσακμάκι, όμως ήταν από τρανή οικογένεια του νησιού. Μεγαλέμποροι, κτηματίες και πολιτευτές το σόι του.
Πάντα καλοντυμένος και μυρωδάτος στο σχολειό, ήταν ο μόνος που έβαζε τις καθημερινές κολόνια, από τις μάρκες, όχι από τη χύμα λεμόνι της κυρα-Θοδώρας.

Η παρέα του ήταν της «καλής κοινωνίας», κάτι τσογλανάκια κακομαθημένα, που τους έδινε χρήματα να νοικιάζουν μηχανάκια, τους κέρναγε κι εκείνοι όλο τον κολάκευαν και τον φώναζαν Μισέλ. Εμείς το φωνάζαμε «ο Φιάκας», γιατί όλο φιγούρα, πρόκληση και σαματάδες ήταν.
Τα σαββατόβραδα, στο «νυφοπάζαρο» της προκυμαίας, οι κοπέλες δεινοπαθούσαν από τον Μισέλ. Έβριζε, προκαλούσε, απειλούσε και αν τύχαινε ο πατέρας καμιάς κοπελιάς να ήταν στη δούλεψη του πατέρα του, γινόταν πρόστυχος.
Νταής και στα διαλείμματα στο σχολειό, μαζί με την παρέα του. Όπου εύρισκαν αδύναμο και του χεριού τους, η «καλή κοινωνία» του άλλαζε τα φώτα.
Δεν τον χώνευα, ούτε αυτός εμένα, ίσως γιατί η κούκλα η Μυρσινούλα που τη κυνηγούσε μήνες του είπε δημόσια:
– Μη μου ξαναμιλήσεις, εγώ τα έχω με τον Σωκράτη
Είχαμε στη τάξη μας και τον Πετράκη.
Ένα φτωχόπαιδο από τον Συνοικισμό, κοκκινομούρη, άσχημο και στραβοκάνη, που το φωνάζαμε «τσίτα».
Των παθών του τον τάραχο τράβαγε ο Πετράκης από τον Μισέλ και την παρέα του.
Κάθε μέρα η μάνα της «τσίτας» του έδινε σε μια χαρτοσακούλα λίγες ελιές και μια φέτα τουλουμοτύρι για το μεγάλο διάλειμμα. Μια μέρα, τσακώνω το Μισέλ να αδειάζει τη χαρτοσακούλα στο χώμα και να βάζει μέσα καβαλίνες.
– Γιατί ρε το κάνεις αυτό;
– Γιατί έτσι γουστάρω, μου απαντά.
Ασυναίσθητα του ρίχνω μια μπουνιά στη μούρη, πάρ’ τον κάτω και γεμίζει αίματα.
Με το που βλέπω τα αίματα, λιποθυμώ. Ήταν η πρώτη και η τελευταία φορά που χτύπησα άνθρωπο. Ο γυμνασιάρχης μου είπε πως αν ζητήσω συγγνώμη από το Μισέλ και το πατέρα του, που ήταν παρών, τέλειωσε το θέμα.
Δεν το έκανα και έφαγα «τριήμερη αποβολή για αδικαιολόγητη βία και απρεπή συμπεριφορά».
Ο Μισέλ ποτέ δεν ζήτησε συγγνώμη από τον Πετράκη.
Φεύγοντας από το γραφείο του γυμνασιάρχη, ο κύριος Βύρων, ο χημικός μας, μου χαμογέλασε και μου έκλεισε το μάτι.
Πριν από δυο χρόνια, σ’ ένα βιβλίο-αφιέρωμα στους αντιστασιακούς εκπαιδευτικούς της Λέσβου, είδα τη φωτογραφία του κυρίου Βύρωνα στη Μακρόνησο.
Μάλλον ο Μισέλ θα φταίει που δεν μπορώ να καταδικάσω «τη βία απ’ όπου κι αν προέρχεται».
Ίσως και το χαμόγελο του κυρίου Βύρωνα.

ο Σωκράτης
[email protected]

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!