Η Ντομιτσιάνα Τζορντάνο και η ανθρώπινη ανάγνωση της Νοσταλγίας.

Μια διαφορετική εικόνα του Ρώσου σκηνοθέτη Αντρέι Ταρκόφσκι, του ιδιοφυούς, ποιητή των εικόνων με τη βαθιά θρησκευτικότητα, είχαν την ευκαιρία να αποκτήσουν όσοι παραβρέθηκαν την Παρασκευή 6 Μαΐου, στο Αμφιθέατρο Τζ. Ντε Κίρικο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, για να παρακολουθήσουν την προβολή της ταινίας του Νοσταλγία και να συνομιλήσουν με την πρωταγωνίστριά του, Ντομιτσιάνα Τζορντάνο.
Η παρουσία της Τζορντάνο ζωντάνεψε την προβολή, χάρις στη λάμψη και τη ζωηράδα της: οι αντικειμενικές λεπτομέρειες για την προσωπική της εμπειρία στο καστ της Νοσταλγίας, διανθισμένες με την προσωπική χροιά των προσδοκιών της ίδιας, αλλά και της ιδιαίτερης σχέσης που δημιουργήθηκε ανάμεσα στο μέντορα-σκηνοθέτη και τη νεαρή, τότε, πρωταγωνίστρια, προσέφεραν ένα διαφορετικό κλειδί για την ανάγνωση της ταινίας.
Η Τζορντάνο κατέκτησε αμέσως το κοινό με το σπινθηροβόλο πνεύμα, την πληθωρική της παρουσία στον χώρο, τη φυσική ομορφιά, τη ζωντάνια και την ευγλωττία των κινήσεων και του λόγου της. Το δίχως άλλο, το οξύ μάτι του Ταρκόφσκι διείδε σαφώς κάτι διαφορετικό και μεγάλο σε τούτη τη νεαρή κοπέλα, με τις καλλιτεχνικές ανησυχίες που, αρχικά, είχε επιζητήσει μία θέση βοηθού σκηνοθέτη στη Νοσταλγία, για να τη χρίσει πρωταγωνίστριά του, «κονταροχτυπώμενος, μάλιστα, με την ιταλική ΡΑΙ, η οποία ήθελε μία γνωστή σταρ», καθώς η Τζορντάνο δεν ήταν ανάμεσα στις «προτεινόμενες», όπως ομολογεί η ίδια. Ακόμη και σήμερα θυμάται τις ατέλειωτες ώρες, που περνούσε ακούγοντας τον Ταρκόφσκι να τις δίνει ποταμηδόν οδηγίες στα ρώσικα, ακατάληπτες για την ίδια, που απλώς ένευε, επαναλαμβάνοντάς του διαρκώς «ναι, ναι, ναι». Ή την ευτράπελη περιπέτεια της απεργίας των ηθοποιών που -όπως είθισται στην Ιταλία και μάλιστα για «νιόβγαλτους» ηθοποιούς- ντουμπλάρουν τις φωνές και η περίπτωση να βρεθεί μία «απεργοσπάστρια» συμβατή με τη φωνή της νεαρής πρωταγωνίστριας είναι εφικτή.
Μεγάλη έμφαση έδωσε η πρωταγωνίστριά του, στη βαθιά θρησκευτικότητα από την οποία διαπνεόταν ο Ταρκόφσκι. Αυτή η θρησκευτικότητα, όμως, δεν σταματούσε στην ποιητικότητα των συμβολικών του εικόνων, αλλά αναπόφευκτα αντανακλούσε στην αυστηρότητα με την οποία αντιμετώπιζε τον ρόλο της γυναίκας στην κοινωνία.
Ιδιαίτερα σημαντικές ήταν οι επεξηγήσεις της για ορισμένα, ιδιαίτερα, σημεία της ταινίας και οι λεπτομέρειες στο γύρισμα εικόνων που πραγματικά κατακτούν με την ποιητικότητα και την εικαστική τους τελειότητα: το πώς φτιάχθηκε σε μια εποχή που ακόμη τα κινηματογραφικά εφέ ήταν λέξη άγνωστη, πώς δούλεψε η κάμερα για την καταληκτική σκηνή του φιλμ, πώς πλάσθηκε στο έδαφος του σπιτιού του «τρελού» η μακέτα του πραγματικού φυσικού τοπίου που αποκαλύπτεται μετά το ζουμάρισμα και το fade-out, πως δημιουργήθηκε μ’ έναν τεράστιο προβολέα και την προοπτική ο ήλιος που αναδύεται στη σκηνή του ονείρου του πρωταγωνιστή με την οικογένειά του και τον σκύλο Ζωή στο λιβάδι.
Μέσα από την αφήγηση της Τζορντάνο αναδείχθηκε η λεπτολόγος φύση του Ταρκόφσκι: ο τελειομανής δημιουργός δεν επέβλεπε μόνον την παραμικρότερη λεπτομέρεια στις λήψεις και τη φωτογραφία, αλλά επίσης φρόντιζε και το πιο απειροελάχιστο στοιχείο της ταινίας, από τα σκηνικά, ίσαμε το χρώμα και την υφή των κοστουμιών. Μία τάση που άλλωστε συνάδει με το γενικότερο δόγμα του σκηνοθέτη –«ιεροφάντη για την ηθική-αισθητική εντελέχεια του κινηματογράφου»: ο δημιουργός οφείλει, έχει καθήκον, να αναδεικνύει τη βαθύτερη, πνευματική, ουσία της ζωής και των πραγμάτων, εξελίσσοντας εκφραστικά το μέσον του.
Ωστόσο, μία μόνον υπήρξε η πικρία της πρωταγωνίστριας από την προβολή της ταινίας: η ισοπέδωση που, φευ!, φέρνει στα χρώματα και τη φωτογραφία της ταινίας η ψηφιοποίηση, αφαιρώντας τη ζωντάνια, τη ζεστασιά και την υποβλητικότητά τους.
Η Τζορντάνο ομολόγησε πως μετά τη Νοσταλγία τόσο η ζωή της, όσο και η καριέρα της δεν ήταν πια οι ίδιες. Μετά έναν τόσο σημαντικό ρόλο, η persona της ως ηθοποιού δεν μπορούσε πλέον να ταυτιστεί -όπως είχε γίνει πριν τη Νοσταλγία με τον Μονιτσέλι- με οποιονδήποτε ρόλο. Η σταδιοδρομία της, έκτοτε, υπήρξε μόνον «σοβαρή», όπως ομολογεί εμφαντικά η ίδια, μετατράπηκε σε ένα πιάτο της nouvelle cuisine: λιγοστό σε ποσότητα, αλλά με φίνα υλικά. Οι συνεργασίες της, άλλωστε, με τους Ζαν-Λικ Γκοντάρ, Νίκολας Ρεγκ, Μάικ Μακ Κάλεν το αποδεικνύουν περίτρανα.
Το κοινό που βρέθηκε στην προβολή ούτε στιγμή δεν μετάνιωσε, καθώς επιβεβαιώθηκαν και πάλι τα λόγια του μεγάλου Ταρκόφσκι, ο οποίος ανελλιπώς τόνιζε «πως είναι πάντοτε το κοινό που κερδίζει, που αποκομίζει κάτι, ενώ ο καλλιτέχνης χάνει και πρέπει να πληρώσει». Ο ίδιος πλήρωσε το τίμημα, όπως όμως φάνηκε από την προβολή της Νοσταλγίας εμείς πάντοτε μέλλει να κερδίζουμε.

Γιώργης-Βύρων Δάβος

 

Σχόλια

Σου άρεσε αυτό το άρθρο; Ενίσχυσε οικονομικά την προσπάθειά μας!