Το κείμενο που δημοσιεύουμε αποτελείται από εκτεταμένα αποσπάσματα από την εισαγωγή του σπουδαίου έργου του Λευτέρη Σ. Σταυριανού (1923 – 2004) «Τα Βαλκάνια από το 1453 και μετά», εκδόσεις Βάνιας, που γράφτηκε το 1958 και θεωρείται ένα από τα πιο σημαντικά κλασικά έργα για την ιστορία των Βαλκανίων. Πρόκειται για ένα έργο αναφοράς στο οποίο μπορεί να ανατρέξει καθένας που ενδιαφέρεται για την πολυτάραχη πορεία των Βαλκανίων. Στην εισαγωγή του βιβλίου φαίνεται καθαρά η ιδιαιτερότητα της βαλκανικής χερσονήσου και όλα τα στοιχεία που συνθέτουν αυτή την ιδιαιτερότητα – ο τόπος, η γεωγραφική θέση, η μορφολογία του εδάφους, οι άνθρωποι. Αυτός είναι και ο λόγος που προχωράμε σε αυτήν την δημοσίευση με την μορφή ενός μικρού αφιερώματος.

 

Στην πορεία του μέσα από τις βαλκανικές χώρες, ο ταξιδιώτης θα εντυπωσιαστεί κυρίως από τα αναρίθμητα δείγματα ενός μακρινού και πολύπλευρου παρελθόντος. Μπορεί να βρει ξαφνικά στο δρόμο του ένα ρωμαϊκό λουτρό ή να ακολουθήσει ένα ρωμαϊκό δρόμο. Μπορεί να κάνει μια στάση για να θαυμάσει τις μεσαιωνικές τοιχογραφίες σε μια βυζαντινή εκκλησία ή τους όλο χάρη μιναρέδες σε κάποιο ισλαμικό τζαμί. Στις δαλματικές ακτές μπορεί να περάσει με το αυτοκίνητο του από δρόμους που έχτισε ο Ναπολέων Βοναπάρτης. Αν τυχόν περάσει από το Σπλιτ ή Σπαλάτο (η διπλή ονομασία αντικατοπτρίζει τη σλαβική και ιταλική παράδοση της πόλης), θα δει τα ερείπια του ανακτόρου του Αυτοκράτορα Διοκλητιανού, τα οποία αποτελούν ακόμη το κέντρο της πόλης, και όπου δρόμοι και σοκάκια διατρέχουν τους χώρους του παλατιού, ανάμεσα από λεπτούς κίονες και ψηλές αψίδες. Στην Ελλάδα, θα έχει την ευκαιρία να δει τους κλασικούς ναούς της Αθήνας, τα φράγκικα κάστρα της Πελοποννήσου και τα ερειπωμένα βενετικά τείχη της Κέρκυρας και της Κρήτης. Παντού στα Βαλκάνια το παρελθόν δίνει μάχη με το παρόν – ένα παρόν που συμβολίζεται με σύγχρονα επαγγελματικά κτήρια στις πρωτεύουσες και εκατοντάδες αγροικίες στην ύπαιθρο.

 

Γεωγραφική θέση

Αυτή η πολυμορφία του ιστορικού πλαισίου εξηγείται σε μεγάλο βαθμό από την ενδιάμεση γεωγραφική θέση της Βαλκανικής Χερσονήσου. Όπως προεξέχει στα νότια μέσα στην Ανατολική Μεσόγειο, αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Ευρώπης. Όμως ταυτόχρονα βλέπει την Ασία στην άλλη πλευρά του στενού Αιγαίου Πελάγους και τα νοτιότερα ακρωτήρια της εκτείνονται προς τις ακτές της Αφρικής. Αυτή η γεωγραφική θέση στο σταυροδρόμι τριών ηπείρων αποκτά πρόσθετη σημασία εξαιτίας της ασυνήθιστης προσβασιμότητας της χερσονήσου. Από αυτήν την άποψη διαφοροποιείται από τις δυο αδελφές της στη Μεσόγειο. Τα Πυρηναία διαχωρίζουν αποτελεσματικά την Ιβηρική Χερσόνησο από την υπόλοιπη Ευρώπη κατά τον ίδιο τρόπο που οι Άλπεις απομονώνουν την Ιταλική Χερσόνησο. Αντίθετα, ο ποταμός Δούναβης δεν αποτελεί εμπόδιο, αλλά μάλλον συνδέει τα Βαλκάνια με την Κεντρική Ευρώπη. Είναι μια τεράστια λεωφόρος την οποία διέσχισαν μέσα στους αιώνες Σλάβοι, Γότθοι, Ούννοι και Βούλγαροι, για να φθάσουν στα βαλκανικά εδάφη.

Κατά αντίστοιχο τρόπο, προς τα δυτικά, μόλις πενήντα μίλια χωρίζουν το τακούνι της ιταλικής μπότας από την ακτή της Αλβανίας. Στα νότια, το νησί της Κρήτης λειτουργεί ως φυσικό σκαλοπάτι ανάμεσα στην Ελλάδα και την Αίγυπτο. Και προς τα νότια, αποικιστές και εισβολείς έχουν διασχίσει και προς τις δυο κατευθύνσεις το διάστικτο με νησιά Αιγαίο αναρίθμητες φορές από την εποχή της Τροίας.

Αυτή η κεντρική θέση της χερσονήσου εξηγεί το γιατί παραδοσιακά αντιπροσώπευε άλλοτε γέφυρα κι άλλοτε πεδίο μάχης αυτοκρατοριών και πολιτισμών. Οι Έλληνες που ανέπτυξαν τον πρώτο μεγάλο πολιτισμό στη χερσόνησο, όφειλαν πολλά στην εγγύτητα τους προς τις κοιλάδες των ποταμών Νείλου και Τίγρη-Ευφράτη. Με τη διαίρεση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας το 395 μ.Χ. η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ανατολής και Δύσης διέσχισε τα Βαλκάνια. Η γραμμή αυτή έμοιαζε πολύ μ’ αυτήν που χώρισε τον καθολικό από τον ορθόδοξο κόσμο κατά τη διαίρεση της χριστιανικής εκκλησίας την περίοδο του Μεσαίωνα. Κατά τον ίδιο τρόπο, όταν οι τούρκοι κατακτητές αναχαιτίστηκαν τελικά στη Βιέννη, το 16° αι., το σύνορο ανάμεσα στο Σταυρό και την Ημισέληνο ακολούθησε το γνωστό παλιό αυλάκι. Με την άνοδο της ηπειρωτικής ρωσικής αυτοκρατορίας στους σύγχρονους καιρούς και της βρετανικής θαλάσσιας αυτοκρατορίας, η χερσόνησος μετατράπηκε και πάλι σε εμπόλεμη ζώνη για όλη τη διάρκεια το 19ου αι. Ακόμη και σήμερα, με τη διαίρεση του κόσμου που ακολούθησε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα Βαλκάνια είναι και πάλι πεδίο μάχης ανάμεσα στην Ανατολή και στη Δύση. Έτσι, η γεωγραφική θέση της χερσονήσου έκρινε σε μεγάλο βαθμό την ιστορία της από τους αρχαιότατους χρόνους μέχρι σήμερα.

 

Η μορφολογία του εδάφους

Σχεδόν εξίσου σημαντική με τη γεωγραφική τοποθεσία είναι η πολύπλοκη μορφολογία του εδάφους. Κάποιος που ταξιδεύει με αεροπλάνο πάνω από τα Βαλκάνια, θα μπορούσε να διακρίνει σε γρήγορη διαδοχή εύφορες κοιλάδες, ερημικές ασβεστολιθικές περιοχές, επίπεδες στέπες, απρόσιτα ορεινά δάση, λίμνες που προσομοιάζουν τα νορβηγικά φιόρδ, και εκατοντάδες νησιά, μικρά και μεγάλα, σαν πετράδια στο γαλάζιο Αιγαίο και την Αδριατική. Η κυρίαρχη εντύπωση, όμως, θα είναι η απόλυτη κυριαρχία του ορεινού όγκου. Πράγματι, η ονομασία «Βαλκάνια» προέρχεται από την αντίστοιχη τουρκική λέξη που σημαίνει βουνό.

Στη βορειότερη πλευρά, τα Καρπάθια Όρη σχηματίζουν μια τεράστια καμπύλη, την οποία κόβει ο Δούναβης στο ύψος της Σιδηράς Πύλης, ένα στενό φαράγγι στο δυτικό άκρο της καμπύλης. Οι γεωγράφοι θεωρούν συνήθως το Δούναβη ως το βόρειο σύνορο της Βαλκανικής Χερσονήσου. Από άποψη φυσιογραφίας αυτό είναι κατανοητό, αλλά από την άποψη του ιστορικού δεν είναι ικανοποιητικό, διότι έτσι αποκλείονται τα ρουμάνικα εδάφη κατά μήκος του Δούναβη, η ανάπτυξη των οποίων αποτελεί βασικό κομμάτι της γενικής βαλκανικής ιστορίας.

Κατά συνέπεια, θα υποθέσουμε ότι η διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στη χερσόνησο και την υπόλοιπη Ευρώπη ακολουθεί τον ποταμό Σάβα, έως το σημείο που ενώνεται με το Δούναβη στο Βελιγράδι, και στην συνέχεια το Δούναβη από το Βελιγράδι έως τη Σιδηρά Πύλη και τέλος γύρω από τα Καρπάθια έως τα βορειοανατολικά ρώσικα σύνορα. Αυτή η γραμμή δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως απόλυτη. Η γεωγραφία και η πολιτική σπάνια βρίσκονται σε συμφωνία στα Βαλκάνια και σήμερα βλέπουμε ότι προς τον βορρά η Γιουγκοσλαβία προεξέχει σε ένα σημείο πάνω από τον Δούναβη κι ότι η Ρουμανία εκτείνεται πολύ πέρα από τα Καρπάθια, ώστε να συμπεριλάβει ολόκληρη την επαρχία της Τρανσυλβανίας. Για το μεγαλύτερο μέρος της βαλκανικής ιστορίας, παρ’ όλα αυτά, η ανωτέρω διαχωριστική γραμμή θα αποδειχθεί η πλέον χρήσιμη.

Περνώντας στη συνέχεια στις οροσειρές νότια του Δούναβη, συναντούμε κατ’ αρχάς την οροσειρά του Αίμου, η οποία εκτείνεται ανατολικά και δυτικά του Δούναβη και η οποία αποτελεί στην ουσία τη νότια προέκταση των Καρπαθίων. Η ζώνη αυτή φθάνει στο υψηλότερο σημείο (σχεδόν 2.700 μέτρα) στο κέντρο της, αλλά το ανατολικό τμήμα της χάνει σταδιακά ύφος ως το χαμηλότερο σημείο της, όπου μετατρέπεται σε μια σειρά μικρών λόφων στις ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς ότι η οροσειρά του Αίμου δεν παρουσιάζει σοβαρά εμπόδια για εισβολείς από το βορρά. Ο εισβολέας μπορεί να παρακάμψει την οροσειρά στην ανατολική της άκρη, ακολουθώντας την ακτή της Μαύρης Θάλασσας. Διαφορετικά θα μπορούσε να προχωρήσει ακόμη περισσότερο προς τα δυτικά, μέσα από κάποιο από τα πολυάριθμα και σχετικά εύκολα περάσματα όπως το Σίπκα, το Ισκέρ και το Μπαμπά Κονάκ.

Στα νότια της οροσειράς του Αίμου βρίσκεται η οροσειρά της Ροδόπης. Οι δυο οροσειρές συναντιούνται στην περιοχή της Σόφιας, στην καρδιά της χερσονήσου. Από το σημείο αυτό, η οροσειρά της Ροδόπης εκτείνεται προς τα νοτιοανατολικά, χάνοντας σταδιακά ύψος, ώσπου μετατρέπεται σε χαμηλούς λόφους στις ακτές του Αιγαίου. Ανάμεσα στις οροσειρές των Βαλκανίων και της Ροδόπης βρίσκεται η πλατιά κοιλάδα του ποταμού Έβρου (Μαρίτσα). Αυτή η μεγάλη κυματοειδής πεδιάδα είναι μια από τις σημαντικότερες επίπεδες εκτάσεις της χερσονήσου και συνεχίζεται πέρα από τον Έβρο ως την Κωνσταντινούπολη. Μια παρόμοια, αν και διακοπτόμενη, πεδινή ζώνη βρίσκεται ανάμεσα στην οροσειρά της Ροδόπης και το Αιγαίο.

Στο δυτικό τμήμα της χερσονήσου, οι οροσειρές συνεχίζονται παράλληλα με την ακτή. Στο μεγάλο κομμάτι που βρίσκεται ανάμεσα στην Τεργέστη και τη νότια άκρη της Ελλάδας, χωρίζονται σε τρία ευδιάκριτα τμήματα. Το βορειότερο, γνωστό ως Δειναρικές Άλπεις, εκτείνεται κατά μήκος της αδριατικής ακτής της Γιουγκοσλαβίας προς τα νοτιοανατολικά. Ακολουθεί η Αλβανική οροσειρά, η οποία εκτείνεται από το Δρίνο στα βόρεια έως την Αυλώνα στα νότια. Στο τελευταίο τμήμα της η οροσειρά επανέρχεται στο νοτιοανατολικό προσανατολισμό της και περνά τα ελληνικά σύνορα, όπου είναι γνωστή ως οροσειρά της Πίνδου. Η οροσειρά αυτή διασχίζει ολόκληρη την Ελλάδα στο μήκος και, τέλος, κάνει μια απότομη στροφή από τα δυτικά στα ανατολικά, όπου αναδύεται από το Αιγαίο, για να σχηματίσει το νησί της Κρήτης.

Η άγρια και πολύπλοκη τοπογραφία του μεγαλύτερου μέρους της χερσονήσου επηρέασε σημαντικά την πολιτική της εξέλιξη. Εμπόδισε την ενοποίηση της κι ενθάρρυνε την απομόνωση και τη διαφορετικότητα. Το γεγονός αυτό φαίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρα μέσα από μια σύγκριση της ιταλικής και τη-βαλκανικής ιστορίας. Στην αρχαιότητα υπήρχαν Έλληνες τόσο στη Νότια Ιταλία και στη Σικελία όσο και στα Βαλκάνια, ενώ από εκεί και πέρα υπήρχαν οι βάρβαροι – Λατίνοι στη μια περίπτωση, Θρακο-Ιλλυριοί στην άλλη. Γιατί οι Λατίνοι κατόρθωσαν να δημιουργήσουν ένα κράτος και μια αυτοκρατορία, ενώ οι Θρακο-Ιλλυριοί απέτυχαν; Ακόμη, γιατί απέτυχαν οι Έλληνες να σχηματίσουν ένα ενωμένο κράτος; Ένας σημαντικός λόγος αφορούσε την πολύ μεγαλύτερη γεωγραφική διαφοροποίηση των Βαλκανίων, η οποία οδηγούσε μάλλον στη δημιουργία τοπικών ενοτήτων παρά ενοποιημένου κράτους ή αυτοκρατορίας. Πουθενά στη χερσόνησο δεν υπάρχει κάποιο φυσικό κέντρο γύρω από το οποίο θα μπορούσε να αποκρυσταλλωθεί ένα μεγάλο κράτος. Έτσι, στο παρελθόν, η ενότητα των Βαλκανίων δεν προερχόταν εκ των έσω, αλλά επιβαλλόταν από εξωτερικούς κατακτητές, πρώτα τους Ρωμαίους και στη συνέχεια τους Τούρκους.

Ποτάμια και δρόμοι

Ο ορεινός χαρακτήρας της χερσονήσου μεγιστοποιεί τη σημασία των ποταμών της ως φυσικών διόδων διείσδυσης προς το εσωτερικό της. Ανάμεσα σε όλα τα βαλκανικά ποτάμια, ο Δούναβης είναι σαφώς το σημαντικότερο, τόσο σε όρους μήκους όσο και ιστορίας. Πηγάζει στη Νότια Γερμανία, διασχίζει την Αυστρία, την Τσεχοσλοβακία και την Ουγγαρία, προτού φθάσει στη χερσόνησο. Στη συνέχεια, διασχίζει τις πεδιάδες της Βόρειας Γιουγκοσλαβίας, προτού φθάσει στα Καρπάθια, όπου ξαφνικά συρρικνώνεται στο 1/4 του πλάτους του και περνάει αφρίζοντας μέσα από τα γρανιτένια τοιχώματα της Σιδηράς Πύλης, που υψώνονται στα εννιακόσια μέτρα περίπου από πάνω του. Από εκεί και πέρα συνεχίζει την ήρεμη πορεία του προς τα ανατολικά, έχοντας στα αριστερά του τις πλατιές πεδιάδες της Ρουμανίας και στα δεξιά του τους κυματιστούς λόφους της Βουλγαρίας. Ξαφνικά κάνει μια παράδοξη στροφή προς το βορρά, ολοκληρώνοντας έτσι τη λειτουργία του ως φυσικό σύνορο ανάμεσα στην Ρουμανία και τη Βουλγαρία και προκαλώντας ατέλειωτες διαμάχες και περιοδικούς πολέμους ανάμεσα στις δυο χώρες. Τέλος, περίπου εκατό μίλια βορειότερα, ξαναστρίβει προς τα ανατολικά και φθάνει επιτέλους στη Μαύρη Θάλασσα.

Οι δρόμοι των Βαλκανίων κατείχαν ανέκαθεν περίοπτη θέση στη ιστορία, διότι οι ορεινοί όγκοι της χερσονήσου αντιπροσωπεύουν το κύριο φυσικό εμπόδιο που χωρίζει τις ηπειρωτικές δυνάμεις της Κεντρική και Ανατολικής Ευρώπης από την Μεσόγειο Θάλασσα. Δεν είναι, λοιπόν, άξιο απορίας το γεγονός ότι η Τεργέστη. η Θεσσαλονίκη και η Κωνσταντινούπολη, που αντιπροσωπεύουν τους τελικούς σταθμούς των ηπειρωτικών βαλκανικών δρόμων, ήταν ανέκαθεν υπό διεκδίκηση από τις ναυτικές δυνάμεις που αγωνίζονταν να διατηρήσουν τον έλεγχο της Μεσογείου και τις ηπειρωτικές δυνάμεις που προσπαθούσαν να επεκταθούν προς τη θάλασσα

Αυτό το υπέροχο ποτάμι, το μακρύτερο της Ευρώπης με εξαίρεση το Βόλγα, είναι πλωτό στο μεγαλύτερο μέρος του. Έτσι, από τους προϊστορικούς ακόμη χρόνους, λειτουργούσε ως φυσικός δρόμος ταχείας κυκλοφορίας, προσελκύοντας εισβολείς, αποίκους κι εμπόρους και συνδέοντας τη χερσόνησο με την Κεντρική Ευρώπη στα δυτικά και με τις ρωσικές στέπες στα ανατολικά.

Παρατηρώντας στη συνέχεια τα ποτάμια που ρέουν νοτιά προς το Αιγαίο, τα κυριότερα, ξεκινώντας από τα ανατολικά προς τα δυτικά, είναι ο Έβρος (Μαρίτσα), ο Στρυμόνας και ο Αξιός. Ο Έβρος στο μεγαλύτερο του τμήμα ρέει ανάμεσα στην οροσειρά του Αίμου και στην οροσειρά της Ροδόπης στην νοτιανατολική κατεύθυνση, σαν να ήθελε να χυθεί στη Μαύρη Θάλλασα. Ξαφνικά, όμως. στρέφεται προς το νότο στο ύψος της Αδριανούπολης και εκβάλει στο Αιγαίο, επεκτείνοντας έτσι τη Βουλγαρία ως την ακτή. Αυτή η στροφή του Έβρου, όπως και του Δούναβη, είχε μακρόχρονες πολιτικές συνέπειες. Ενθάρρυνε τους Βουλγάρους της ενδοχώρας να επιβουλεύονται τα λιμάνια της Καβάλας και της Αλεξανδρούπολης και, κατά συνέπεια, τους έφερε στα μαχαίρια με τον ελληνικό ναυτικό λαό, ο οποίος ήταν αποφασισμένος να διατηρήσει την παράκτια εξουσία του. Στο άλλο άκρο της βόρειας ακτής του Αιγαίου, ο Αξιός και το μεγάλο λιμάνι που βρίσκεται κοντά στις εκβολές του, η Θεσσαλονίκη, αποτελούν τη φυσική διέξοδο της μακεδονικής ενδοχώρας. Κι εδώ υπήρξαν διαμάχες, οι οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση περιπλέχτηκαν ακόμη περισσότερο εξαιτίας του γεγονότος ότι τόσο οι Σέρβοι όσο και οι Βούλγαροι επιχειρούσαν να φθάσουν στη θάλασσα μέσα από τους ελληνικούς οικισμούς που απλώνονταν κατά μήκος της ακτής.

Από τους προϊστορικούς όμως χρόνους, οι κοιλάδες των ποταμών χρησίμευαν ως φυσικά περάσματα για διείσδυση προς το εσωτερικό. Όπως ήδη αναφέρθηκε, ο Δούναβης αντιπροσώπευε τον παραδοσιακό δρόμο που ακολουθούσαν όλοι οι λαοί που μετακινούνταν δυτικά από την Ασία. Λυτή η τεράστια ορθάνοιχτη λεωφόρος οδηγεί από τη Μογγολία και την Έρημο Γκόμπι, μέσα από το κινέζικο και το ρωσικό Τουρκεστάν, γύρω από το βόρειο άκρο της Κασπίας Θάλασσας, κατά μήκος της βόρειας ακτής της Μαύρης Θάλασσας στην Κοιλάδα του Δούναβη και από εκεί, είτε νότια μέσα στα Βαλκάνια ή υψηλότερα στην κοιλάδα προς την Κεντρική Ευρώπη.

Για όσους έστριβαν νότια κατά τη διάρκεια των αιώνων, υπήρχαν πολλοί δρόμοι που οδηγούσαν στα ζεστά νερά και στο γαλανό ουρανό του Αιγαίου. Στο βορειοδυτικό άκρο της χερσονήσου, το πέρασμα της Αχλαδιάς οδηγεί νότια στα λιμάνια της Τεργέστης και του Φιούμε στην Αδριατική Θάλασσα. Στο κέντρο της χερσονήσου, ο ποταμός Μοράβας ανοίγει το δρόμο νοτιοανατολικά προς την Κωνσταντινούπολη αλλά και νότια κατευθείαν προς τη Θεσσαλονίκη. Ξεκινώντας από το Βελιγράδι, μπορεί κανείς να ανέβει το Μοράβα ως την πόλη της Νις (Ναϊσού), να διασχίσει τα βουνά, για να φθάσει στη Σόφια, να ακολουθήσει την κοιλάδα του Έβρου ως την Αδριανούπολη και, στη συνέχεια, να διασχίσει το οροπέδιο της Θράκης ως την Κωνσταντινούπολη. Αυτός ο δρόμος, που αντιπροσωπεύει έναν από τους πιο γνωστούς ρωμαϊκούς δρόμους των Βαλκανίων, είναι αυτός που τώρα ακολουθεί το παγκοσμίως γνωστό Orient Express. Σχεδόν εξίσου σημαντικός για τη βαλκανική ιστορία είναι και ο δρόμος Βορρά-Νότου, ο οποίος ακολουθεί το δρόμο της Κωνσταντινούπολης από το Βελιγράδι στη Νις, όπου διασχίζει το υδάτινο σύνορο προς το νότο και την κοιλάδα του Αξιού προς τα κάτω, ως το λιμάνι της Θεσσαλονίκης. Στο νότιο τμήμα της χερσονήσου μπορεί κανείς να ακολουθήσει την ακτή της Μαύρης Θάλασσας με κατεύθυνση προς το νότο, από τις πηγές του Δούναβη ως την Κωνσταντινούπολη, παρακάμπτοντας έτσι την οροσειρά του Αίμου και της Ροδόπης. Τέλος, υπάρχει και ο κατεξοχήν θαλάσσιος δρόμος, ο οποίος περνά από τη Μαύρη Θάλασσα στην Κωνσταντινούπολη μέσω του Βοσπόρου, τη Θάλασσα του Μαρμαρά και τα Δαρδανέλια και καταλήγει στο Αιγαίο.

Οι δρόμοι αυτοί κατείχαν ανέκαθεν περίοπτη θέση στη βαλκανική ιστορία, διότι οι ορεινοί όγκοι της χερσονήσου αντιπροσωπεύουν το κύριο φυσικό εμπόδιο που χωρίζει τις ηπειρωτικές δυνάμεις της Κεντρική και Ανατολικής Ευρώπης από την Μεσόγειο Θάλασσα. Δεν είναι, λοιπόν, άξιο απορίας το γεγονός ότι η Τεργέστη. η Θεσσαλονίκη και η Κωνσταντινούπολη, που αντιπροσωπεύουν τους τελικούς σταθμούς των ηπειρωτικών βαλκανικών δρόμων, ήταν ανέκαθεν υπό διεκδίκηση απο τις ναυτικές δυνάμεις που αγωνίζονταν να διατηρήσουν τον έλεγχο της Μεσογείου και τις ηπειρωτικές δυνάμεις που προσπαθούσαν να επεκταθούν προς τη θάλασσα. Έτσι, στο 19° αι. οι Ιταλοί επιβουλεύονταν την υπό αυστριακή κατοχή Τεργέστη, ενώ οι Βρετανοί ήταν έτοιμοι να αναχαιτίσουν μια κίνηση της Αυστρίας προς τη Θεσσαλονίκη ή μια κίνηση της Ρωσίας προς την Κωνσταντινούπολη. Κατά αντίστοιχο τρόπο, στη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου που ακολούθησε το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, οι δυτικές Δυνάμεις επιχειρούσαν συνειδητά να αποκλείσουν τη Ρωσία από τη Μεσόγειο, υποστηρίζοντας τους Ιταλούς στην Τεργέστη, τους Έλληνες στη Θεσσαλονίκη και τους Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη.

 

Οι άνθρωποι

Έτσι, ήρθε η ώρα να ασχοληθούμε με τις πολυάριθμες εθνότητες που κατοικούν σήμερα στη χερσόνησο. Ποιοι είναι αυτοί οι βαλκανικοί λαοί, από πού ήρθαν και πού ζουν; Μια ματιά σ’ έναν εθνογραφικό χάρτη της χερσονήσου φανερώνει ότι η βαλκανική εθνογραφία είναι τόσο πολύπλοκη όσο και η βαλκανική εδαφική μορφολογία. Μια πιο προσεκτική ματιά αποκαλύπτει μια δομή που αποτελείται από τέσσερις βασικές φυλές και πολλές σκόρπιες μειονότητες.

Η πιο πολυπληθής από τις τέσσερις φυλές είναι οι Νότιοι Σλάβοι, οι οποίοι έχουν εγκατασταθεί σε μια μεγάλη ζώνη που διασχίζει τα Κεντρικά Βαλκάνια, από την Αδριατική έως τη Μαύρη Θάλασσα. Αυτοί οι Σλάβοι χωρίζονται σε τέσσερις υποκατηγορίες: τους Σλοβένους στην αρχή της Αδριατικής, τους Κροάτες πιο προς τα νοτιοανατολικά, τους Σέρβους στα Κεντρικά Βαλκάνια γύρω από τον ποταμό Μοράβα και τους Βουλγάρους στην υπόλοιπη έκταση ως τη Μαύρη Θάλασσα. Οι άλλες τρεις φυλές είναι οι Ρουμάνοι στα βόρεια των Σλάβων, και οι Έλληνες και οι Αλβανοί στα νότια.

Η βαλκανική εθνογραφία αποτελείται από τέσσερις βασικές φυλές και πολλές σκόρπιες μειονότητες. Η πιο πολυπληθής από τις τέσσερις φυλές είναι οι Νότιοι Σλάβοι, που χωρίζονται σε τέσσερις υποκατηγορίες: τους Σλοβένους, τους Κροάτες, τους Σέρβους και τους Βουλγάρους. Οι άλλες τρεις φυλές είναι οι Ρουμάνοι στα βόρεια των Σλάβων, και οι Έλληνες και οι Αλβανοί στα νότια

Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες αυτές οι φυλές κάνουν την εμφάνιση τους στα Βαλκάνια θα διερευνηθούν σε βάθος στα δυο επόμενα κεφάλαια. Αρκεί να επισημάνουμε ότι στην αρχαιότητα, οι αρχαίοι Έλληνες κατοικούσαν στο νότιο τμήμα της χερσονήσου, όπως ακριβώς και οι απόγονοι τους σήμερα, ενώ στα βορειοδυτικά και τα βορειοανατολικά υπήρχαν δυο βαρβαρικοί λαοί, οι Ιλλυριοί και οι Θράκες αντίστοιχα. Αρχικά, οι Ιλλυριοί κατοικούσαν στο μεγαλύτερο τμήμα της σημερινής Γιουγκοσλαβίας, αλλά αργότερα εκτοπίστηκαν προς τα νότια από σλάβους εισβολείς. Έτσι, λοιπόν, σήμερα οι απόγονοι αυτών των Ιλλυριών, γνωστοί ως Αλβανοί, καταλαμβάνουν μόνο μια μικρή ορεινή περιοχή κατά μήκος της νότιας ακτής της Αδριατικής. Η τύχη των Θρακών στα χέρια των Σλάβων ήταν ακόμη χειρότερη. Διασπάστηκαν ή απορροφήθηκαν τόσο αποτελεσματικά, ώστε ελάχιστοι επιβίωσαν έως τη σημερινή εποχή. Αυτοί είναι γνωστοί με την ονομασία Βλάχοι, μια άγρια νομαδική φυλή βοσκών και ζωοτρόφων που βρίσκονται διάσπαρτοι στις ορεινές περιοχές της χερσονήσου. Ο συνολικός αριθμός τους στην αρχή του αιώνα εκτιμάται περίπου στις 140.000. Από τότε μειώνεται σταθερά, εξαιτίας της αφομοίωσης τους από τους λιγότερο κινητικούς γείτονες τους.

Ο επόμενος λαός που θα εξετάσουμε χρονολογικά, οι Ρουμάνοι, είναι απόγονοι των αρχαίων Δακών, οι οποίοι βρέθηκαν υπό τη ρωμαϊκή εξουσία από το 107 έως το 274 μ.Χ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αφομοιώθηκαν σε σημαντικό βαθμό από τους Ρωμαίους, αναμείχθηκαν με τους κατακτητές τους και υιοθέτησαν τη γλώσσα τους. Έτσι εξηγείται και η ρίζα του όρου «Ρουμάνος» και ο βασικά λατινικός χαρακτήρας της σύγχρονης ρουμανικής γλώσσας. Οι εθνικιστές Ρουμάνοι θεωρούσαν γεμάτοι περηφάνια τους εαυτούς τους ως μια λατινική νησίδα σε μια θάλασσα βάρβαρων Σλάβων. Στην πραγματικότητα, το ρωμαϊκό είδος υπέστη μεγάλη αραίωση μέσα σε αιώνες αλλεπάλληλων εισβολών και τα σλαβικά και ασιατικά χαρακτηριστικά είναι πλέον κυρίαρχα στους σύγχρονους Ρουμάνους και στη γλώσσα τους.

Πότε έγινε η ριζική μεταβολή

Η πιο ριζική μεταβολή της φυλετικής σύνθεσης της χερσονήσου επήλθε κατά τον 6° και 7° αι. με τις εισβολές των σλαβικών φύλων από τις πεδινές περιοχές βόρεια των Καρπαθίων. Με την απλή δύναμη των αριθμών έδιωξαν ή αφομοίωσαν τους Ιλλυριούς και τους Θράκες και κατά καιρούς απείλησαν ακόμη και την Ανατολική Ρωμαϊκή ή Βυζαντινή Αυτοκρατορία και την πρωτεύουσα της, την Κωνσταντινούπολη. Όπως είδαμε νωρίτερα, οι νεοαφιχθέντες εγκαταστάθηκαν σταδιακά στα Κεντρικά Βαλκάνια κι εξελίχθηκαν σε ξεχωριστούς λαούς, Σλοβένους, Κροάτες και Σέρβους. Προς το τέλος του 7ου αι. μερικοί από τους εν λόγω Σλάβους κατακτήθηκαν με τη σειρά τους από τους Βουλγάρους, ένα λαό ασιατικής καταγωγής που προερχόταν από τους αρχαίους Ούννους. Οι Βούλγαροι, όμως, ήταν ολιγάριθμοι και πολύ σύντομα αφομοιώθηκαν σε τέτοιο βαθμό από τους υπηκόους τους, ώστε μόνο το όνομα τους επέζησε μέχρι σήμερα. Έτσι, οι σύγχρονοι Βούλγαροι θεωρούνται ως μια από τις νοτιοσλαβικές υποκατηγορίες και στην ουσία είναι εντελώς Σλάβοι όσον αφορά τη γλώσσα, το γενικότερο πολιτισμό και τα φυσικά τους χαρακτηριστικά.

Κατ’ αυτόν τον τρόπο η χερσόνησος απέκτησε τη βασική εθνολογική της μορφή περισσότερο από χίλια χρόνια πριν. Από τότε έχουν κάνει την εμφάνιση τους πολυάριθμες μειονότητες κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Η τουρκική κατοχή των Βαλκανίων από το 150 ως τις αρχές του 20ου αι. οδήγησε σε μια διασπορά μεμονωμένων τουρκικών, από εθνολογική άποψη, νησίδων. Με την παρακμή της αυτοκρατορίας τους, η πλειοψηφία αυτών των Τούρκων επέστρεψε στην πατρίδα τους, με αποτέλεσμα να έχουν μείνει ελάχιστα ίχνη τους σήμερα στη χερσόνησο. Η μοναδική εξαίρεση βρίσκεται στην περιοχή ακριβώς δυτικά της Κωνσταντινούπολης. Η περιοχή αυτή, γνωστή ως Ανατολική ή τουρκική Θράκη, αποτελεί το μοναδικό τμήμα της χερσονήσου που ανήκει ακόμη στους Τούρκους και ο πληθυσμός της, περίπου μισού ή ενός εκατομμυρίου, αν συμπεριλάβει κανείς και την Κωνσταντινούπολη, είναι τουρκικός σχεδόν στο σύνολο του.

 

Σημαντικές μουσουλμανικές μειονότητες

Η τουρκική κυριαρχία στα Βαλκάνια είχε πιο μόνιμες επιπτώσεις στο θρησκευτικό στοιχείο. Παρόλο που οι Τούρκοι δεν επιχείρησαν να προσηλυτίσουν βίαια τους χριστιανούς υπηκόους τους, κάποιοι ασπάστηκαν τον ισλαμισμό, προκειμένου να αποφύγουν κάποιες δυσκολίες που αντιμετώπιζαν ανεξαιρέτως όλοι οι μη μουσουλμάνοι. Κατά συνέπεια, σήμερα μπορεί να συναντήσει κανείς στα Βαλκάνια σημαντικές μουσουλμανικές μειονότητες. Περίπου 1.500.000 εξ αυτών βρίσκεται στη Γιουγκοσλαβία, oι περισσότεροι στη Βοσνία. Άλλοι 720.000 βρίσκονται στην Αλβανία, όπου αποτελούν την πλειοψηφία του πληθυσμού που στο σύνολο του είναι λίγο πάνω από 1.000.000. Στη Βουλγαρία υπάρχουν περίπου 100.000 Πομάκοι, μια φυλή που αποτελείται από βουλγαρόφωνους μουσουλμάνους, οι σλάβοι πρόγονοι των οποίων εξισλαμίστηκαν τον 17° αι.

Η βαλκανική εθνογραφία περιπλέχθηκε ακόμη περισσότερο εξαιτίας της πολιτικής των τουρκικών και αυστριακών κυβερνήσεων να ιδρύουν συνειδητά αποικίες κατά μήκος των συνόρων τους ως μια μορφή άμυνας κατά του εχθρού. Οι Αψβούργοι, για παράδειγμα, εγκατέστησαν Γερμανούς κατά μήκος του Δούναβη, με αποτέλεσμα πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ρουμανία να διαθέτει μια γερμανική μειονότητα περίπου 750.000 ανθρώπων και η Γιουγκοσλαβία 500.000 περίπου. Αντίστοιχα, οι Τούρκοι εγκατέστησαν μουσουλμάνους Τατάρους στη Δοβρουτσά, ώστε να φυλάγουν το δρόμο για την Κωνσταντινούπολη, από τους οποίους βρίσκονται ακόμη εκεί πάνω από 170.000.

Ένας άλλος λαός που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην οικονομική ζωή της χερσονήσου, ιδίως κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας, ήταν οι Εβραίοι. Πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, περίπου 1.000.000 Εβραίοι ζούσαν στη Ρουμανία, όπου είχαν μεταναστεύσει από τη Ρωσία και την Πολωνία το 170 και 18° αι.

Άλλοι 170.000 περίπου βρίσκονταν διάσπαρτοι στη Βουλγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα, οι περισσότεροι από αυτούς απόγονοι προσφύγων του 16ου αι. από την Ισπανία και την Πορτογαλία, στους οποίους δόθηκε άσυλο από τους Τούρκους. Μια ακόμη μικρή μειονότητα είναι οι Τσιγγάνοι, ο πληθυσμός των οποίων είναι περίπου 500.000 άνθρωποι. Μερικοί είναι νομάδες, αλλά στην πλειοψηφία τους είναι εγκατεστημένοι σε περιφερειακούς οικισμούς γύρω από πόλεις και χωριά και ζουν μια μίζερη ζωή ως σιδεράδες, πλανόδιοι πωλητές, μουσικοί, αχθοφόροι και οδοκαθαριστές.

 

Εθνολογικές συνέπειες των δύο παγκόσμιων πολέμων

Τέλος, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι είχαν ως αποτέλεσμα να απλουστευθεί κάπως αυτό το εθνολογικό αμάλγαμα, αν και με τεράστιο κόστος για τις άτυχες μειονότητες που ξεριζώθηκαν ή και, σε κάποιες περιπτώσεις, εξοντώθηκαν. Μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βουλγαρία συμφώνησαν να προβούν σε ανταλλαγή των μειονοτικών πληθυσμών τους κι έτσι επαναπατρίστηκαν συνολικά 400.000 Τούρκοι, 250.000 Βούλγαροι και 1.300.000 Έλληνες. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής των Βαλκανίων στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένα μεγάλο μέρος των Εβραίων μεταφέρθηκε στα στρατόπεδα εξόντωσης της Γερμανίας και της Πολωνίας. Μετά το τέλος του πολέμου, πολλοί από τους επιζήσαντες Εβραίους κατέφυγαν στο νέο κράτος του Ισραήλ. Παραδόξως, η άλλη βαλκανική μειονότητα που συρρικνώθηκε σημαντικά εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ήταν η γερμανική. Αρκετοί από τους Γερμανούς της Γιουγκοσλαβίας και της Ρουμανίας στρατολογήθηκαν στη Βέρμαχτ (Wehrmacht), αλλά πολύ λίγοι γύρισαν πίσω. Άλλοι ακολούθησαν την υποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων τους τελευταίους μήνες του πολέμου. Πολλοί από αυτούς που έμειναν στη θέση τους, μεταφέρθηκαν δια της βίας στη Ρωσία. Έτσι, η προσπάθεια του Χίτλερ να κερδίσει «ζωτικό χώρο» για το γερμανικό λαό στην Ανατολική Ευρώπη, είχε το αντίθετο αποτέλεσμα, να αποδεκατιστούν αιωνόβιες γερμανικές αποικίες στα Βαλκάνια.

Είναι εμφανές, με βάση την παραπάνω ανάλυση, ότι η Αλβανία, η Ελλάδα και η Βουλγαρία είναι εθνοτικά ομοιογενείς χώρες, ιδίως μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών στη συνέχεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Αλβανία έχει μια μικρή ελληνική μειονότητα στο Νότο, ενώ η Ελλάδα έχει έναν αντίστοιχα μικρό σλαβικό θύλακα στα βόρεια σύνορα της, αλλά αυτές είναι ασήμαντες εξαιρέσεις, αν και ενοχλητικές από διπλωματική άποψη. Η Βουλγαρία έχει κι αυτή μια μουσουλμανική μειονότητα, η οποία όμως εξαφανίζεται ως αποτέλεσμα της μετανάστευσης προς την Τουρκία, που εντείνεται εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων που έλαβε η βουλγαρική κυβέρνηση το 1950.

Αντίθετα, η Ρουμανία και η Γιουγκοσλαβία κληρονόμησαν μεγάλους μειονοτικούς πληθυσμούς στις επαρχίες που απέκτησαν από την Αυτοκρατορία των Αψβούργων. Σύμφωνα με την απογραφή του 1948, η Γιουγκοσλαβία είχε ένα συνολικό πληθυσμό 15.751.935 τον οποίο 14.000.000 είναι Νότιοι Σλάβοι. Το κύριο μειονοτικό στοιχείο αποτελείται από 400.000 Ούγγρους, έναν ανάλογο αριθμό Αλβανών, 180.000 Ρουμάνους και 100.000 Ιταλούς. Ο γιουγκοσλαβικός λαός είναι διαιρεμένος και αναφορικά με τη θρησκεία του. Οι ορθόδοξοι Χριστιανοί (κυρίως Σέρβοι) αποτελούν το 50% του πληθυσμού, οι Ρωμαιοκαθολικοί (Κροάτες, Σλοβάκοι και Ιταλοί) το 33%, Μουσουλμάνοι το 11% και οι Διαμαρτυρόμενοι, Εβραίοι και έλληνες Καθολικοί, το υπόλοιπο 5,66%•

Η Ρουμανία, σύμφωνα με την απογραφή του 1948, έχει έναν συνολικό πληθυσμό 15.872.624, σε σύγκριση με σχεδόν 20.000.000 το 1939. Η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στην απώλεια της Βεσσαραβίας και της Μπουκοβίνας προς όφελος της Σοβιετικής Ένωσης και στη δραστική μείωση του αριθμού των Εβραίων και των Γερμανών. Οι βασικές μειονότητες σήμερα είναι οι 1.499.851 Ούγγροι (1.387.719 το 1930), οι 343.913 Γερμανοί (720.000 το 1930) και οι 138.795 Εβραίοι (1.000.000 το 1930). Στην παρούσα φάση, οι μειονοτικοί πληθυσμοί αποτελούν περίπου το 13% του συνολικού πληθυσμού, σε σύγκριση με το 25% περίπου πριν από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι Ρουμάνοι, όπως και οι Γιουγκοσλάβοι είναι διαιρεμένοι αναφορικά με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις τους, αν και το ποσοστό των Ρωμαιοκαθολικών είναι πολύ μικρότερο από ό,τι στη Γιουγκοσλαβία με τους καθολικούς Κροάτες και Σλοβάκους της. Σύμφωνα με εκτιμήσεις του 1946» 81% του πληθυσμού της Ρουμανίας είναι έλληνες Ορθόδοξοι, 9% έλληνες Καθολικοί, 7% Ρωμαιοκαθολικοί και 3% Εβραίοι, Διαμαρτυρόμενοι και Μουσουλμάνοι.

 

Βαλκανική και δυτική εθνογραφία

Άλλο ένα σχετικό ερώτημα είναι το γιατί επικράτησαν τέσσερα κύρια και πολλά δευτερεύοντα φυλετικά στοιχεία σε μια περιοχή που η έκταση της δεν είναι ούτε όσο το Τέξας. Η γεωγραφική θέση και η ευκολία πρόσβασης της χερσονήσου, είχαν ως αποτέλεσμα συχνές και παρατεταμένες εισβολές από το εξωτερικό της. Ο αγώνας ενάντια σ’ αυτές τις εισβολές αναμφισβήτητα δυσχέρανε τη διαδικασία της φυλετικής αφομοίωσης, η οποία αποτελεί χαρακτηριστική εξέλιξη της Δυτικής Ευρώπης. Η εδαφολογική πολυπλοκότητα της περιοχής αποτελεί επίσης σημαντικό στοιχείο. Αν η χερσόνησος ήταν ένα οροπέδιο αντί για μια εξαιρετικά ορεινή και διαφοροποιημένη περιοχή, είναι πιθανό οι διάφορες φυλές να είχαν αφομοιωθεί σε σημαντικό βαθμό. Ίσως να είχε προκύψει ένα κοινό βαλκανικό φυλετικό στοιχείο, η σύνθεση του οποίου σαφώς θα διαφοροποιούνταν ανάλογα με την περιοχή, όπως π.χ. οι Γενοβέζοι διαφέρουν σημαντικά από τους Ναπολιτάνους, αλλά παρ’ όλα αυτά θα αποτελούσε μια μονάδα στη θέση των σημερινών χωριστών πληθυσμών.

Οι ιστορικές και πολιτιστικές διαφορές συνέβαλαν επίσης στον εθνοτικό διαχωρισμό. Οι βαλκανικές φυλές δεν έχουν το συνεκτικό στοιχείο μιας κοινής ρωμαϊκής πολιτιστικής παράδοσης όπως οι Δυτικοευρωπαίοι. Όταν τον 11° αι. η χριστιανική Εκκλησία διασπάστηκε σε Ανατολική και Δυτική, οι Σλοβάκοι και οι Κροάτες παρέμειναν υπό την επιρροή του Πάπα της Ρώμης, ενώ οι Έλληνες, οι Σέρβοι, οι Βούλγαροι και οι Ρουμάνοι βρέθηκαν στο ποίμνιο του Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης. Αργότερα, όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν το μεγαλύτερο μέρος της χερσονήσου, αυτό το πολιτιστικό ρήγμα διευρύνθηκε. Για περίπου τέσσερις αιώνες, οι Κροάτες και οι Σλοβάκοι έζησαν υπό την εξουσία των Αψβούργων, ενώ οι υπόλοιποι βαλκανικοί λαοί εξουσιάζονταν από τον σουλτάνο. Είναι βέβαιο ότι τέτοιες βασικές και παρατεταμένες διαφορές κυβερνήσεων, θρησκειών και γενικότερων πολιτισμών άφησαν ανεξίτηλα σημάδια. Μέχρι σήμερα, υπάρχει μια πολιτιστική διαχωριστική γραμμή που διασχίζει την χερσόνησο, αφήνοντας το λατινικό αλφάβητο και ένα δυτικό πολιτιστικό προσανατολισμό από τη μια πλευρά, και τον ορθόδοξο χριστιανισμό, το ελληνικό αλφάβητο και μια βυζαντινή πολιτιστική δομή από την άλλη. Η εσωτερική διχόνοια που επικράτησε στη Γιουγκοσλαβία ανάμεσα στους δυο παγκοσμίους πολέμους αποτελεί ουσιαστική μαρτυρία σχετικά με τη μόνιμη σημασία αυτού του ρήγματος.

Η γεωγραφική θέση και η ευκολία πρόσβασης της Βαλκανικής Χερσονήσου, είχαν ως αποτέλεσμα συχνές και παρατεταμένες εισβολές από το εξωτερικό της. Ο αγώνας ενάντια σ’ αυτές τις εισβολές αναμφισβήτητα δυσχέρανε τη διαδικασία της φυλετικής αφομοίωσης. Η εδαφολογική πολυπλοκότητα της περιοχής, οι ιστορικές και πολιτιστικές διαφορές συνέβαλαν και αυτές στον εθνοτικό διαχωρισμό. Οι βαλκανικές φυλές δεν έχουν το συνεκτικό στοιχείο μιας κοινής ρωμαϊκής πολιτιστικής παράδοσης όπως οι Δυτικοευρωπαίοι. Την ίδια στιγμή μεγάλες και παρατεταμένες διαφορές κυβερνήσεων, θρησκειών και γενικότερων πολιτισμών άφησαν ανεξίτηλα σημάδια και έτσι δημιουργήθηκε μια πολιτιστική διαχωριστική γραμμή που διασχίζει την χερσόνησο, αφήνοντας το λατινικό αλφάβητο και ένα δυτικό πολιτιστικό προσανατολισμό από τη μια πλευρά, και τον ορθόδοξο χριστιανισμό, το ελληνικό αλφάβητο και μια βυζαντινή πολιτιστική δομή από την άλλη

Τα παραπάνω στοιχεία αρκούν, για να εξηγήσουν τη θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στην εθνοτική εξέλιξη της Δυτικής Ευρώπης και των Βαλκανίων. Η Δυτική Ευρώπη κατοικείται σήμερα από μεγάλες ομοιογενείς εθνικές ομάδες, όπως είναι οι Γάλλοι, οι Ισπανοί, οι Γερμανοί και οι Βρετανοί. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι υφίστανται λιγότερα φυλετικά στοιχεία στη Δύση σε σχέση με την Ανατολή. Αν κοιτάξουμε πίσω από το προσωπείο της εθνικής ομοιογένειας θα βρούμε ιβηρικά, λιγηρικά, νορμανδικά και γαλατικά στοιχεία στους Γάλλους∙ σλαβικά, κέλτικα, βαλτικά και τευτονικά στοιχεία στους Γερμανούς∙ τέλος, κελτικά, αγγλοσαξονικά, σκανδιναβικά και νορμανδικά στοιχεία στους Βρετανούς. Με άλλα λόγια, η διαφορά Ανατολής και Δύσης δεν βρίσκεται στον αριθμό των συστατικών στοιχείων, αλλά πολύ περισσότερο στις ιδιαίτερες συνθήκες που έκαναν εφικτή την ενοποίηση πολλαπλών φυλετικών στοιχείων σε μια εθνική οντότητα στη μια περίπτωση και που εμπόδισαν μια τέτοια ενοποίηση στην άλλη.

Έτσι, λοιπόν, το μοναδικό στοιχείο της βαλκανικής εθνοτικής εξέλιξης είναι ότι ουσιαστικά όλες οι φυλές που εγκαταστάθηκαν μόνιμα εκεί στο παρελθόν, σε αντίθεση με αυτές που απλώς κατά καιρούς τη διέσχισαν, κατόρθωσαν να διατηρήσουν την ταυτότητα τους έως σήμερα. Το γεγονός αυτό αποτελεί έναν ανάμεσα στους πολλούς, μοναδικούς και θεμελιώδεις παράγοντες που επηρέασαν την ιστορική εξέλιξη της χερσονήσου έως σήμερα.

* Οι μεσότιτλοι είναι της σύνταξης της εφημερίδας

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!