Σκέψεις πάνω σε διλήμματα για το ευρώ που δεν μπορούν να αποφεύγονται για πάντα. Του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Δεν ξέρουμε αν (και δεν νομίζουμε ότι) ο άρχων του ευρώ, Μάριο Ντράγκι, παρακολουθεί τις πολιτικές διεργασίες στην Ελλάδα ή την Κύπρο. Ωστόσο, η φρασεολογία που χρησιμοποίησε την περασμένη Πέμπτη, μετά τη συνεδρίαση της ΕΚΤ, περιείχε μια ενδιαφέρουσα σημειολογία για πράγματα που συζητούνται στην Αθήνα ή τη Λευκωσία. «Δεν υπάρχει Σχέδιο Β, το ευρώ δεν είναι μια περιστρεφόμενη πόρτα να μπαίνεις και να βγαίνεις», είπε ο Ντράγκι, απαντώντας σε ερωτήματα με αφορμή την Κύπρο. Η σημειολογία της απάντησής του είναι ενδιαφέρουσα σε μια στιγμή που η κυπριακή κυβέρνηση υπογράφει βιαστικά το Mνημόνιο θέλοντας να προλάβει συζητήσεις στα κόμματα της αντιπολίτευσης και στη μικρή κυπριακή κοινωνία για λύση εκτός τρόικας, ακόμη και εκτός ευρώ.
Προσπαθώντας να κλείσει τη σχετική συζήτηση ο Ντράγκι υποστήριξε ότι η έξοδος από το ευρώ ενέχει μεγάλους κινδύνους (για ποιον;) και δεν σημαίνει ότι τα προβλήματα που έχει μια χώρα εντός ευρώ θα εξαφανιστούν εκτός ευρώ.
Κραταιός ευρωσκεπτικισμός
Αν και οι παρεμβάσεις αυτές έχουν βασικούς αποδέκτες τις αγορές, ίσως και τη σοκαρισμένη από τα μέτρα του Mνημονίου κυπριακή κοινωνία, κάποια αξία έχουν και για τη σχεδόν «εξοικειωμένη» με τη λιτότητα ελληνική κοινωνία, στην οποία καταγράφεται πρωτοφανής απογείωση του ευρωσκεπτικισμού. Στη δημοσκόπηση της GPO που παρουσιάστηκε την περασμένη Δευτέρα από το Mega, ένα ποσοστό περίπου 90% των ερωτώμενων απαντούσε ότι η Ε.Ε. δεν είναι μια ένωση που λειτουργεί υπέρ των λαών και ότι στην πραγματικότητα είναι μια ένωση υπό την ηγεμονία της Γερμανίας. Παρ’ όλα αυτά, η ίδια κοινή γνώμη τοποθετείται επιφυλακτικά απέναντι στο ενδεχόμενο εξόδου από το ευρώ (59% υπέρ της πάση θυσία παραμονής, 38,5% υπέρ της εξόδου). Είναι προφανές ότι σ’ αυτό το συγκεχυμένο ρεύμα ευρωσκεπτικισμού, που ενίσχυσαν οι εξελίξεις στην Κύπρο και το (ανολοκλήρωτο ακόμη) κεφάλαιο που άνοιξε με τις καταθέσεις, συναντώνται πολλά στρώματα της κοινωνίας, με ποικίλες ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες. Στην αναζήτησή τους δεν δίνει πλήρη απάντηση αυτή τη στιγμή καμιά πολιτική πρόταση: ούτε ο ρατσιστικός αντιευρωπαϊσμός της Χρυσής Αυγής, ούτε ο σταθερός αντιευρωπαϊσμός του ΚΚΕ που συνδέει την έξοδο από την Ε.Ε. με το σοσιαλισμό μέσω «λαϊκής εξουσίας», ούτε η ταλάντευση του ΣΥΡΙΖΑ μεταξύ διακηρύξεων που κυμαίνονται από το «ευρώ, εθνικό νόμισμα» μέχρι το «ευρώ δεν είναι φετίχ», ούτε ο μαξιμαλισμός της ριζοσπαστικής Aριστεράς που βλέπει στη ρήξη με το ευρώ το συντομότερο δρόμο προς την αντικαπιταλιστική επανάσταση. Κι είναι υπό διερεύνηση αν μια πληρέστερη προγραμματική κάλυψη της εναλλακτικής της εξόδου από το ευρώ θα δώσει το υπό διαμόρφωση σχήμα «Σχέδιο Β», την εκκίνηση του οποίου κήρυξε ο Αλέκος Αλαβάνος.
Ο «αφελληνισμός»
Για πολλούς ανθρώπους που κινούνται -ενταγμένοι ή μη- στο χώρο της Αριστεράς φαντάζει πιο αυτονόητη από ποτέ η ανάγκη να χαρτογραφηθεί η περιοχή εκτός ευρώ. Ωστόσο, η έξοδος από το ευρώ μπορεί ανά πάσα στιγμή να αποκτήσει ρεαλιστική βάση ακόμη και για δυνάμεις του αστικού χώρου, που ουδόλως σκέπτονται αντικαπιταλιστικά, αλλά απλώς αναρωτιούνται αν ένα περιβάλλον δραχμής είναι καταλληλότερο για τη διατήρηση των προνομίων τους, της πρόσβασής τους στις πηγές πλούτου και εξουσίας. Μια προσεκτικότερη ματιά σε όσα διαδραματίζονται στις τράπεζες και ιδιαίτερα γύρω από την υπόθεση της υπό αμφισβήτηση συγχώνευσης Εθνικής-Eurobank μπορεί να καταδείξει ότι ήδη ένας κύκλος τραπεζικών στελεχών αλλά και βασικών μετόχων που αγωνιούν για τον κίνδυνο «αφελληνισμού» του τραπεζικού συστήματος προφανώς δεν αισθάνονται όμορφα υπό την επιτήρηση της τρόικας και θα αισθάνονται ακόμη χειρότερα αν οι «ελληνικές» τράπεζες βρεθούν σε «ξένα χέρια». Εξού και οι δεύτερες σκέψεις για έναν «εγχώριο» μηχανισμό ελέγχου του χρήματος, εξ ορισμού ασύμβατο με τη θέση στο ευρώ.
Ο μόνος λόγος που στο εγχώριο αστικό μπλοκ δεν εμφανίστηκε πραγματικά μέχρι σήμερα μια «συμμορία της δραχμής» είναι ότι δεν του το επέτρεπε η μακροχρόνια και βαθιά διαπλοκή του με την ευρωκρατία, τις ευρωπαϊκές και άλλες επιχειρηματικές ελίτ οι οποίες εδώ και δεκαετίες αντλούν υπεραξίες από την ενσωμάτωση της ελληνικής οικονομίας στην ευρωπαϊκή αγορά.
Σε μια αναλογία αυτό ισχύει και για άλλα στρώματα. Ο απογαλακτισμός τους από το ευρώ συντελείται μόνο στο βαθμό που αντιλαμβάνονται ότι ματαιώνεται οριστικά κάθε προσδοκία «ανασύστασης» της ρουτίνας συμφερόντων που ικανοποιούσαν πριν από λίγα χρόνια. Από την οποία, πάντως, δεν έλειπε η ανασφάλεια, ο κίνδυνος της ανεργίας, η εκμετάλλευση, η ιδιοτέλεια, η απληστία, ο κανιβαλισμός ή οι εθνικές ταπεινώσεις.
Το πονηρό ερώτημα
Η «μαφία του ευρώ» -διότι αυτή υπάρχει πέραν πάσης αμφιβολίας- αντιλαμβάνεται πολύ καλά τις συγχύσεις και αντιφάσεις που διαπερνούν το κοινωνικό συνονθύλευμα το οποίο πλήττεται από το μονόδρομο «Μνημόνιο- ευρώ». Τα ερωτήματα των τελευταίων δημοσκοπήσεων έγιναν ιδιαίτερα τολμηρά και ευφυή. Το πιο πονηρό απ’ όλα (GPO για το Mega) ρωτά ευθέως: «Είναι εφικτή η θέση του ΣΥΡΙΖΑ για κατάργηση του Μνημονίου με παραμονή στο ευρώ;». «Όχι», απάντησε το συντριπτικό 75,6%, καθιστώντας σχεδόν ρητορικό το ερώτημα. Θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς τι ακριβώς θέλουν από τον ΣΥΡΙΖΑ οι καθωσπρέπει μνημονιακοί πολιτικοί και επικοινωνιολόγοι. Να τον στρέψουν σε έναν καθαρότερο ευρωσκεπτικισμό, σε μια άμεση διακήρυξη ότι καταγγελία του Mνημονίου ενέχει το ρίσκο εξόδου από το ευρώ, για το οποίο προετοιμάζεται Plan B ανασυγκρότησης με εθνικό νόμισμα; Ή να τον υποχρεώσουν σε μια αυτοεξευτελιστική αναδίπλωση, σε μια αποκήρυξη της «καταγγελίας του Μνημονίου» που θα τον φέρει πάνω από τον παρονομαστή της διαπραγμάτευσης την οποία υποδύεται ότι κάνει η τρικομματική κυβέρνηση;
Εύκολα μπορεί να απαντήσει κανείς, «φυσικά το δεύτερο». Αλλά νομίζω ότι δεν ισχύει καν αυτό. Το κυριότερο για το «λόμπι του ευρώ» είναι να συντριβούν μέχρι εξαφανίσεως οι μεγάλες προσδοκίες από την Αριστερά, που γεννήθηκαν σε σημαντική μερίδα της κοινωνίας. Επομένως, το ερώτημα αντιστρέφεται. Δεν είναι το τι θέλει το «λόμπι του ευρώ» από την Αριστερά. Αλλά τι θέλει η Αριστερά από τον εαυτό της.
Μπορεί να δικαιώσει μέχρι τέλους τις κοινωνικές προσδοκίες; Μπορεί να κατανικήσει το φόβο του αγνώστου ο οποίος είναι λογικό να καθηλώνει τους απλούς ανθρώπους -απορροφημένους στη μάχη επιβίωσης στη ζοφερή καθημερινότητα των μνημονίων- αλλά είναι αδιανόητο να καθηλώνει αυτούς που φιλοδοξούν να γίνουν πολιτική πρωτοπορία τους; Και για να κατανικηθεί ο φόβος πρέπει το άγνωστο να γίνει γνωστό. Να χαρτογραφηθεί σαν μια ακολουθία ρήξεων, αναμετρήσεων, δυσκολιών, πιθανοτήτων και κατακτήσεων. Ειδάλλως ο δογματισμός του «αδιανόητου» (της εξόδου από το ευρώ) καταλήγει απλώς ένας αδιανόητος (και ανόητος) δογματισμός.