Της Έλενας Πατρικίου. Το Ελληνικό κινδυνεύει και η Επιτροπή Αγώνα για το Μητροπολιτικό Πάρκο καλεί τους καλλιτέχνες να την συνδράμουν στην διοργάνωση ενός ακόμα Φεστιβάλ «Αντίστασης και Δημιουργίας».
Αλλά το πρόβλημα δεν βρίσκεται στην ενδεχόμενη προσφορά, η οποία θα έχει μόνο μία συγκυριακή και, δικαίως, καιροσκοπική σημασία. Ούτε η επιτροπή Αγώνα, ούτε οι δήμοι της περιοχής έχουν την υποδομή για μία διοργάνωση που να αφήσει ένα πραγματικό στίγμα πολιτισμού, πέρα από τα όρια της ενίσχυσης ενός αγωνιστικού αισθήματος. Και η πολιτιστική και φεστιβαλική ιστορία της μεταπολιτευτικής Ελλάδας δεν έχει αφήσει πουθενά κανένα παράδειγμα ουσιαστικής πολιτιστικής διαχείρισης που να μπορεί να λειτουργήσει ως υπόδειγμα.
Η «Αθήνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» δεν ήταν παρά μία σειρά λαμπρών αλλά ατάκτως εριμμένων εισαγόμενων παραστάσεων, συναυλιών και εκθέσεων που δεν άφησαν καμία ανάμνηση μετά το πέρας τους. Η αντίστοιχη «Θεσσαλονίκη» ήταν μία μεγαλομανής κατασπατάλιση τεράστιων χρηματικών ποσών, ενώ η τρίτη επανάληψη του δράματος στην Πάτρα παίχτηκε, με απόλυτη λογική συνέπεια, ως επαρχιακή φάρσα. Από την άλλη μεριά, τα καλοκαιρινά φεστιβάλ των ανά την επικράτεια δήμων υπήρξαν, στις ευτυχέστερες περιπτώσεις, συρρικνωμένες και άνευρες αντιγραφές του φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου: πουθενά δεν κατάφεραν να αναπτυχθούν αυτόνομα από την κεντρική φεστιβαλική δραστηριότητα, πουθενά δεν κατάφεραν να στηριχτούν σε ένα άλλο κοινό από το «κεντρικό» κοινό της Αθήνας. (Λαμπρή εξαίρεση, το βραχύβιο Φεστιβάλ της Πάτρας υπό την διεύθυνση του Θάνου Μικρούτσικου).
Κάτω από άλλα κλίματα και σε άλλες γεωγραφικές συντεταγμένες, ειδικά δε στην Γαλλία, ο πολιτισμός αποδείχθηκε, εάν μη τι άλλο, άκρως κερδοφόρος και εν πολλοίς σωτήριος για την επιβίωση ολόκληρων κοινωνιών. Η πόλη της Λιλ βγήκε από τον οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό χάρη στην ανάδειξή της ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα το 2004. Το Λενς, αποβιομηχανοποιημένη επαρχιακή πόλη με δείκτη ανεργίας 15%, αρχίσει να ξαναζεί χάρη στο Παράρτημα του Μουσείου του Λούβρου που εγκαινιάστηκε πέρσι. Το ερημωμένο Σαιντ Ετιέν ξανασυγκεντρώνει τον πληθυσμό του χάρη στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και την Μπιενάλλε Σύγχρονου Ντηζάϊν…
Το πρόβλημα δεν είναι να στήσουμε απλώς στο Ελληνικό ένα αντιστασιακό πανηγύρι (που ασφαλώς θα είχε και την πολιτική και την αισθητική του χάρη). Το πρόβλημα είναι να δείξουμε και, αν έχουμε τα κότσια, να αποδείξουμε, πως ο πολιτισμός αποτελεί βιώσιμη πρόταση ανάπτυξης μέσα στο χρόνο. Το πρόβλημα είναι να ανοίξουμε ξανά την Αθήνα προς την παραλία της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της ζωής μας, για την οικονομική ανάπτυξη, για την αισθητική αναβάθμιση.
Η παραλία, από το Φάληρο μέχρι τον Άγιο Κοσμά, ήταν από το τέλος του 19ου αιώνα και μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ο τόπος όπου ανθούσε τα καλοκαίρια η αθηναϊκή επιθεώρηση, η λαϊκή οπερέττα, ο Καραγκιόζης, το ρεμπέτικο. Αυτή η καταστραμμένη λαϊκή παράδοση μπορεί σίγουρα να προσφέρει έναν μπούσουλα βιώσιμης, ήπιας και ανθρώπινης ανάπτυξης, μιας οικονομικής ανάπτυξης σε αρμονία με το ξεχασμένο καλοκαιρινό αττικό τοπίο.
Η «Αθήνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης» δεν ήταν παρά μία σειρά λαμπρών αλλά ατάκτως εριμμένων εισαγόμενων παραστάσεων, συναυλιών και εκθέσεων που δεν άφησαν καμία ανάμνηση μετά το πέρας τους. Η αντίστοιχη «Θεσσαλονίκη» ήταν μία μεγαλομανής κατασπατάλιση τεράστιων χρηματικών ποσών, ενώ η τρίτη επανάληψη του δράματος στην Πάτρα παίχτηκε, με απόλυτη λογική συνέπεια, ως επαρχιακή φάρσα. Από την άλλη μεριά, τα καλοκαιρινά φεστιβάλ των ανά την επικράτεια δήμων υπήρξαν, στις ευτυχέστερες περιπτώσεις, συρρικνωμένες και άνευρες αντιγραφές του φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου: πουθενά δεν κατάφεραν να αναπτυχθούν αυτόνομα από την κεντρική φεστιβαλική δραστηριότητα, πουθενά δεν κατάφεραν να στηριχτούν σε ένα άλλο κοινό από το «κεντρικό» κοινό της Αθήνας. (Λαμπρή εξαίρεση, το βραχύβιο Φεστιβάλ της Πάτρας υπό την διεύθυνση του Θάνου Μικρούτσικου).
Κάτω από άλλα κλίματα και σε άλλες γεωγραφικές συντεταγμένες, ειδικά δε στην Γαλλία, ο πολιτισμός αποδείχθηκε, εάν μη τι άλλο, άκρως κερδοφόρος και εν πολλοίς σωτήριος για την επιβίωση ολόκληρων κοινωνιών. Η πόλη της Λιλ βγήκε από τον οικονομικό και κοινωνικό μαρασμό χάρη στην ανάδειξή της ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα το 2004. Το Λενς, αποβιομηχανοποιημένη επαρχιακή πόλη με δείκτη ανεργίας 15%, αρχίσει να ξαναζεί χάρη στο Παράρτημα του Μουσείου του Λούβρου που εγκαινιάστηκε πέρσι. Το ερημωμένο Σαιντ Ετιέν ξανασυγκεντρώνει τον πληθυσμό του χάρη στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και την Μπιενάλλε Σύγχρονου Ντηζάϊν…
Το πρόβλημα δεν είναι να στήσουμε απλώς στο Ελληνικό ένα αντιστασιακό πανηγύρι (που ασφαλώς θα είχε και την πολιτική και την αισθητική του χάρη). Το πρόβλημα είναι να δείξουμε και, αν έχουμε τα κότσια, να αποδείξουμε, πως ο πολιτισμός αποτελεί βιώσιμη πρόταση ανάπτυξης μέσα στο χρόνο. Το πρόβλημα είναι να ανοίξουμε ξανά την Αθήνα προς την παραλία της, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ποιότητα της ζωής μας, για την οικονομική ανάπτυξη, για την αισθητική αναβάθμιση.
Η παραλία, από το Φάληρο μέχρι τον Άγιο Κοσμά, ήταν από το τέλος του 19ου αιώνα και μέχρι τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες ο τόπος όπου ανθούσε τα καλοκαίρια η αθηναϊκή επιθεώρηση, η λαϊκή οπερέττα, ο Καραγκιόζης, το ρεμπέτικο. Αυτή η καταστραμμένη λαϊκή παράδοση μπορεί σίγουρα να προσφέρει έναν μπούσουλα βιώσιμης, ήπιας και ανθρώπινης ανάπτυξης, μιας οικονομικής ανάπτυξης σε αρμονία με το ξεχασμένο καλοκαιρινό αττικό τοπίο.
Σχόλια