Φωτ.: Σκηνή από την ταινία Park της Σοφίας Εξάρχου
57ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
Ανταπόκριση: Ιφιγένεια Καλαντζή
Μεγάλος νικητής του 57ου ΦΚΘ η ταινία Δολοφονικά αμαξίδια, του Ούγγρου Ατίλα Τιλ, που απέσπασε το Βραβείο Χρυσός Αλέξανδρος – Θόδωρος Αγγελόπουλος, αλλά και το Βραβείο Καλύτερης Αντρικής Ερμηνείας, για τους τρεις ανάπηρους ήρωες, που σπέρνουν θάνατο.
Ένας παραπληγικός 20άρης, παθιασμένος με τη ζωγραφική, αποφασίζει με τη βοήθεια του επίσης ανάπηρου φίλου του, να ολοκληρώσει το κόμικς που σχεδιάζει με πρωταγωνιστές τους ίδιους, ενώ παρέα με έναν ανάπηρο πυροσβέστη μετατρέπονται σε εκτελεστές υπεράνω υποψίας, στη δούλεψη ενός αδίστακτου μαφιόζου.
Πρωτότυπο υβρίδιο γκανγκστερικής ταινίας δράσης, με άγριο πιστολίδι, όπου οι ανάπηροι οπλοφορούν και δεν διστάζουν να συρθούν σε συναρπαστικές σκηνές κυνηγητού, ανατρέποντας την εδραιωμένη πεποίθηση πως οι καθηλωμένοι σε αμαξίδια είναι καταδικασμένοι σε ακινησία. Με δυσδιάκριτα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και στο φανταστικό, μπλέκονται στον κόσμο του κόμικς μαφιόζοι, ανάπηροι και μια συγκινητική ιστορία για την απουσία πατρικού προτύπου, σε μια εξαιρετική νουάρ ατμόσφαιρα, υπό τους ήχους πρωτότυπης μουσικής με τζαζ πινελιές και αφήγηση μέσα από στιγμιότυπα εμβόλιμων κινουμένων σχεδίων, που εικονογραφούν το κόμικς εν τη γενέσει του.
Ο Άγγλος θεατρικός σκηνοθέτης Ουίλιαμ Όλντροϊντ μεταφέρει το θεατρικό του Νικολάι Λέσκοβ στην ταινία του Λαίδη Μάκμπεθ, που κέρδισε το Βραβείο του Διαγωνιστικού Τμήματος της FIPRESCI (Διεθνής Ομοσπονδία Κριτικών Κινηματογράφου). Τέλη 19ου αιώνα, η νεαρή Κάθριν ασφυκτιά, απομονωμένη επί μήνες σε ένα τεράστιο αρχοντικό καταμεσής της αγγλικής εξοχής, περιμένοντας άπραγη την επιστροφή του ώριμου συζύγου της. Συνειδητοποιώντας τον διακοσμητικό της ρόλο, αντιδρά στον υπαρξιακό της εκφυλισμό, συνάπτοντας ερωτικό ειδύλλιο με τον ατίθασο μιγάδα επιστάτη, αποφασισμένη να περιφρουρήσει με κάθε τίμημα, την παθιασμένη σχέση τους.
Απουσία μουσικής υπόκρουσης, ο σκηνοθέτης δημιουργεί ένταση μέσα από μια πολυσήμαντα επεξεργασμένη σκηνοθετική κατασκευή, γεμάτη σταθερά, μετωπικά και συμμετρικά πλάνα θεατρικής ακαμψίας, για να αποδώσει τον ψυχισμό της νεαρής ηρωίδας, που στον απόηχο της Μήδειας, από θύμα, μεταλλάσσεται σταδιακά σε θύτη και κυνική φόνισσα. Η αυστηρότητα των απέριττων κάδρων εδράζεται στην κινηματογραφική παράδοση του Ντράγιερ, ενώ το στίγμα ταξικού διαχωρισμού δίνεται από την επιρροή ενός κλινικού ρεαλισμού, της αυστριακής σχολής των Χάνεκε και Ζάιντλ. Τα σκουρόχρωμα έπιπλα δημιουργούν κοντράστ με τους λευκωπούς, αδειανούς τοίχους, ενώ ο φυσικός φωτισμός κεριών παραπέμπει σε αντίστοιχες φωτοσκιάσεις, με τους μπαρόκ πίνακες του Ζωρζ ντε Λα Τούρ, σε μια ταινία με ευαισθησία στις χρωματικές ενδυματολογικές επιλογές, όπου η έμφαση στους ήχους τονίζει αυτό που διαδραματίζεται στο εκτός κάδρου πεδίο.
Η πλέον επίκαιρη ταινία του ελληνικού τμήματος, η Πλατεία Αμερικής, του Γιάννη Σακαρίδη, απέσπασε το Βραβείο της FIPRESCI, το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής στα Βραβεία Νεότητας και Ειδική Μνεία στον ηθοποιό Βασίλη Κουκαλάνι.
Μακριά από τις νεανικές θεματικές μιας α-πολίτικης αισθητικής, ο Σακαρίδης, μπολιασμένος από την παράδοση του βρετανικού σινεμά κοινωνικών αιχμών, συνυπογράφει με τον Βαγγέλη Μουρίκη το βασισμένο στο βιβλίο του Γιάννη Τσίρμπα καλογραμμένο σενάριο για τρεις ήρωες και τις διαπλεκόμενες ιστορίες τους με φόντο την ομώνυμη γειτονιά του κέντρου της Αθήνας.
Ο ροκάς Μπίλλι, ιδιοκτήτης μπαρ και σχεδιαστής τατουάζ, ερωτεύεται μια αφρικανικής καταγωγής τραγουδίστρια και προσπαθεί να την απεμπλέξει από τον μαστροπό της. Ο 38χρονος άνεργος φίλος του Νάκος, που συντηρείται με τη σύνταξη των γονιών του, μετατρέπεται σε αδίστακτο ρατσιστή, ενώ ο Τάρεκ, ένας ταλαίπωρος Σύριος πρόσφυγας, προσπαθεί να φύγει για Γερμανία, μαζί με την κορούλα του. Η ισορροπημένη δραματουργική δόμηση των εξαιρετικά ερμηνευμένων χαρακτήρων από τους Στάνκογλου, Παπαδημητρίου και Κουκαλάνι, ενισχύεται σκηνοθετικά με εμπνευσμένα πλάνα κάτοψης αλλά και την πρωτότυπη μουσική του Μίνωα Μάτσα, πότε σε ρυθμούς ταγκό και πότε με ρυθμικά κρουστά και παραδοσιακό ηχόχρωμα λύρας.
Ο Σακαρίδης αναπτύσσει έναν ανθρωποκεντρικό ρεαλισμό, με αληθοφανείς διαλόγους γεμάτους χιούμορ και ειρωνεία, ενώ οι εκτός κάδρου μονόλογοι των πρωταγωνιστών αποκαλύπτουν πώς μέσα από τα καθημερινά βιώματα πλάθονται οι συνειδήσεις, καυτηριάζοντας την τρέχουσα πραγματικότητα. Το σινεμά καταγράφει το πολιτικο-κοινωνικό γίγνεσθαι, φανερώνοντας τους μηχανισμούς διαμόρφωσης του χρυσαυγίτη της διπλανής πόρτας, ενώ απαθανατίζονται και οι κατειλημμένες από μετανάστες πλατείες του κέντρου της Αθήνας. Το περίφημο σιντριβάνι της πλατείας Βικτωρίας, σε τατουάζ, στο μπράτσο του ήρωα, αναδύει σαρκαστικό φετιχισμό.
Στα χνάρια ενός λιγότερο πολιτικοποιημένου Γιάνναρη, η Σοφία Εξάρχου, στην πρώτη της ταινία Park, που απέσπασε τα Βραβεία ΕΡΤ και Γυναικείας Ερμηνείας, επιλέγει έναν ωμό ρεαλισμό τύπου Fish Tank/ 2009 (Άντρεα Άρνολντ), σκιαγραφώντας το πορτρέτο μιας αγριεμένης, δίχως προοπτική νεολαίας, στις εγκαταλελειμμένες εγκαταστάσεις του πρώην Ολυμπιακού χωριού, μια δεκαετία μετά την απατηλή λάμψη της μπίζνας των Ολυμπιακών Αγώνων. Πρωταγωνιστικό ζευγάρι ένα άνεργο αγόρι, απολυμένο από μαρμαράδικο, και μια τραυματισμένη, πρώην αθλήτρια ενόργανης, που σουλατσάρουν άσκοπα. Τα εκκωφαντικά ξεσπάσματα των νεαρών που βανδαλίζουν, υπό τους ήχους ηλεκτρονικής μουσικής του Τhe Boy, σε συνεχόμενες μεγάλης διάρκειας λήψεις, αντιπαρατίθενται στα πλάνα σιωπηρής χαλάρωσης, ενώ η υπέρμετρα βίαιη εκτόνωση μετουσιώνει την εφηβική βλακεία σε μια υποδόρια, ασυνείδητη ακόμα, απελπισία. Με επιρροές από το Paranoid Park/ 2007 (Γκας Βαν Σαντ) και το Wasted Youth/ 2011 (Αργύρη Παπαδημητρόπουλου), για την ανία και την εφηβική ευαισθησία, καταγράφεται η οργή μιας νεολαίας που ενοποιείται σαν αγέλη άγριων ζώων, αναπτύσσοντας σωματοποιημένη βία, ακόμα και στο σεξ, παραπέμποντας στο σινεμά του Κασσαβέτη.