Με αφορμή την επαναπροβολή του ντοκιμαντέρ Ρομ, ο δημιουργός του μιλά στον Δρόμο
Συνέντευξη στην Ιφιγένεια Καλαντζή
Φωτο: Ο Μενέλαος Καραμαγγιώλης και οι συνεργάτες του
στην πρεμιέρα του 30ου Φ.Κ.Θ., στον εξώστη του Ολύμπιον
Τέλη Αυγούστου, σε μια προεκλογική Αθήνα, με τον κήπο του Νομισματικού Μουσείου ασφυκτικά γεμάτο, κυρίως από νέους, που όρθιοι οι περισσότεροι παρακολούθησαν το βραβευμένο πριν από 25 χρόνια ντοκιμαντέρ-θρύλος Ρομ, του Μενέλαου Καραμαγγιώλη. Αυτή η απροσδόκητα πετυχημένη προβολή, στο πλαίσιο του 5ου Athens Open Air Film Festival, μας ώθησε να αναζητήσουμε τον δημιουργό με την αναγνωρίσιμη χαρακτηριστική φωνή, από τις εκπομπές του στο Τρίτο Πρόγραμμα.
Εικόνες ξεχασμένες απ’ το 1989, ντυμένες με την πρωτότυπη μουσική του Νίκου Κυπουργού που είχε κάνει θραύση, μας ταξιδεύουν σε μια αλλοτινή Ελλάδα, με τον περιπλανώμενο τσιγγάνο αρκουδιάρη.
Στο άψογα δομημένο ντοκιμαντέρ συνδυάζεται ένα πλούσιο υλικό από στιγμιότυπα της τσιγγάνικης ζωής, με πληθωρικούς τσιγγάνικους γάμους, βουτηγμένους στο πιο αυθεντικό κιτς, σουρεαλιστικά παζάρια αλόγων και λαϊκές πίστες των ντισκοτέκ, σε μια συγκροτημένη ολότητα, με την προσωπική σφραγίδα του δημιουργού να αποτυπώνεται στην εκτός κάδρου αφήγηση. Η επικεντρωμένη στα πρόσωπα κάμερα αιχμαλωτίζει σε κινηματογραφημένα πορτρέτα το εκφραστικό βλέμμα μιας περήφανης φυλής, που για αιώνες παρέμεινε ξεχωριστή μειονότητα στο περιθώριο της ελληνικής κοινωνίας, μέχρι την άφιξη των μεταναστευτικών ρευμάτων, αμέσως μετά, τη δεκαετία του ’90.
Τη δεκαετία του ’80 παρατηρείται ένα διεθνές ρεύμα ερευνών και λαογραφικών καταγραφών της μειονότητας των τσιγγάνων. Εσείς πώς ασχοληθήκατε με το θέμα αυτό;
Στο πλαίσιο προκύρηξης της ΕΡΤ ενός ντοκιμαντέρ που θα αντιπροσώπευε την πρώτη Ελληνική Προεδρία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έγινε το Ρομ, το πρώτο ντοκιμαντέρ για τσιγγάνους, που λόγω θέματος δεν εγκρίθηκε, οπότε, ακολούθησε κινηματογραφική καριέρα στα διεθνή φεστιβάλ. Χάρις στην Λουκία Ρικάκη βρέθηκε και στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, όπου κέρδισε δυο βραβεία. Η λέξη «ρομ», που μόλις είχε αναγνωριστεί από τον ΟΗΕ, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στο ντοκιμαντέρ αυτό, που αποκαλύπτει ότι ήμασταν η μόνη χώρα της Ευρώπης όπου οι τσιγγάνοι ήταν αποδεκτοί, ως λειτουργικό μέρος της κοινωνίας, χωρίς να έχουν υποστεί μαζικές διώξεις. Τα τελευταία τσαντίρια και οι πρώτες παράγκες, την εποχή των Gypsy Kings, μόλις καταγράφονται, πριν την έλευση της «πλαστικής καρέκλας», που σηματοδότησε το τέλος μιας εποχής. Από την επόμενη χρονιά μπαίνει στους τσιγγάνικους καταυλισμούς η παραβατικότητα.
Γιατί επιλέξατε ως περιηγητή έναν φωτογράφο;
Το ογκώδες φορτίο πληροφοριών το μοίρασα σε διαφορετικούς αφηγητές, με διαφορετική οπτική ο καθένας, ώστε να δίνεται στον θεατή η δυνατότητα επιλογής προσέγγισης στην ιστορία. Ο φωτογράφος δίνει την αποστασιοποιημένη εικόνα που έχουμε εμείς γι’ αυτούς. Γυρίστηκε σε 16άρι φιλμ, που σήμαινε βαρύς εξοπλισμός, μικρό συνεργείο, αλλά και περιορισμένος χρόνος, κυνηγώντας έναν λαό που δεν πιάνεται. Πριν τα γυρίσματα, έζησα κάμποσο κοντά τους, τραβώντας πολλές φωτογραφίες. Έτσι, ανακάλυψα τα δικά τους παραμύθια, που είχαν διαφορετικό τρόπο αφήγησης και ηθικές αξίες, ώσπου μπήκε η τηλεόραση και τους μπέρδεψε. Ο ήρωάς τους ενδέχεται να κάνει κατακριτέα για άλλους πολιτισμούς πράγματα. Είδα τον τρόπο που αντιστέκονται σε οτιδήποτε πάει να τους αφομοιώσει, κάτι που πότε με εξόργιζε, πότε το θαύμαζα.
Πώς πετύχατε όλα αυτά τα στιγμιότυπα της τσιγγάνικης ζωής;
Χρειάστηκαν πολλά ταξίδια. Φορείς της αγροτικής ζωής, μετακινούνταν ανά περιόδους, όπου υπήρχαν καλλιέργειες, ενώ ήταν εξειδικευμένοι σε μια τεχνογνωσία που κανείς άλλος δεν κατείχε: σιδεράδες, παλιατζήδες και κυρίως πλανόδιοι οργανοπαίκτες. Οι Έλληνες τους είχαν αφήσει χώρο να εκτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα με δικό τους τρόπο, ενώ για αιώνες ήταν και οι φορείς της δημοτικής παραδοσιακής μουσικής μας. Η ταινία έγινε με την πολύτιμη βοήθεια πολλών ερευνητών, ανάμεσά τους η Κατερίνα Πούτου, δασκάλα σε τσιγγανόπουλα στα Μέγαρα και η ανθρωπολόγος Μιράντα Τερζοπούλου.
Η πετυχημένη μουσική του ντοκιμαντέρ είναι του Νίκου Κυπουργού…
Τα ντοκιμαντέρ, τότε, δεν έκαναν κινηματογραφική καριέρα, ούτε γραφόταν πρωτότυπη μουσική γι’ αυτά. Το Ρομ, όμως, αντιμετωπίστηκε ως αυτόνομη ταινία, με σάουντρακ. Την ιδέα πρότεινε ο Κυπουργός, ο οποίος δεν είχε ξαναγράψει μουσική για τον κινηματογράφο. Παρακολουθούσε τα γυρίσματα και η μουσική του αποτελεί μέρος της αφήγησης, γιατί χρησιμοποιείται ανάλογα με τον αφηγητή. Όπου μιλάνε οι τσιγγάνοι, έχουμε τη δική τους μουσική στα πανηγύρια, ενώ το τραγούδι των τίτλων σε τσιγγάνικους στίχους, που έγινε μετά επιτυχία από την Ελευθερία Αρβανιτάκη, ήταν διασκευή του νεαρού τότε Κώστα Παυλίδη, ενός τραγουδιού του παππού του. Υπάρχει και ένα μελοποιημένο τραγούδι σε στίχους του Δροσίνη. Παράλληλα με τη ματιά του φωτογράφου, υπάρχει και η δική μας προσέγγιση σ’ αυτό που βλέπουμε μέσα από τη μουσική.
Το εμπνευσμένο κείμενο στην εκτός κάδρου αφήγηση πώς προκύπτει;
Το μωσαϊκό της αφήγησης γίνεται από το συνδυασμό πολλών στοιχείων, γιατί οι τσιγγάνοι είναι ένας συγκλονιστικός λαός, με πολυεπίπεδη παρουσία στην ελληνική λογοτεχνία, μουσική, ποίηση και ζωγραφική. Όλους αυτούς τους αιώνες, κατάφεραν και διείσδυσαν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, ενώ κράτησαν τη φυλετική τους ταυτότητα. Τα αποσπάσματα είναι από τον Δωδεκάλογο του Γύφτου του Παλαμά, αλλά και ένα επεισόδιο απ’ το τέλος της ζωής του Νίτσε, στο οποίο συμπτωματικά στηρίχτηκε και η τελευταία ταινία του Μπέλα Ταρ.
Τι επιδιώκετε με τα πολλά κοντινά πλάνα στα πρόσωπα;
Ήθελα να σπάσει ο ρατσισμός και να δείξω ότι οι τσιγγάνοι δεν είναι κάποιο άγριο ζώο, αλλά ένας λαός με δικό του πολιτισμό και αξία. Μέχρι τότε είχαν μπει μόνο φολκλορικά, σε ταινίες του παλιού εμπορικού κινηματογράφου. Ήθελα να μας αφηγηθούν οι ίδιοι την ιστορία τους. Στη Θεσσαλονίκη, η τσιγγάνικη θεματολογία θεωρήθηκε σκάνδαλο και τελικά λογοκρίθηκε η αναφορά στην «παρά φύσιν» γέννηση του πρώτου τσιγγάνου, από ένα παράνομο σμίξιμο της Παναγίας με το διάολο, ενώ σε μια σκηνή παράθεσης των προβλημάτων τους, με φόντο μια τηλεόραση που παίζει ένα τραγούδι των U2, στο μιξάζ ήχου στην ΕΡΤ, δυνάμωσαν τους U2 και χαμήλωσαν τις φωνές τους. Η παρουσία ενός τσιγγάνου, που αφηγείται στην οθόνη την πραγματικότητά του, αποτελεί πολιτική κίνηση. Ο κινηματογράφος είναι βασικό μέσο διάρρηξης ή επαναπροσδιορισμού των στερεότυπων και αποτελεί το μόνο όπλο που μας έχει απομείνει.
Υπάρχει ένα παιχνίδι βλεμμάτων ανάμεσα σ’ αυτούς και σ’ εμάς…
Ένας λαός που επέζησε αιώνες, διατηρώντας τη φυλετική του ταυτότητα, διάλεξε το ψέμα ως μέσο επιβίωσης. Το βλέμμα τους όμως δεν ψεύδεται ποτέ. Μ’ ενδιέφερε η σύγκρουση της δικής τους έκθεσης στο φακό και της δικής μας ασφαλούς ματιάς επάνω τους, αφού τους χρησιμοποιούμε. «…Έρχεστε, μας βλέπετε, μας φωτογραφίζετε και μετά επιστρέφετε στα σπίτια σας, όμως εμείς συνεχίζουμε στα όρια της επιβίωσης».
Τι έδειξε η επαναπροβολή του Ρομ, μετά από 25 χρόνια;
Το Ρομ έγινε με τους τότε παραδοσιακούς τρόπους, γυρίστηκε σε φιλμ, μονταρίστηκε σε μουβιόλα, δηλαδή είναι μια ταινία πριν την πλαστική καρέκλα και την έλευση του βίντεο και φοβόμουνα πως έχει παλιώσει. Θεωρώ, όμως, ότι έχει πολιτική χροιά η συρροή όλου αυτού του κόσμου, που είδε σαν ολοκαίνουριο ένα ντοκιμαντέρ για τσιγγάνους στα τέλη του ’80, ίσως γιατί η ταινία διαπραγματεύεται τι θα πει Έλληνας και τι ξένος. Στο Ρομ, θίγονται σημερινά ζητήματα, όπως η πειθαρχία, ο τρόπος διαχείρισης του δημόσιου χώρου, αλλά και ο εσωτερικός ρατσισμός, ανάμεσα στους παλιούς μετανάστες που θεωρούν τον εαυτό τους πιο αποδεκτό στην Ελλάδα, σε σχέση με μεταγενέστερους, καθώς και το προσφιλές, στα φασιστοειδή, ερώτημα: «Έλληνας γεννιέσαι ή γίνεσαι;». Οι τσιγγάνοι αποτελούν ενδιαφέρουσα περίπτωση για να επαναπροσδιορίσει κανείς τις δικές του αξίες. Στο Ρομ ήθελα να αποδώσω τη νεοελληνική κοινωνία, μέσα από το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της, τους τσιγγάνους, προσεγγίζοντάς τους όχι φολκλορικά, αλλά με την προοπτική του μέλλοντος μιας χώρας, που αυτή τη στιγμή βασανίζεται από το πώς θα αφομοιώσει τους μετανάστες και τους πρόσφυγες που αναγκαστικά συρρέουν εδώ.