«Το να ιδρύεις βιβλιοθήκη σε ένα χωριό, είναι σα να φέρνεις πηγή νερού στην έρημο. Από όπου περνά η βιβλιοθήκη, απομακρύνεται η αμάθεια»

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Fakir Baykurt «Ο βιβλιοθηκάριος με το γαϊδουράκι» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τσουκάτου, παρακολουθώντας τις περιπέτειες του κεντρικού ήρωα κάπου στην Καππαδοκία, σκεφτόμουνα συνέχεια πόσο ΔΕΝ λειτουργούν οι βιβλιοθήκες στη χώρα μας. Οι φωτεινές εξαιρέσεις δεν αναιρούν τον κανόνα.

Στο δικό μου χωριό, τα Καστέλλια Φωκίδας, άνθρωποι σαν τον βιβλιοθηκάριο του βιβλίου κατάφεραν να συγκεντρώσουν και να τοποθετήσουν χιλιάδες τόμους βιβλίων με προσωπικό μόχθο και προσφορά ώστε να λειτουργήσει το παλιό σχολείο ως βιβλιοθήκη. Και μετά ήρθε ο Δήμος Δελφών, τη βάφτισε «δημοτική», τους πέταξε έξω και την κρατάει κλειστή τα τελευταία χρόνια.

Πώς να μην συγκινηθώ και να θυμώσω, διαβάζοντας τον αγώνα το βιβλιοθηκάριου που μοίραζε βιβλία στα χωριά με το γαϊδουράκι;

Σταχυολογώ:

«Νομίζω πως υπάρχει κάτι που λέγεται φιλαναγνωσία. Μια αγάπη παρόμοια με αυτήν για τη μητέρα, τα αδέρφια, τον σύντροφο…

…η αγάπη αυτή υπάρχει έμφυτη στον άνθρωπο, αλλά μάλλον κοιμάται. Με τον καιρό πρέπει να ξυπνήσει ή, αν δεν υπάρχει, πρέπει να εμφυτευτεί. Έτσι ξύπνησε μέσα μου από την παιδική μου ηλικία η αγάπη για το βιβλίο».

«Η επιστήμη δεν είναι το αντίθετο της αμάθειας; Ναι, είναι. Και η επιστήμη δεν βρίσκεται μέσα στα βιβλία; Ε, να λοιπόν, την αμάθεια μπορούμε αν τη νικήσουμε μόνο με το διάβασμα. Μπορούμε αν νικήσουμε το σκοτάδι διαβάζοντας, μαθαίνοντας και φωτίζοντας το μυαλό μας».

«Αν μια κοινωνία είναι δομημένη ώστε να υπάρχουν βιβλιοθήκες σε κάθε περιοχή, από τις μεγαλύτερες πόλεις μέχρι τους μικρότερους οικισμούς και οι άνθρωποι διαβάζουν, αυτή η κοινωνία μπορεί να βρει χρήματα για κάθε ανάγκη της. Είναι δυνατόν να λειτουργήσει το μυαλό χωρίς γνώση; Μπορεί να βγουν χρήματα χωρίς σκέψη; Κι αυτό που θα ξυπνήσει το μυαλό είναι μόνο το βιβλίο, είναι η βιβλιοθήκη».

«Αφού οι πολίτες δεν έρχονταν στη βιβλιοθήκη, έπρεπε εκείνος να πάει σε αυτούς και να τους παροτρύνει να διαβάσουν».

«Ο “από πάνω”… δεν συμπαθεί τα βιβλία και τις βιβλιοθήκες. Είτε με γαϊδουράκι είτε χωρίς, δεν συμπαθεί τις βιβλιοθήκες, πόσο μάλλον στα χωριά. Το κατάλαβα αυτό καλύτερα με τον καιρό. Ο “από πάνω” δεν συμπαθεί καθόλου τους χωρικούς και τα παιδιά που διαβάζουν βιβλία στα χωριά».

Η συγγραφέας Ιώ Τσοκώνα, μεταφράστρια του βιβλίου, μοιράζεται μαζί μας κάποιες σκέψεις για το βιβλίο:

«Τον Φακίρ Μπαϊκούρτ τον άκουσα για πρώτη φορά από τον πατέρα μου, όταν ήμουν παιδί. Θυμάμαι ακόμα τον θαυμασμό με τον οποίο μιλούσε για το πρώτο του μυθιστόρημα, το οποίο θεωρούσε από τα καλύτερα της κλασικής τουρκικής λογοτεχνίας. Η οργή των φιδιών, που καθιέρωσε τον ιδεολόγο και αγωνιστή συγγραφέα, δεν αναφερόταν μόνο στις κοινωνικές συγκρούσεις μέσα σε ένα χωριό, αλλά με φόντο την ζωή στο χωριό διαπραγματευόταν τον αγώνα του ανθρώπου ενάντια στη φτώχεια, την ανισότητα και την αδικία, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα την παραμελημένη ύπαιθρο, αλλά και την θέση της γυναίκας στην κοινωνία. Η ενθουσιώδης γραφή του μόλις εικοσιπεντάχρονου τότε Μαϊκούρτ, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και το έργο του λογοκρίθηκε.

Όταν μου ζητήθηκε να μεταφράσω το τελευταίο του βιβλίο, “Ο βιβλιοθηκάριος με το γαϊδουράκι”, δεν μπόρεσα να αποφύγω την σύγκριση.

Στα εβδομήντα του χρόνια και πριν αφήσει την τελευταία του πνοή χτυπημένος από τον καρκίνο, ο συναισθηματικά φορτισμένος συγγραφέας γράφει εμφανώς με άλλη διάθεση. Μένοντας πιστός στο “αγροτικό μυθιστόρημα“ και πάντα υπέρμαχος της ισότητας και της αδελφοσύνης, επικεντρώνεται στην αναγκαιότητα της μόρφωσης και στο δικαίωμα στην μάθηση όλων των κοινωνικών στρωμάτων.

Και στα εικοσιπέντε του και στα εβδομήντα, ο συγγραφέας υπηρετεί τα ίδια ιδανικά με αμείωτο το όραμά του για κοινωνική δικαιοσύνη, αλλά προτείνει διαφορετικούς δρόμους. Στο μυαλό του ώριμου πλέον Μπαϊκούρτ, φαίνεται να κερδίζει έδαφος η δύναμη της παιδείας σε σχέση με αυτή της κατά μέτωπο σύγκρουσης. Απαυδισμένος από την γραφειοκρατία και τον αδιάφορο κρατικό μηχανισμό, υποδεικνύει την λύση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας, όπως έκανε ο ήρωάς του μεταφέροντας βιβλία με το γαϊδουράκι του σε δυσπρόσιτα χωριά. Υπαινίσσεται πως καλυτερεύοντας ο καθένας τον μικρόκοσμό του, μπορεί ο κόσμος να γίνει καλύτερος.

Κάπως έτσι προσεγγίζει και την ελληνοτουρκική φιλία. Ο Δημήτρης από τη Λάρισα και ο Αζίζ από το Προκόπι, γνωρίστηκαν, έμαθε ο ένας τους καημούς του άλλου και είδαν πως τους ενώνουν περισσότερα απ’ όσα τους χωρίζουν. Ένιωσαν αδέλφια και θέλησαν να αδελφοποιήσουν τις δυο πόλεις τους. Το εγχείρημα δεν ήταν εύκολο, καθώς υπήρχαν αγκάθια κι από τις δύο πλευρές. Κι όμως τα κατάφεραν. Ο ετοιμοθάνατος, αλλά ποτέ απαισιόδοξος Μπαϊκούρτ, επισημαίνει ότι με κατανόηση και αγάπη ενώθηκαν δυο άνθρωποι και στην συνέχεια δυο πόλεις· γιατί λοιπόν να μην αγωνιστούμε και για κάτι περισσότερο;»

Fakir Baykurt

Γεννήθηκε το 1929 στο Μπούρντουρ και το πραγματικό του όνομα ήταν Ταχίρ. Εργάστηκε ως δάσκαλος τουρκικής λογοτεχνίας. Η κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος τον απομάκρυνε από την υπηρεσία του και τον τοποθέτησε σε μια περιθωριακή θέση. Το 1958 διώχθηκε για το πρώτο του μυθιστόρημα «Η οργή των φιδιών», το οποίο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Cumhuriyet. Διετέλεσε επί χρόνια πρόεδρος εκπαιδευτικών συνδικάτων και το 1969 απομακρύνθηκε από την υπηρεσία του, επειδή συμμετείχε στην πρώτη πανεθνική απεργία εκπαιδευτικών. Μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα της 12ης Μαρτίου 1971, φυλακίστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Πέθανε στις 11 Οκτωβρίου του 1999 στο Έσσεν της Γερμανίας. Όπως γράφει η κόρη του στον πρόλογο του βιβλίου, νοσηλευόμενος στο νοσοκομείο από τις αρχές Σεπτεμβρίου δεν σταμάτησε να δουλεύει πάνω στο τελευταίο του μυθιστόρημα, που ήταν «Ο βιβλιοθηκάριος με το γαϊδουράκι».

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!