Βαραίνει η έλλειψη ενιαίου αντι-ηγεμονικού λόγου και σχεδίου
Του Σωτήρη Ρούσσου *
Ήταν Σεπτέμβρης του 1993 στην Ανατολική Ιερουσαλήμ όταν μια συζήτηση με Αμερικανούς κοινωνικούς επιστήμονες είχε προχωρήσει το μακρύ ταξίδι της μέσα στη νύχτα. Δεν συζητούσαμε για την αραβο-ισραηλινή σύγκρουση αυτή τη φορά, αλλά για τα κοινωνικά κινήματα στις ΗΠΑ. Βρισκόμασταν πολύ πριν τα κινήματα της αντι-παγκοσμιοποίησης, το Σιάτλ και το Πόρτο Αλέγκρε, και η συζήτηση εστίασε στο χαρακτήρα και τα αιτήματα των κινημάτων. Οι συνομιλητές μου ανήκαν όλοι σε αυτό που ονομάζουμε Βορειοαμερικανική Αριστερά, η οποία ουσιαστικά αντιστοιχεί στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, αλλά με πολύ περισσότερο ακτιβισμό – και με βασική αναφορά στο δεύτερο συνθετικό (δημοκρατία, δικαιώματα) και καθόλου αναφορά στο πρώτο (σοσιαλισμός, ταξική σύγκρουση).
Κοινός παρονομαστής όλων για την άρθρωση των κινημάτων ήταν η αυτονομία του καθενός – φεμινιστικού, οικολογικού, εργατικού, αφροαμερικανικού, των γηγενών αμερικανικών εθνών, των λοατ κ.λπ. – και η ανάγκη για συνεργασία και συντονισμό μεταξύ τους. Εκείνο που με εντυπωσίαζε ως «απαρχαιωμένο» Ευρωπαίο ήταν η έλλειψη αναφοράς στο πολιτικό υποκείμενο, που θα συνέθετε τα κινήματα αυτά σε έναν ενιαίο αντι-ηγεμονικό λόγο για τη διεκδίκηση της εξουσίας, και βεβαίως η συνακόλουθη έλλειψη ιεράρχησης των αιτημάτων στη βάση ενός αντι-ηγεμονικού προγράμματος.
Η συζήτηση αυτή ήρθε στο μυαλό μου βλέποντας τις διαδηλώσεις κατά του Τραμπ και τις αντιδράσεις των διανοουμένων. Τα ερωτήματα που δημιουργούνται είναι πώς προοδευτικοί (κάνω χρήση του όρου progressives με την αμερικανική έννοια) διανοούμενοι «πιάστηκαν στον ύπνο» σχετικά με τα υπόγεια ρεύματα και τους μετασχηματισμούς που διαμορφώνονταν στη βορειοαμερικανική κοινωνία και τα οποία έφεραν στην εξουσία τον Ντόναλντ Τραμπ. Θα εστιάσουμε σε τρία ζητήματα: στην κουλτούρα του χρυσελεφάντινου κάστρου των μεγάλων αμερικανικών πανεπιστημίων, στην ενσωμάτωση των διανοούμενων σε συστημικά «οχήματα» πολιτικής και στην έλλειψη ενός συνθετικού αντι-ηγεμονικού λόγου.
Εθελοντικός εγκλεισμός των πανεπιστημιακών
Μετά τη φοιτητική έκρηξη και τη ριζοσπαστικοποίηση των βορειοαμερικανικών πανεπιστημίων στη δεκαετία του 1970, η πολιτική-ιδεολογική νίκη του ριγκανισμού οδήγησε σε έντονη ηττοπάθεια και συντηρητικοποίηση των προοδευτικών πανεπιστημιακών. Ουσιαστικά η επιλογή που έκαναν ήταν ο «άνετος εγκλεισμός» τους στο πανεπιστημιακό campus, αποξενώνοντας τον ακαδημαϊκό λόγο από τα κοινωνικά συμφραζόμενα – είτε χρησιμοποιώντας ερμητική ιδιόλεκτο, απροσπέλαστη ακόμη και στο λόγιο κομμάτι της κοινωνίας, είτε εστιάζοντας το ερευνητικό και διδακτικό έργο τους σε θέματα που βρίσκονταν μακριά από τους μεγάλους μετασχηματισμούς της κοινωνίας. Η υιοθέτηση από προοδευτικούς διανοουμένους όρων και αναλυτικών εργαλείων όπως η αφήγηση, η κατασκευή και ο ρόλος βοήθησαν αρχικά στην αποκαθήλωση του κυρίαρχου συστημικού λόγου.
Αλλά η γενίκευσή τους και, κυρίως, η αποκοπή τους από τους υλικούς όρους της κοινωνίας βοήθησαν το συστημικό λόγο να τα ενσωματώσει. Αφού όλα είναι αφήγηση, κατασκευή και ρόλος, δεν υπάρχει συλλογική προσέγγιση των προβλημάτων, του δίκαιου, της εκμετάλλευσης ή της κοινωνικής επιβολής. Όλα τελικά σχετίζονται με την αφήγηση και τη θέση του ατόμου/παρατηρητή και του δικαιώματός του να αυτοπροσδιορίζεται. Η αναγκαιότητα για συλλογική θεώρηση του κόσμου και η σύνθεση από ένα συλλογικό πολιτικό υποκείμενο όχι μόνο έπεται, αλλά και αντιμετωπίζεται με σιωπηρή δυσπιστία. Το συστημικό πλαίσιο των ΗΠΑ δεν είχε πρόβλημα να αποδεχτεί και να ενσωματώσει αυτήν την προσέγγιση πολιτικής ορθότητας, που έφτανε μερικές φορές σε σημεία υστερίας. Κυρίως, δεν είχε πρόβλημα να ενσωματώσει τους προοδευτικούς πανεπιστημιακούς των μεγάλων πανεπιστημίων όσο οι απόψεις τους δεν έβγαιναν από το campus και κυρίως όσο δεν αφορούσαν τις βαθιές κοινωνικές ρήξεις που συντελούνταν.
Ενσωμάτωση διανοούμενων και καλλιτεχνών
Την ίδια στιγμή ένας σημαντικός αριθμός διάσημων ανθρώπων της τέχνης, κυρίως της μουσικής και του κινηματογράφου, ενσωματώνονταν σε σχέδια διάσωσης και φιλανθρωπίας αναξιοπαθούντων πληθυσμών και χωρών. Έτσι βλέπαμε τις συναυλίες για τη Διεθνή Αμνηστία και τα τραγούδια για την Unicef ως κινήσεις φιλανθρωπίας και όχι ως παρέμβαση εναντίον των πολιτικών και οικονομικών προγραμμάτων που παράγουν τη φτώχεια και τις συγκρούσεις στον πλανήτη. Είναι χαρακτηριστικό πως ελάχιστοι διάσημοι καλλιτέχνες από αυτούς που σήμερα συμμετέχουν στις διαμαρτυρίες κατά του Τραμπ έλαβαν μέρος σε κινήματα που αμφισβητούσαν την καπιταλιστική αρχιτεκτονική της παγκοσμιοποίησης. Κυρίως τους βλέπουμε σε ad hoc κινητοποιήσεις με συγκεκριμένο θέμα και, μερικές φορές, ακόμη και ενσωματωμένους στην αμερικανική εξωτερική πολιτική – όπως στην περίπτωση της στήριξης της απόσχισης του Νότιου Σουδάν. Η μάλλον ουδέτερη στάση αυτών των καλλιτεχνών στο προσφυγικό ζήτημα της Συρίας, ή ακόμη και στις δολοφονίες νεαρών μαύρων από την αστυνομία, δείχνει την αμηχανία τους όταν δεν υπάρχει καθαρή συστημική γραμμή για ένα ζήτημα – ή όταν ο ατζέντης τους δεν το θεωρεί καλό όχημα δημοσιότητας…
Χωρίς σχέδιο το κίνημα, ενώ ο αντίπαλος βλέπει μακριά
Τέλος, η κατόπιν εορτής διαμαρτυρία κατά του Τραμπ καταδεικνύει και την έλλειψη πολιτικού υποκειμένου που θα συνθέσει έναν ενιαίο αντι-ηγεμονικό και γνήσια αντι-συστημικό λόγο στις ΗΠΑ. Η περίπτωση της υποψηφιότητας του Μπέρνι Σάντερς θα μπορούσε να δώσει την ευκαιρία για κάτι τέτοιο. Δυστυχώς όμως τα κινήματα και οι διανοούμενοι παρέμειναν στις εμμονές του 1993: πλήρης αυτονομία των κινημάτων, καμία προσπάθεια να τεθούν προτεραιότητες, καμία επαλήθευση με τις υλικές συνθήκες της πραγματικότητας, καμία σύγκλιση προς ενιαίο πολιτικό υποκείμενο.
Και, ακόμη χειρότερα για αυτούς, για τον αμερικανικό λαό και για εμάς όλους, το καπιταλιστικό σύστημα δεν διστάζει να καταστρέψει τους ανθρώπους και τις δομές που το υπηρέτησαν μέχρι κυριολεκτικά χθες, για να σωθεί το ίδιο. Ουσιαστικά βρίσκεται πολλά βήματα μπροστά από το κίνημα. Ο Economist της προηγούμενης εβδομάδας το περιγράφει καλά: Η παγκοσμιοποιημένη δομή και δράση των μεγάλων εταιρειών δεν τους αποφέρει αρκετά κέρδη πια. Στην τελευταία πενταετία τα κέρδη των πολυεθνικών έπεσαν κατά 25%. Πολλές από αυτές τις εταιρείες θα προσπαθήσουν να εγκατασταθούν στις χώρες όπου βρίσκονται οι μεγαλύτερες αγορές για τα προϊόντα τους, μεταφέροντας εκεί τις γραμμές διάθεσης και παραγωγής, τις θέσεις εργασίας και το φορολογικό καθεστώς τους. Με άλλα λόγια, ο Τραμπ ήρθε για να ευνοήσει αυτή τη μεταφορά εντός της Βόρειας Αμερικής. Οι πολυεθνικές δεν έρχονται στις ΗΠΑ για να μειώσουν κι άλλο τα κέρδη τους, αλλά για να τα αυξήσουν. Θα ζητήσουν, λοιπόν, όρους εργασίας Κίνας και φορολογία Ρουμανίας στο Ντιτρόιτ και στο Πίτσμπουργκ. Σε αυτόν τον άγριο μετασχηματισμό δεν δίνουν, δυστυχώς, απάντηση οι ογκώδεις διαδηλώσεις κατά του όντως χυδαίου σεξισμού του Τραμπ.
* Αναπληρωτής Καθηγητής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και υπεύθυνος του Κέντρου Μεσογειακών, Μεσανατολικών και Ισλαμικών Σπουδών, www.cemmis.edu.gr