Της Έλενας Πατρικίου
Mέσα στο πένθος, τον τρόμο, την οργή και την αποφασιστικότητα που προκάλεσε, τουλάχιστον στους τίμιους ανθρώπους, η δολοφονία του Παύλου Φύσσα από τα ναζιστοειδή ενεργούμενα, μόνο την αηδία μπορεί να κινήσει η από μέρους άλλων ενεργουμένων ενθουσιώδης επανάληψη προς εμπέδωση της «θεωρίας των δύο άκρων». Αλλά παρά το πένθος, παρά τον τρόμο και την οργή, παρά την διατρανούμενη αποφασιστικότητα των τίμιων ανθρώπων, εκπλήσσει η ρηχότητα του λόγου με τον οποίο αποτυπώνονται οι απόπειρες ερμηνείας και κατανόησης του νεοναζιστικού φαινομένου.
Εξού και οι συνεχείς αναγωγές σε δύο στοιχεία που τα ερμηνεύουν όλα, χωρίς τελικά να ερμηνεύουν τίποτα: Στη φτώχεια ως στοιχείου που (υποχρεωτικά;) παράγει κοινωνικά, ψυχικά και ιδεολογικά αποστήματα στο κοινωνικό σώμα, και στον μεσοπόλεμο, με τον οποίο, επειδή είδε την γέννηση και την «άνθιση» του ναζιστικού φαινομένου, πρέπει (υποχρεωτικά;) να προσομοιάζουμε. Αλλά όταν η ιστορία του παρόντος γίνεται αντιληπτή ως επανάληψη του παρελθόντος, τότε το μόνο που προκύπτει από την μίμηση της παλιάς τραγωδίας είναι μία νέα φάρσα.
Τα λόγια των εν μουσική συντρόφων του Παύλου Φύσσα, αν και εξίσου ακατέργαστα με την αρμονία τους, αποτέλεσαν μια εξαίρεση: Γιατί διαπερνούνταν από μία κοινή συγκίνηση και μια μοναδική αίσθηση επικοινωνίας. «Έχουμε μεγαλώσει σε βίαιες γειτονιές και κάνουμε υπέρβαση μιλώντας, εδώ, κατά της βίας ενωμένοι». Οι χιπ-χοπ μουσικοί είδαν μέσα και πίσω από την βία την αναστάσιμη ουσία του θανάτου, και θανάτω θάνατον πατήσαντες, άρθρωσαν έναν λόγο ζωής πάνω στο νεκρώσιμο γεγονός της απώλειας.
Αλλά ο λόγος της αλήθειας για το θάνατο, που είναι η μόνη φύση του ναζισμού νέου ή παλιού, ήρθε από τον Γέροντα Σισανίου και Σιατίστης.
Δεν είναι εύκολος ο λόγος του μητροπολίτη της Σιάτιστας Παύλου. Είναι αμείλικτος στις κρίσεις του για την πολιτική ηγεσία και την ενοχή της: «Αν άργησε η πολιτική ηγεσία να αντιληφθεί τι είναι η Χρυσή Αυγή, τότε είναι επικίνδυνη· αν σιώπησε γιατί νόμιζε πως μπορεί να τη διαχειριστεί, τότε είναι ένοχη». Είναι αμείλικτος για την πολιτική και κοινωνική ολιγωρία: «Τις ορδές των βαρβάρων που γυρνούσαν στους δρόμους για να τρομάξουν τους Έλληνες δεν τις είχαν δει;». Είναι αμείλικτος ακόμα και για τους «παρασυρμένους» ψηφοφόρους: «Τώρα δεν μπορείτε να επικαλείστε ούτε την άγνοια, ούτε τη διαμαρτυρία». Αλλά κυρίως είναι τραγικός ή, για να το πούμε ορθόδοξα, είναι σπαρακτικά νηπτικός. «Μεγαλύτερη απόγνωση από τον ναζισμό δεν υπάρχει». Απόγνωση όχι για τα θύματα του ναζισμού, αλλά για όσους χάνονται μέσα του. Γιατί δεν έχει νόημα να πολεμάς τον ναζισμό αν δεν σε νοιάζουν, όχι μόνον οι ζωές που χάνονται ως θύματά του, αλλά κι οι σωματοψυχές που χάνονται βουλιάζοντας στην απόγνωσή του.
Μέσα στην δυσβάσταχτη τραγικότητα της ανθρώπινης κατάστασης, ο Παύλος Φύσσας κέρδισε με τον θάνατό του τη ζωή. Όχι γιατί έγινε το τυχαίο θύμα μιας προγραμματισμένης δολοφονίας, αλλά γιατί είχε ήδη χτίσει μια ζωή νοηματοδοτημένη, μια ζωή έλλογη, μια ζωή άρνησης του θανάτου.
Ο Γέροντας όμως, μέσα στην φρίκη του φόνου, βλέπει την απόλυτη κενότητα των δολοφόνων, τις λεηλατημένες και απογυμνωμένες ψυχές που χαρίζονται στον ναζισμό και παραδίδονται στην απόγνωση.
Κι ο λόγος του, μια λάμψη ακτίστου φωτός, φωτίζει έστω για μια στιγμή, έστω αποφατικά, την απουσία νοήματος, το κενό ουσίας, την απόλυτη απόγνωση που καραδοκεί δίπλα μας – ίσως και μέσα μας.
Ευλόγησον, γέροντα.
Σχόλια