Μπροστά σε νέο κύμα φτωχοποίησης
Μόνο αφελείς μπορούν να θεωρούν πως έγιναν τυχαία οι δηλώσεις Μέργου για το ότι παραμένει ακόμη σε υψηλά επίπεδα ο κατώτατος μισθός. Δηλαδή ο μισθός των 586 ευρώ μεικτά και των 510 ευρώ μεικτά για τους νέους κάτω των 25 ετών. Απλά, ο γενικός γραμματέας του υπουργείου Οικονομικών ομολόγησε, με περίσσιο κυνισμό, το πλάνο πάνω στο οποίο εργάζεται, πλάνο το οποίο προβλέπεται και στο Μνημόνιο. Πολύ απλά, για το μοντέλο οικονομίας και για το μοντέλο κοινωνίας το οποίο ευαγγελίζεται η τρόικα και το οποίο υλοποιεί η συγκυβέρνηση Σαμαρά, ναι, αυτοί οι κατώτατοι μισθοί πρέπει να μειωθούν κι άλλο. Όπως και συνολικά όλοι οι μισθοί, πράγμα που επέρχεται με τη λήξη των κλαδικών συμβάσεων αυτήν την περίοδο. Ένα νέο κύμα φτωχοποίησης ετοιμάζεται.
Ο κυνισμός είναι μέρος της μνημονιακής τακτικής για την κάμψη του λαϊκού φρονήματος. Συνεπώς, οι δηλώσεις Μέργου, σε ρόλο λαγού, αποσκοπούν στην προετοιμασία της κοινής γνώμης να συνηθίσει στην ιδέα ότι αυτό που ζει σήμερα είναι κάτι το οποίο πρέπει να το θεωρεί ανεκτό, μπροστά σε αυτά που μπορεί να έρθουν. Οι μνημονιακοί επιχειρούν, στη συγκεκριμένη στιγμή, μια ουσιώδη μετατόπιση. Από εκεί που η μέση λαϊκή συνείδηση θεωρούσε έγκλημα τη μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% (και 32% για τους νέους) για να φθάσει στα σημερινά επίπεδα, στοχεύουν να πείσουν το λαό ότι το μέγιστο στο οποίο μπορεί να ελπίζει σήμερα είναι το να μην μειωθεί κι άλλο αυτός ο ευτελής κατώτατος μισθός. Γι’ αυτό και τις δηλώσεις Μέργου ακολούθησαν οι καθησυχαστικές δηλώσεις της κυβέρνησης ότι τάχα δεν τίθεται ζήτημα νέας μείωσης του κατώτατου μισθού. Ενώ ο Όλι Ρεν παρεμβαίνοντας υπενθύμισε ότι το ίδιο το Μνημόνιο θέτει ζήτημα κατώτατου μισθού, για να «διορθώσει» στη συνέχεια ότι τάχα δεν αναφέρθηκε σε μείωσή του.
Πρόκειται κυριολεκτικά για μια άθλια, όσο και μεθοδικότατα σχεδιασμένη, επιχείρηση χειρισμού της λαϊκής συνείδησης. Μια επιχείρηση, όμως, που προδίδει το φόβο των τροϊκανών και των συγκυβερνώντων. Φοβούνται κάθε φορά που ετοιμάζουν μια νέα επίθεση, μη ρίξουν τη σταγόνα που θα ξεχειλίσει το ποτήρι της λαϊκής αγανάκτησης. Γι’ αυτό το πάνε τόσο μεθοδικά, το λένε και το μαζεύουν, για να το ξαναφέρουν κάποια στιγμή σαν αναπότρεπτη προϋπόθεση, προκειμένου να επιτευχθεί ένας ακόμη «σωτήριος στόχος», π.χ. η επανάκαμψη των επενδύσεων -που παρ’ όλη την προπαγάνδα δεν φαίνεται να επανακάμπτουν.
Όμως ο φόβος από τη λαϊκή αντίδραση απέναντι στη φτωχοποίηση δεν είναι ο μόνος φόβος τους. Γνωρίζουν, επίσης, ότι προκαλούν το κοινό αίσθημα, όταν αυτές οι εξαγγελίες γίνονται από ένα στελεχικό δυναμικό, που ζει πλουσιοπάροχα. Ο Μέργος, για παράδειγμα, αμείβεται σύμφωνα με όσα ο ίδιος παραδέχτηκε με πάνω από 6.000 ευρώ το μήνα, η δε κόρη του διορίζεται από το ένα Διοικητικό Συμβούλιο δημόσιου οργανισμού στο άλλο. Φοβούνται, λοιπόν, τα αντανακλαστικά που προκαλεί στη λαϊκή συνείδηση αυτή η πρόκληση. Πρόκληση, που δεν προέρχεται μόνο από τον Μέργο αλλά από ορισμένες χιλιάδες ανθρώπους του συστήματος, από όλους αυτούς που «δουλεύουν» ακάματα στην κορυφή των ΜΜΕ, των υπουργείων, των τραπεζών, των δημοσίων οργανισμών για την «εφαρμογή του Προγράμματος».
Φοβούνται και γι’ αυτό ξυλοφόρτωσαν με πρωτοφανή αγριότητα τους διαμαρτυρόμενους για την πρόκληση νεολαίους του ΣΥΡΙΖΑ καθώς και δύο βουλευτές, τους Μπάρκα και Διαμαντόπουλο. Δεν έχουν πια άλλο όπλο από την καταστολή, τους ξυλοδαρμούς και την καταπάτηση της στοιχειώδους δημοκρατικής νομιμότητας.
Χρίστος Καραμάνος