Του Νίκου Σταθόπουλου*
Εν αρχή, το γνωστό του Μ. Κούντερα, για την πολεμική αναγκαιότητα της μνήμης ενάντια στην εξουσία. Γνωστό και εξαντλημένο πια, σαν παλιοκαιρίτικη κοινοτοπία, που τώρα την «ανανεώνει» ο μοντέρνος καπιταλισμός. Την ανανεώνει, δηλαδή την κάνει τόσο κοινόχρηστη και προσβάσιμη, ώστε την στραγγίζει από το κύρος των σημασιών της. Ένα σλογκανάκι πια, μια ατάκα για να διανθιστεί με «στοχασμό» ο επιούσιος κροκοδειλισμός της αποξένωσης.
Κι από κοντά, ο Ελύτης, με το «ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν», αυτό το βαθιά γιουνγκικό αποκρυστάλλωμα της συνείδησης του συνεχούς, κάτι που το μισεί ο καπιταλισμός των «ασταμάτητων ανατρεπτικών καινοτομιών» Εδώ είναι η μνήμη ως συνείδηση που ενοποιεί την ιστορία στο βίωμα και έτσι κάνει τα τωρινά να λάμπουν σαν συνέχεια, δηλαδή σαν το διαρκές της συλλογικής αιωνιότητας.
ΑΡΑ, Η ΜΝΗΜΗ δεν είναι σπουδαζόμενο αντικείμενο, αλλά κουλτούρα, έθος, αναπαραγωγή του εαυτού μέσα στα αναπάντεχα του γίγνεσθαι, είναι οικοδομημένη παιδεία, είναι τρόπος συναίσθησης του πολιτισμού, είναι ποιότητα εθνικού αυτοπροσδιορισμού. Δεν είναι τυπικές επετειακές πληροφορίες για το πώς πέθανε ο Παύλος Μελάς και πώς οργανώθηκε η φρίκη με τα κομμένα κεφάλια στα Τρίκαλα: είναι συγκινησιακή και πνευματική επαναφώτιση των ιστορικών όρων αυτών των γεγονότων, είναι ενδυναμωμένη ανανέωση κλίματος, δηλαδή επανένταξη στην ιστορία.
Κι από πιο κοντά, σαν στοργικός οργουελόμπατσος, ο «σύγχρονος κόσμος» του τελειοποιούμενο ελέγχου, να επενδύει κεφάλαια και επιστήμη και marketing στη μνήμη. Να τη χορηγεί αφειδώς, σε ένα εξουθενωτικό Διαδίκτυο όπου η ευκολία πρόσβασης είναι ο δείκτης μιας αφόρητα λοβοτομικής κατανάλωσης δεδομένων. Αυτό το σφοδρά ανταγωνιστικό «Σαν Σήμερα…», τυπικό, φορμαλιστικό, ασχολίαστο, αθροιστικό, μια απαίσια χοάνη όπου ρίχνονται και πολτοποιούνται τα πάντα, από τη Μάχη του Μαραθώνα μέχρι το πρώτο LP της Μαντόνα
Η παρούσα εκδοχή της μνήμης είναι τόσο βραχύβια εγκυκλοπαιδική, όσο επιβάλλει η αστική εμπορευματική αντίληψη του χρόνου: ο χρόνος είναι μια γραμμική ακολουθία υλικοαφθονιακών προόδων, άρα είναι ποσοτικός και αθροιστικός και όχι πολιτιστικός και ανθρώπινος. Η ιστορία γίνεται προσωπικό σημειωματάριο «τι έχω να κάνω σήμερα», και έτσι η ζωή γίνεται αδιαφοροποίητη κατανάλωση παρόντος, ενώ η ιστορία καταργείται μέσα σε διαχειριστικά προγράμματα για το εδώ και τώρα.
Είναι σφάλμα επικίνδυνο να αποθέσουμε τη μνήμη στην όποια ιδιωτική πρωτοβουλία. Η αίσθηση των άσχημων πραγμάτων του καιρού, επιβάλλει μια έξυπνη στρατηγική ανατροφοδότησης της συλλογικής μνήμης
Πόση μνήμη θέλετε με τον πρωινό καφέ σας; Πόση ικανοποιεί την επικαιρότητα του επικοινωνιακού κενού σας; Ποια προτιμάτε σε τούτο το λουναπαρκικό supermarket; Έχουμε κάθε μνήμη, σε νταμάκια, σε ψηφιακές κονκάρδες, σε «πληροφορίες». Έχουμε βιογραφίες ηρώων και ποιητών, έχουμε μεγάλες μάχες και άθλα στρατηλατών και μνημειώδη αρχιτεκτονήματα, έχουμε επετείους και ορόσημα. Έχουμε μια κονσερβαρισμένη ιστορία, σαν σημειώσεις SOS σε συνοικιακό φροντιστήριο.
Εσείς δεν έχετε τίποτα! Ούτε παιδεία ούτε εσωτερικό βάθος ούτε πνευματικές αγωνίες. Είστε καταναλωτές, είστε πνευματικοί μουζίκοι που έρχεται ο πλανόδιος μικρέμπορος και σας φέρνει «τα ευρωπαϊκά». Είστε ολογράμματα σε τηλεπαιχνίδια που θυμούνται ό,τι ορίζει η «αναγκαιότητα» του τηλεοπτικού προϊόντος. Πρέπει απλά να παρακολουθείς τη συνέχεια, και γι’ αυτό κάθε φορά θα δημιουργώ για σένα ειδικά «πακέτα μνήμης» που θα σ’ ενημερώνουν συνοπτικά για τα προηγούμενα. Σε σίριαλ παίζεις, αμ πώς!
Τι δεν έχουμε, δεν παρέχουμε, δεν ρισκάρουμε; Τη βιωματική μνήμη της γνωσιολογικής μέθεξης, τη μνήμη που θα καθολικεύει το μερικό και θα κωδικοποιείται ως γνώση και συνείδηση, δηλαδή, τη μνήμη όχι της πληροφορίας αλλά του όλου γεγονότος και της ένταξης αυτού στο πλέγμα συναφειών που το καθιστούν ιστορία.
Κατά καιρούς, οι ποικίλοι Πορτοσάλτε και Τατσόπουλοι, θα σκαρώνουν «συγκεντρωτικά αφιερώματα» όπου η εξαιρετικότητα της αναφοράς θα θέτει εκ των προτέρων τάφρους αποξένωσης, θα ακυρώνουν τη βιωματικότητα, και με αυτό τον τρόπο, σαν μια τυχαία προσωπική διάλεξη, και η ιστορία θα αναθεωρείται, και η προσωπική σχέση με τον πολιτισμό θα γίνεται τόσο ακαδημαϊκά ντοκιμαντερίστικη ώστε τίποτα δεν θα έχει ταυτότητα παρά μόνο όση ορίζει η διαφημιστική έμπνευση.
Με τη βιωματική μνήμη, ο νους ανοίγει σε κάθε ορίζοντα και οι προσλήψεις του μετουσιώνονται αυτοδύναμα σε κριτική σκέψη, όχι μοντελοποιημένα και αλγοριθμικά αλλά σαν αίσθηση του καθολικού και σαν αυτοαίσθηση της συμμετοχής και των πολλών και περίπλοκων προσωπικών παραμέτρων. Η μνήμη δεν είναι διάλεξη και στεγνό μορφωτικό καθήκον, αλλά πάθος ερωτικό να ανανεώνεις αδιάκοπα και συντροφικά την αιωνιότητα των ανθρώπινων πραγμάτων.
Η μνήμη, με αυτή την οργάνωση και εννόηση, αποδεικνύει αυτοματικά ότι τα πάντα διαμορφώνονται σε ορίζοντα χρόνου και είναι συλλογική υπόθεση, άρα το υποκείμενο δεν είναι μια περιχαρακωμένη μοίρα αλλά μια ποιότητα και μια συνθήκη, άρα ένας ενεργητικός συντελεστής
Το έχει κάνει ποιητική ανασκευή της αστικής χρονικότητας ο Γ Ρίτσος στη «Χειμερινή Διαύγεια»: «Μια διαθήκη που κανείς δεν τη διάβασε, γιατί δεν έμειναν κληρονόμοι κι ούτε έμεινε κληρονομιά. / Ωστόσο εσύ τη διάβασες και τη μεταβιβάζεις / δένεις τις εποχές που δε γνώρισαν το δεσμό τους / κι ακόμα δε μπορείς ν’ αδειάσεις από το βάρος και τον πλούτο της πιο κενής μέρας / μιλώντας, μη μιλώντας, κλείνοντας τα μάτια, βλέποντας». Αυτή είναι η επαναστατική σχέση με τη μνήμη, αυτό το δέσιμο των εποχών μεταξύ τους το οποίο αυτές αγνοούν και το οποίο, θα συμπληρώσουμε αναιδώς εμείς, η ιστοριογραφία και η αναστοχαστική δημοσιολογία το κάνουν ακαδημαϊκή αφήγηση, δηλαδή ιδεολογία.
Η μνήμη είναι περιφρουρούμενο δημόσιο αγαθό και μια δημόσια λειτουργία που εκπληρώνεται στην ατομική σκέψη και συνείδηση. Το πρότυπο το θεμελιώνει η εκκλησιαστική μνήμη, οι γιορτές οι θρησκευτικές: ο πιστός καλείται να μετάσχει μέσω τελετών και εθίμων και παραδόσεων, όχι να διαβάσει ένα ενημερωτικό σημείωμα. Και η ταξική μνήμη περιέχει τη μέθεξη, καθώς υποβάλλει συνειρμούς και συγκρίσεις και κανονικά προτρέπει σε κινητοποιήσεις.
Είναι σφάλμα επικίνδυνο να αποθέσουμε τη μνήμη στην όποια ιδιωτική πρωτοβουλία. Η αίσθηση των άσχημων πραγμάτων του καιρού, επιβάλλει μια έξυπνη στρατηγική ανατροφοδότησης της συλλογικής μνήμης. Ένα γενικευμένο ολοφάνερο «κρυφό σχολειό» που θα μετεξελίσσει τη μνήμη σε διαδικασία δημόσιου διαλόγου. Και με επιλογές μνήμης καθόλου περιορισμένες από τη σχολική μαζική κουλτούρα των «συνηθισμένων και των σουξέ», αλλά με το κριτήριο των ζωντανών σχέσεων με το παρόν. Ακόμα και το «επουσιώδες και περιφερειακό και απολίτικο» έχουν τη θέση τους σε αυτή τη σπουδαία μάχη. Καιρός να οργανώσουμε μια αντισυστημική σταυροφορία διαλογικής μνήμης ως πτυχή των αναθεωρημένων μας ανταγωνιστικών αντιστάσεων.
* Ο Νίκος Σταθόπουλος είναι φιλόλογος