Ένα από τα σημαντικότερα θέματα της ελληνικής οικονομίας, προκειμένου να υπάρξουν αξιόλογοι ρυθμοί μεγέθυνσης του ΑΕΠ, είναι οι επενδύσεις. Διάφορες μελέτες καταγράφουν ότι απαιτείται άμεσα ένα «επενδυτικό σοκ» της τάξης των 100 δισ. ευρώ για να ξεφύγει η οικονομία της χώρας από τη μακροχρόνια στασιμότητα στην οποία φαίνεται ότι θα καθηλωθεί μετά το μέχρι σήμερα μνημονιακό σοκ και τη μείωση του ΑΕΠ κατά 25%. Η κυβέρνηση προσδιόρισε τον περασμένο Φλεβάρη, στο σχέδιο κειμένου για την «Εθνική Αναπτυξιακή Στρατηγική 2017-2021», τις επενδυτικές ανάγκες σε 80 δισ. ευρώ.
Εξαγγελίες για GRinvest και αποτελέσματα
Στη διάρκεια του 2017 τα κυβερνητικά στελέχη δήλωναν σε όλους τους τόνους τις επιτυχίες τους στον τομέα των επενδύσεων. Ο πρωθυπουργός, στην ομιλία του στη ΔΕΘ τον Σεπτέμβρη, μίλησε για αλλαγή σελίδας της χώρας καθώς το GRexit έγινε GRinvest. Ο υπουργός ανάπτυξης κ. Παπαδημητρίου επαναλαμβάνει συνεχώς τις επιτυχίες όσον αφορά στη σημαντική αύξηση, τα δύο τελευταία έτη, της εισροής κεφαλαίων από το εξωτερικό για «ξένες άμεσες επενδύσεις». Σημειώνεται ότι όντως τα μεγέθη αυτά είναι σημαντικά, οι ρυθμοί αύξησής τους ήταν 142% το 2016, 32% στο δεκάμηνο 2017 και ο κ. Παπαδημητρίου εκτιμά ότι έφθασαν στα 4 δισ. ευρώ στο τέλος του έτους.
Όμως η σκληρή οικονομική πραγματικότητα δεν καταγράφει τις επιτυχίες που ανακοινώνει η κυβέρνηση και φυσικά δεν βρισκόμαστε σε συνθήκες «επενδυτικού σοκ», ενώ το μέγεθος επενδύσεων 80 δισ. ευρώ, για την περίοδο 2017-2021, με τα σημερινά πλέον δεδομένα δείχνει ανεπαρκές για να επιδιώξει η χώρα να βρεθεί στα επίπεδα παραγωγής του 2010 που ονειρεύονται κάποιοι. Τα μεγέθη επενδύσεων είναι ανεπαρκέστατα έως τραγικά, συγκριτικά με τις ανάγκες και φυσικά δεν σηματοδοτούν πορεία ανάκαμψης και εξόδου από την κρίση αλλά στασιμότητα. Σημειώνεται ότι οι επενδύσεις μεταξύ την περίοδο 2008 – 2016 μειώθηκαν σε απόλυτο μέγεθος κατά 63%(!). Πρακτικά δηλαδή «χάθηκαν» σ’ αυτήν την οκταετία επενδύσεις ύψους 220 δισ. ευρώ, ή σε ποσοστό 51%, συγκριτικά με το ύψος επενδύσεων του 2008 εάν παρέμενε σταθερό σε όλη την περίοδο.
Έτσι λοιπόν η πανηγυρίζουσα κυβέρνηση παραθέτει έργο επενδύσεων για το 2017 που έως και το εννεάμηνο εμφανίζεται αυξημένο, σε σταθερές τιμές, κατά 2,6%, αλλά με αρνητικό κατά 0,8% το τρίτο τρίμηνο. Σε αυτά δε πρέπει να ληφθούν υπόψη και τα όσα αναφέρονται παρακάτω για την υστέρηση των δημόσιων επενδύσεων.
Ανυπαρξία αναπτυξιακού πλαισίου
Σύμφωνα με την απόφαση του Eurogroup του Ιουνίου 2017, για την Β΄ αξιολόγηση και τη σχετική επικαιροποίηση του μνημονίου, η κυβέρνηση στον αναπτυξιακό τομέα ανέλαβε δύο υποχρεώσεις μέχρι το τέλος του 2017. Τη δημιουργία της Αναπτυξιακής Τράπεζας και την ολοκλήρωση της Εθνικής Αναπτυξιακής Στρατηγικής 2017-2021. και οι δύο υποχρεώσεις δεν εκπληρώθηκαν.
Επίσης η κυβέρνηση έχει δεσμευθεί, από το 2015, για τη δημιουργία ενός αναπτυξιακού πλαισίου. Το Μάρτιο του 2017 η ιστοσελίδα Capital δημοσίευσε ένα σχέδιο και έκτοτε αγνοείται η τύχη του πλαισίου. Και εδώ η κυβέρνηση δεσμεύθηκε, σύμφωνα με το Eurogroup του Ιουνίου 2017, να παρουσιάσει μέχρι το τέλος του έτους στρατηγική για την ενίσχυση της ανάπτυξης, η οποία συνεχίζει να αναζητείται.
Χαμηλά οι δημόσιες επενδύσεις το 2017
Τα μεγέθη επενδύσεων είναι ανεπαρκέστατα έως τραγικά, συγκριτικά με τις ανάγκες και φυσικά δεν σηματοδοτούν πορεία ανάκαμψης και εξόδου από την κρίση αλλά στασιμότητα
Το βασικό εργαλείο με το οποίο παρεμβαίνει η κυβέρνηση στην αναπτυξιακή διαδικασία είναι το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ). Είναι οι δημόσιες επενδύσεις που θα έπρεπε να κατευθύνουν την ανάπτυξη της χώρας. Στην πράξη οι δημόσιες επενδύσεις έχουν καταλήξει ένας μηχανισμός διανομής στον ιδιωτικό και δημόσιο τομέα των επιχορηγήσεων από την Ε.Ε., με τη σημερινή ονομασία ΕΣΠΑ. Πολλά δε από τα έργα που εντάσσονται στο ΠΔΕ δεν αποτελούν στην πραγματικότητα επενδύσεις, αλλά υποκατάσταση καταναλωτικών δαπανών του κράτους. Χαρακτηριστικότερη περίπτωση οι δαπάνες για βρεφονηπιακούς σταθμούς, οι οποίες στο μεγαλύτερο μέρος τους αποτελούν επιδοτήσεις προς τους ιδιωτικούς παιδικούς σταθμούς για τα παιδιά που φιλοξενούν μέσω των δήμων. Αντίστοιχα είναι και μια σειρά από προγράμματα εκπαίδευσης ανέργων, που αποτελούν έμμεση επιδότηση της ανεργίας αλλά και των επιχειρήσεων που τους απασχολούν κατά την πρακτική, τα προγράμματα κοινωνικής εργασίας για τους δήμους κ.λπ. Βέβαια, όλες αυτές οι κοινωνικού χαρακτήρα δαπάνες είναι παραπάνω από αναγκαίες. Πρέπει όμως να γίνονται από τον τακτικό προϋπολογισμό και όχι σε βάρος του ΠΔΕ, δηλαδή υπονομεύοντας τις όποιες επενδύσεις και την όποια ανάπτυξη μπορεί να υπάρξει, στις μνημονιακές συνθήκες.
Το αρχικό ΠΔΕ 2017 ήταν 6,8 δισ. και τελικά θα είναι «επιτυχία» αν η υστέρηση είναι μόνο 500 εκ. ευρώ όπως έχει ήδη παραδεχθεί η κυβέρνηση. Να υπενθυμίσουμε ότι πριν ένα 20μερο ψήφισε τον προϋπολογισμό του 2018 στον οποίο περιλαμβάνεται η πρόβλεψη για επιτυχή ολοκλήρωση της εκτέλεσης του ΠΔΕ 2017 στα 6,8 δισ. Βέβαια, το ίδιο είχε συμβεί και για το 2016!
Πραγματικότητα και «ξένες άμεσες επενδύσεις»
Η «έκρηξη» των ξένων άμεσων επενδύσεων είναι θέμα μόνο για τη δημιουργία εντυπώσεων. Από την εξέλιξη των επενδύσεων τόσο το 2016 όσο και το 2017, περίοδο κατά τη οποία ήρθαν 6,5 δισ. ευρώ για «επενδύσεις», προκύπτει ότι τα χρήματα «επενδύθηκαν» αλλού και όχι για την οικονομική ανάκαμψη της χώρας. Όπως είναι γνωστό, ένα μέρος από αυτά είναι αυξήσεις κεφαλαίο ξένων επιχειρήσεων που λειτουργούν στη χώρα, εξόφληση τιμολογίων από τη μητρική εξωτερικού για λογαριασμό της ελληνικής θυγατρικής που κάθε άλλο παρά αποτελούν επένδυση με την έννοια της αύξησης της παραγωγικής ικανότητας της χώρας. Όμως, το μεγαλύτερο μέρος από αυτά τα χρήματα είναι το «τίμημα» της λεηλασίας της χώρας και του λαού. Κινέζοι, Άραβες, Ευρωπαίοι και Τούρκοι προχωρούν μαζικά σε εξαγορές ακινήτων. Έχοντας ως δεδομένα: α) τις μειωμένες τιμές 30-50%, ανάλογα με τις περιοχές και το είδος ακινήτου, β) το μηδενικό αγοραστικό ενδιαφέρον από τη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας που προσπαθεί να επιβιώσει και όχι να επενδύσει σε ακίνητα (φυσικά υπάρχει μια ελάχιστη ομάδα κάποιων που κερδοσκοπούν σε αυτές τις συνθήκες), γ) την αδυναμία επιβίωσης για τα λαϊκά στρώματα και μεγάλο μέρος από τα μεσαία, που η ανέχεια, η ανεργία, το φοροκυνηγητό και οι τράπεζες τους υποχρεώνουν να εκποιούν ότι έχουν έναντι ευτελούς τιμήματος για να ανταπεξέλθουν, είναι φυσικό οι έχοντες ρευστότητα ξένοι να εκτιμούν την κατάσταση ως «ευκαιρία» και να αγοράζουν ό,τι μπορούν. Έχουν μάλιστα και το bonus της άδειας παραμονής για 10 χρόνια –οι εκτός Ε.Ε.– για συνολική «επένδυση» πάνω από 250.000 ευρώ. Έτσι ιδιώτες και offshore, όπως λένε συμβολαιογράφοι, ελέγχουν πλέον μεγάλο μέρος κτηρίων σε προνομιούχες συνοικίες στο Κέντρο και σε ακριβά προάστια της Αθήνας αλλά και άλλων μεγάλων πόλεων. Στον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα ισχύουν αντίστοιχα, με τις εξαγορές επιχειρήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα επιβίωσης και δανεισμού. Στον δε δημόσιο τομέα, είναι γνωστή η λεηλασία της δημόσιας περιουσίας έναντι «ευτελών» τιμημάτων ή ακόμα και με κρατική επιδότηση (Fraport, ΟΣΕ).
Συνεπώς, αυτές είναι οι «άμεσες ξένες επενδύσεις». Πόσο αυτές θα βοηθήσουν στην ανάκαμψη της οικονομίας είναι κάτι που ο καθηγητής κ. Παπαδημητρίου δεν το αναλύει. Απλά, αυτός και η κυβέρνηση, παρουσιάζουν νούμερα και πουλάνε ελπίδες για το μέλλον, γιατί το παρόν συνεχίζει να είναι αβίωτο για τα λαϊκά και μεγάλο μέρος από τα μεσαία στρώματα, ενώ έχουμε μπει πλέον στο ένατο μνημονιακό έτος.