Της Μαρίας Θ. Μάρκου
Σαν ν’ άκουσα δυνατή φωνή «Μην κοιμάστε άλλο!
Ο Μάκβεθ σκοτώνει τον ύπνο» – το γαλήνιο ύπνο,
Τον ύπνο που ξεμπερδεύει το κουβάρι των φροντίδων μας,
Στέλνει στη λησμονιά τη δύσκολη μέρα, πλένει του μόχθου τις πληγές,
Που στάζει βάλσαμο σ’ ό,τι μας πονά, που μας χορταίνει…
Μάκβεθ: Πράξη 2, Σκηνή 2, 32-36
Δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει. Ο ύπνος μας στοίχειωσε, τα όνειρά μας ερήμωσαν, η καθημερινότητά μας παγιδεύτηκε. Στο λίγο χώρο που αξιωθήκαμε, τώρα κρινόμαστε λαθραίοι. Κάθε νύχτα ο κόσμος αλλάζει γύρω μας. Κάθε πρωί μαθαίνουμε για μια νέα καταστροφή που συντελέστηκε βουβά, βάζοντας τη ζωή μας σ’ άγνωστη ρότα. Γυρνάμε από τη δουλειά ρωτώντας τι έχει μετατοπιστεί όσο λείπαμε από το σπίτι. Τρίζουν τα δοκάρια της στέγης. Δυσοίωνα προαισθήματα και κακά νέα. Σαν να φυσάει δυνατός αέρας, σαρώνοντας ό,τι προσεκτικά φυλάξαμε, ό,τι με κόπο σωριάσαμε, ό,τι αδέξια σχεδιάσαμε. Σαν να ξυπνάμε σ’ εφιάλτη πιο παλιό από μας. Θυμάστε; «Ό,τι ήταν σταθερό και σίγουρο λιώνει στον αέρα».
Κάθε προσπάθεια ν’ αντιδράσουμε μοιάζει αδιέξοδη, κάθε χειρονομία μετέωρη. Ό,τι κι αν χάσαμε δεν φτάνει, πάντα υπάρχει στο βάθος το φάντασμα ενός κακού που τώρα παίρνει σχήμα, μιας αθωότητας που τώρα δολοφονείται, μιας επικείμενης απώλειας που θα ’ναι η πιο μεγάλη. Δεχόμαστε ασύμμετρη επίθεση και τα όπλα μας είναι άχρηστα. Μας λεηλατούν μετρώντας κέρδη στη νέα ρεβανσιστική μοιρασιά του πλούτου που δημιούργησε η μεταπολεμική ευφορία. Και μας ζητούν να πάρουμε την «ιδιοκτησία» της λεηλασίας, μια που «μαζί τα φάγαμε», ζήσαμε πάνω από τις δυνατότητές μας, τυφλωθήκαμε τόσο από τον ευδαιμονισμό που να πιστεύουμε πως δικαιούμαστε ό,τι μας χαρίστηκε.
Δεν τα πιστέψαμε αυτά τα παραμύθια. Έργο των πατεράδων μας ήταν αυτός ο πλούτος με αντάλλαγμα μια υπόσχεση αξιοπρέπειας, την αναγνώριση πως στον καθένα μας αξίζουν περισσότερα απ’ όσα μπορεί ν’ αγοράσει, πως η απελπισία δεν είναι κανενός το πεπρωμένο. Το πόσο αυτό δεν ήταν λίγο φάνηκε στο ταμείο. Ζεστό χρήμα που δεν παίχτηκε στο τζόγο, υπηρεσίες που δεν μονοπώλησε η αγορά, επενδυτικές ευκαιρίες που χάθηκαν. Δεν συγχωρείται τέτοια στρέβλωση του ανταγωνισμού. Βρέθηκε ότι περιορίζει την παραγωγικότητα του κεφαλαίου, που άλλωστε μετακινείται ασφαλέστερα από αυτούς που πνίγονται στη Μεσόγειο και ξέρει από φοροδιαφυγή. Βρέθηκε ότι κακομαθαίνει τους ανθρώπους και διαφθείρει τις εξουσίες. Πολυτελές κράτος πρόνοιας, ανορθολογική δημοκρατία, ακατάστατη κοινωνική κινητικότητα, να τελειώνουμε με τις μεγάλες αφηγήσεις, αυτές των πολλών για δικαιοσύνη. Βρέθηκε η σωστή αφήγηση, των λίγων, για τον ακατανίκητο νόμο της αγοράς που θα κάνει τον κόσμο να γυρίζει με εύλογο κέρδος.
* * * *
Σ’ αυτή την αφήγηση δεν ταιριάζαμε. Δημοκρατία δανεική – εδώ και χρόνια κανοναρχεί η Goldman Sachs ότι δεν έχουμε γλιτωμό αν δεν αλλάξει αυτό το σοβιετικής υφής Σύνταγμα. Οικονομία άτσαλη, όπου ο σωστός επενδυτής δεν ξεχωρίζει από τους αυθαίρετους μικρομεσαίους. Κοινωνία απείθαρχη, όπου όλοι αξιώνουν ν’ αλλάξουν τη μοίρα τους μορφώνοντας τα παιδιά τους αντί να στήσουν «βιώσιμες» δουλειές. Η αγορά μας έπαιξε κακό παιχνίδι με κάθε λογής «έργα πνοής» – αλλά φταίει που δεν ήταν όσο έπρεπε ελεύθερη. Το κοινό αγαθό διαγουμίστηκε – αλλά φταίει που δεν ήταν αρκετά ανταγωνιστικό.
Τώρα θα πρέπει να βάλουμε τάξη. Ν’ αποκτήσουμε «φορολογική συνείδηση», προσθέτοντας στο ιδιωτικό μας χρέος ό,τι θα δώσουμε για το δημόσιο χρέος που δεν πέρασε από τα χέρια μας. Να γίνουμε «συνεργάσιμοι οφειλέτες» στις τράπεζες που μας λήστεψαν, να πληρώσουμε εισφορές μεγαλύτερες από το εισόδημά μας σε ταμεία που δε θα μας δώσουν ποτέ σύνταξη. Ν’ αφήσουμε «για όσους έχουν πραγματικά ανάγκη» τα σοσιαλιστικά δωρεάν στην Υγεία και την Παιδεία. Να παραιτηθούμε από εργασιακά δικαιώματα που αποθαρρύνουν την επιχειρηματικότητα. Για την κοινωνική προστασία μας φτάνουν τα πιλοτικά έργα των ΜΚΟ.
Θα πρέπει και να «κάψουμε το λίπος», είπαν αυτοί που ήξεραν από γυμναστήρια. Κάθε άνθρωπο εννοούσαν που κρίθηκε εξίσου περιττός με μας για τη δουλειά που μια ζωή προσπάθησε να μάθει. Ο ανταγωνισμός θα είναι πιο δίκαιος με πιστοποιήσεις που θα κερδίζουμε σ’ αιώνια μαθητεία. Η διαρκής αξιολόγηση θα μας φέρνει μπροστά στις ευθύνες μας, σαν ώριμους ανθρώπους, για τα’ ότι θα ζούμε προσωρινοί, διαθέσιμοι, αναλώσιμοι, κινητικοί, όλοι εναντίον όλων για ένα κομμάτι ψωμί. Πόσοι δεν θα’ χουν ούτε αυτό; Πόσο αρχίζουμε κιόλας να μοιάζουμε με τους καταδιωγμένους που ζητούν ίσα-ίσα να περάσουν από δω, να περάσουν και να χαθούν σε πιο γερές φυλακές. Και μ’ εκείνους που έμπαιναν, πριν από χρόνια, στα καράβια για τα κάτεργα της θριαμβεύουσας βιομηχανίας. Ήταν οι παππούδες μας εκεί, ήταν οι πατεράδες μας, τώρα ξεκινάμε τα παιδιά μας. Δεν είναι μόνο στον εφιάλτη που ο χρόνος γυρνάει προς τα πίσω.
* * * *
Κι ύστερα θα ’ρθει η ανάπτυξη. Αλλά ας μην το δέσουμε και κόμπο, είναι πολλές οι αμαρτίες που μας βαραίνουν. Είναι και η γεωπολιτική συνθήκη μυστήρια. Και πάλι, αν έρθει, δεν θα τη συντηρήσουμε με τις παλιές συμπεριφορές. Πρέπει να μας βρει καινούργιους.
Αυτή την ανάπτυξη που δεν λογαριάζει ανθρώπινο κόστος την αμφισβητούσαμε μέχρι χτες. Μας εξόργιζε το θράσος αυτών που μας βάζουν να την προσκυνάμε, που εννοούν ν’ αλλάξουν τη δομή μιας κοινωνίας, τον τρόπο που δρα, που σκέφτεται, που κυβερνιέται ένας ολόκληρος λαός, με μια συνταγή που άφησε πίσω της έρημο όπου δοκιμάστηκε, κι όχι γιατί έχασε το στόχο. Μοιάζει κακό αστείο ν’ ακούμε τη δική μας Αριστερά να ορκίζεται στην ανάπτυξη, να εφαρμόζει αυτή τη συνταγή, να παίρνει την ευθύνη της πειθάρχησής μας. Αλλά μας λέει πως δεν γινόταν αλλιώς και πρέπει να την πιστέψουμε γιατί η δική μας Αριστερά είναι έντιμη. Μήπως δεν νιώσαμε το τράνταγμα της συντριβής; Μας εγγυάται καλύτερους όρους παράδοσης, γιατί το ηθικό έχει κι αυτό τη σημασία του κι ο διάβολος (έτσι δεν λένε;) κρύβεται στις λεπτομέρειες. Και η δική μας Αριστερά τιμά τις εγγυήσεις της. Μας υπόσχεται δίχτυ προστασίας. Μα το κακό της φτώχειας δεν είναι η στέρηση, είναι το βαθύ αίσθημα της ανημπόριας που μας παροπλίζει. Πώς και ξεχνάει η Αριστερά ότι από αυτό τον εφιάλτη πρέπει να ξυπνήσουμε;